Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Δημήτρης Τερζής μιλά στην εφημερίδα «εμπρός Ναυπάκτου»
Ο Δημήτρης Τερζής είναι δημοσιογράφος, παράλληλα όμως τα ερεθίσματα που λαμβάνει από γύρω του μας τα επιστρέφει και με έναν πιο ιδιαίτερο, δικό του τρόπο. Είναι και συγγραφέας. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το τέταρτο βιβλίο του, «Ο παππούς στο τζάκι κι άλλες ιστορίες» (εκδόσεις Πόλις), το οποίο παρουσιάστηκε το Σάββατο, 3 Ιουνίου, στο καφέ-βιβλιοπωλείο Adagio II, στο λιμάνι της Ναυπάκτου. Σήμερα, μας μιλά στην «ε» για τις δικές του αλήθειες και εκείνες που ο αναγνώστης καλείται να ανακαλύψει μέσα από το έργο του, για τις ομοιότητες και τις διαφορές των δύο ιδιοτήτων που έχει, του δημοσιογράφου και του συγγραφέα, για το θάνατο που αποτελεί κοινό στοιχείο όλων των ιστοριών του βιβλίου, καθώς και για τη Ναύπακτο, η οποία όπως λέει, είναι το δεύτερο σπίτι του.
Συνέντευξη στο Βαγγέλη Καρανικόλα
κ. Τερζή «Ο παππούς στο τζάκι κι άλλες ιστορίες», όλες τους όμως έχουν αναφορά στο θάνατο. Βαρύ, θα έλεγε κανείς θέμα για ανάγνωση, και γενικά αλλά και πιο ειδικά με τα όσα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια…
Αν σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για τη μοναδική μας βεβαιότητα, την πιο ξεκάθαρη αλήθεια, πως ό,τι γεννιέται κάποια στιγμή ολοκληρώνει τον κύκλο του και πεθαίνει, είναι μάλλον λυτρωτικό να μιλάς ή να γράφεις γι’ αυτό.
Ο θάνατος είναι κομμάτι της ζωής. Η σύγχρονη κουλτούρα είναι αυτή που έχει επιχειρήσει να τον εξορκίσει τις τελευταίες δεκαετίες από την καθημερινότητα, κάτι που θεωρώ εντελώς μάταιη προσπάθεια. Τα τελευταία χρόνια, όπως λέτε, λόγω της πανδημίας ήρθαμε ξανά αντιμέτωποι με το θάνατο και με το φόβο που προκαλεί, κάτι που είναι απόλυτα φυσιολογικό.
Δεν υπάρχει καμία γενναιότητα στο να λες “δεν φοβάμαι το θάνατο”. Όπως και δεν υπάρχει κανένα νόημα το να ζεις όλη σου τη ζωή με τον φόβο του θανάτου. Το ζητούμενο κατ’ εμέ και αυτό προσπάθησα να πετύχω μέσα από αυτή τη συλλογή είναι να κατανοήσουμε πως κάθε στιγμή που ζούμε, αξίζει και με το παραπάνω.
Επιμένοντας λίγο στο θέμα του θανάτου, δεν μπορεί κανείς παρά να δει όμως πως η δική σας συγγραφική ματιά το κάνει περισσότερο προσιτό, κυρίως μέσα από τις πινελιές χιούμορ με τις οποίες διανθίζετε τις ιστορίες σας. Μήπως αυτή είναι τελικά η καλύτερη άμυνά μας, ίσως και γενικότερα σε όσα συμβαίνουν γύρω μας;
Το χιούμορ είναι πάντα λυτρωτικό. Πόσο μάλλον το μαύρο χιούμορ όταν σαρκάζεις αυτό που ξέρεις ό,τι θα συμβεί κάποια στιγμή στη ζωή σου. Υπάρχει πάντα ο καιρός του πένθους που είναι μια απαραίτητη διαδικασία διαχείρισης της απώλειας, υπάρχει και ο καιρός που οφείλουμε στον εαυτό μας να γελάσουμε ξανά, να προχωρήσουμε. Δεν είναι πάντα εύκολο αυτό, σε κάποιες περιπτώσεις είναι πραγματικά δύσκολο. Π.χ. τι να πεις στους γονείς που έχασαν τα παιδιά τους στα Τέμπη; Οι ζωές τους έχουν καταρρεύσει. Όταν θάβεις το παιδί σου, θάβεις το μέλλον. Κι αυτό είναι το πιο βαθύ πένθος που υπάρχει. Κάποιοι αντέχουν και προχωράνε, κάποιοι άλλοι όχι. Ο κάθε άνθρωπος δημιουργεί τις δικές του άμυνες απέναντι στην απώλεια. Η δική μου σε αυτό το βιβλίο ήταν το χιούμορ, χωρίς να παραβλέπω βέβαια την τραγικότητα του θανάτου και των συναισθημάτων που προκαλεί.
Κλισέ ερώτηση προς ένα συγγραφέα αλλά δεν μπορώ να την αποφύγω. Τι σας οδηγεί μπροστά σε μία λευκή σελίδα χαρτί ξεκινώντας να γράφετε;
Συνήθως μια εικόνα που βλέπω στην καθημερινότητά μου και μου κινεί το ενδιαφέρον. Για παράδειγμα, το βιβλίο αυτό άρχισα να το γράφω έπειτα από τη διαδικασία αποτέφρωσης μιας οικογενειακής φίλης. Ήταν η πρώτη φορά που βίωνα κάτι τέτοιο, μια νέα πραγματικότητα και αντίληψη πέρα από το ορθόδοξο τυπικό της ταφής, στο οποίο είμαστε συνηθισμένοι οι περισσότεροι. Η φίλη αυτή είχε αίσθηση του χιούμορ όπως και την ικανότητα του αυτοσαρκασμού. Έχοντας λοιπόν τις εικόνες εκείνης της μέρας στο μυαλό μου άρχισα να γράφω το διήγημα που έδωσε το όνομά του στον τίτλο. Από ένα σημείο και μετά δεν έχει σημασία τι είχες στο μυαλό σου να γράψεις. Σε πηγαίνει η ίδια η ιστορία στον προορισμό της.
Κάθε ιστορία κρύβει μέσα της και κάποιες δικές σας αλήθειες. Σκοπός δικός μας, των αναγνωστών, είναι να τις βρούμε ή να ανακαλύψουμε τις δικές μας;
Νομίζω πως η αναζήτηση της όποιας αλήθειας ή συναισθήματος ή εμπειρίας είναι προσωπική υπόθεση του καθενός. Προφανώς και υπάρχουν κάποιες κοινές αλήθειες, ένα ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο μπορούν να συναντηθούν οι σκέψεις και οι ανησυχίες των ανθρώπων. Ωστόσο, θεωρώ ότι δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που θα συγκινήσει ή ενδεχομένως ενοχλήσει έναν αναγνώστη, και αυτό το λέω ως αναγνώστης. Η δική μου αίσθηση είναι πως η δουλειά του συγγραφέα τελειώνει μόλις παραδώσει το χειρόγραφό του. Έπειτα, τη σκυτάλη την παίρνει ο αναγνώστης, ο οποίος καλείται από μια διαφορετική θέση να εκτιμήσει ή να απορρίψει αυτό που διαβάζει. Η διαδικασία τόσο της συγγραφής όσο και της ανάγνωσης είναι, έτσι κι αλλιώς, μια ανακάλυψη, κατά συνέπεια μια εντελώς προσωπική διαδικασία. Είμαι κατά της λογοτεχνίας που «διδάσκει».
Η δουλειά ενός δημοσιογράφου, κανονικού δημοσιογράφου να επισημάνω, που ερευνά, ψάχνει για να γράψει, έχει ομοιότητες με εκείνη του συγγραφέα;
Έχει. Και τα δύο χρειάζονται χρόνο και ηρεμία. Στη δημοσιογραφία είναι πιο δύσκολα τα πράγματα υπό την έννοια ότι έχεις κάποιες προθεσμίες τις οποίες οφείλεις να τηρήσεις. Έπειτα είναι και το ζήτημα του χώρου, καθώς πρέπει να συμπυκνώσεις το κείμενό σου και να το οριοθετήσεις σ΄ ένα πλαίσιο. Η έρευνα είναι αναγκαία επίσης, όπως και το διάβασμα. Δεν μπορείς κατά τη γνώμη μου να γράψεις -είτε δημοσιογραφικό κείμενο είτε λογοτεχνία- αν δεν διαβάζεις πολύ. Με το διάβασμα ανακαλύπτεις συνεχώς: νέες ιδέες, διαφορετικές θεωρήσεις, σκιαγράφηση χαρακτήρων, τη χρήση της γλώσσας, τις τεχνικές απόδοσης ενός κειμένου, τη διαχρονικότητα θεμελιωδών αρχών στις οποίες στηρίχτηκαν οι κοινωνίες και ο κόσμος.
Διαβάζεις π.χ. κλασικούς συγγραφείς και αντιλαμβάνεσαι το μεγαλείο του έργου τους από το γεγονός ότι οι ιδέες τους παραμένουν επίκαιρες και σήμερα. Δουλειά του συγγραφέα είναι να ψάχνει, να αναζητά μια αλήθεια που θα την αποτυπώσει λογοτεχνικά, παρόμοια είναι και η δουλειά του δημοσιογράφου, αλλά σε διαφορετικό πλαίσιο. Είναι σημαντικό πάντως ο δημοσιογράφος να μη γράφει λογοτεχνικά και ο συγγραφέας να μη γράφει δημοσιογραφικά.
Η πόλη μας, η Ναύπακτος, δε σας είναι άγνωστη, είστε συχνός επισκέπτης αυτής, οπότε η ματιά με την οποία τη βλέπετε έχει ενδιαφέρον για εμάς…
Δεν είμαι απλά επισκέπτης, είμαι «μάζωμα», δηλαδή γαμπρός, όπως λένε στο χωριό της γυναίκας μου! Εδώ και τρία χρόνια έχω την ευκαιρία να επισκέπτομαι συχνά την πόλη και την ευρύτερη περιοχή, καθώς οι γονείς τής συντρόφου μου επέλεξαν, μετά τη συνταξιοδότησή τους, να μένουν μόνιμα εδώ. Επειδή γεννήθηκα και μεγάλωσα σ΄ένα παραθαλάσσιο χωριό της Ηλείας, το πρώτο κοινό μας στοιχείο είναι η θάλασσα την οποία λατρεύω. Η Ναύπακτος είναι μια πόλη με ξεχωριστό χαρακτήρα, μοιάζει, θα έλεγα με νησί, παρέχει υπηρεσίες υψηλού επιπέδου και δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς. Εκτιμώ ότι έχει τις δυνατότητες να αναπτυχθεί περισσότερο και να γίνει τουριστικός προορισμός όλο το χρόνο, καθώς είναι πολύ όμορφη και έχει φιλόξενους ανθρώπους, ενώ βρίσκεται κοντά στην Αθήνα και έχει πρόσβαση σε μεγάλους οδικούς άξονες.
Έχοντας την εμπειρία από τον δικό μου τόπο, το Κατάκολο στην Ηλεία, που αποτελεί λιμάνι για εκατοντάδες κρουαζιερόπλοια και δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο, θέλω να επισημάνω δύο πράγματα: Είναι θετικό για την πόλη να δημιουργεί πλούτο και να κρατάει εδώ τους ανθρώπους της. Ωστόσο, απαιτείται όραμα, σχέδιο και κανόνες έτσι ώστε να μην «πνιγεί» μέσα στην ίδια την επιτυχία της, αλλά και να μην αναπτύξει το τουριστικό προϊόν ως μονοκαλλιέργεια, κάτι που εμπεριέχει μεγάλο ρίσκο όπως είδαμε την περίοδο της πανδημίας.
Μου έκανε εξαιρετική εντύπωση επίσης το Adagio II, το βιβλιοπωλείο που θα φιλοξενήσει την παρουσίαση. Δεν συναντάς εύκολα στην περιφέρεια βιβλιοπωλεία τόσο ενημερωμένα και με εξαιρετική αισθητική, τα οποία καταφέρνουν να υπερασπίζονται το ρόλο τους και δεν υποκύπτουν σε εκπτώσεις.
Από εκεί και πέρα απολαμβάνω το φαγητό που είναι εξαιρετικής ποιότητας, τόσο στην πόλη όσο και στα χωριά γύρω, τις παραλίες, και λατρεύω τη μοναδική θέα από το κάστρο που δεσπόζει πάνω απ’ την πόλη. Η Ναύπακτος, είναι για τη γυναίκα μου και για μένα, το δεύτερο σπίτι μας.
Ο συγγραφέας
O Δημήτρης Τερζής γεννήθηκε το 1974 στον Πύργο Ηλείας. Ασχολείται με τη δημοσιογραφία από το 1998 και έχει εργαστεί σε διάφορες εφημερίδες, ραδιοφωνικούς σταθμούς και περιοδικά. Από το 2013 ανήκει στο δυναμικό της Εφημερίδας των Συντακτών και ασχολείται με το πολιτικό-ερευνητικό ρεπορτάζ. Έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτων «Το τέλος μιας τέλειας μέρας» (Ιβίσκος, 2013) και «Θερισμός» (Ιωλκός, 2017), καθώς επίσης και το μυθιστόρημα «Η καρδιά του ελέφαντα» (Ιωλκός, 2019). Το «Ο παππούς στο τζάκι κι άλλες ιστορίες», είναι το τέταρτό του βιβλίο και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις.
Το βιβλίο
«Και μη σας κάνει εντύπωση που, αν και νεκρός, μιλάω σαν να ‘μουν ζωντανός». Ο παππούς επιστρέφει στο σπίτι μέσα σε μια όμορφη υδρία που τοποθετείται στο γείσο του τζακιού. Από κει μπορεί να βλέπει ολόκληρη την οικογένεια που έχει συγκεντρωθεί να τον τιμήσει. Και η ιστορία αρχίζει.
Κάπου στα σύνορα του Έβρου, ένας φαντάρος αδημονεί για την πολυπόθητη μετάθεσή του στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια μιας περιπόλου στο ποτάμι, πέφτει πάνω σε μια οικογένεια προσφύγων. Ένα όπλο μπλοκάρει και η ιστορία αρχίζει. Στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου ένας ασθενής περιμένει το μοιραίο, χωρίς να έχει υπολογίσει τις διαθέσεις ενός μηχανισμού υψηλής τεχνολογίας που είναι προγραμματισμένος να τον κρατήσει στη ζωή, επειδή «ο θάνατος είναι ένα λάθος, μια παρέκκλιση, ο θάνατος δεν είναι αποδεκτός». Και η ιστορία αρχίζει. Κάπου στη Σικελία, ο θάνατος και η ζωή συναντιούνται στη στροφή ενός επαρχιακού δρόμου την ώρα που ο τόπος ολόγυρα φλέγεται σαν την κόλαση του Δάντη, και, σ’ ένα ξενοδοχείο της εθνικής οδού, δύο άνθρωποι αποφασίζουν να περάσουν μαζί την τελευταία νύχτα του κόσμου.
Πάντα θα υπάρχει μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί. Ειπωμένη κάποιο βράδυ στην Κυψέλη, για ένα τέλος που περιμένουμε όλοι, στο πλευρό μιας Μηχανής που ρυθμίζει τα όνειρά μας, την ώρα που κάποιος έχει ήδη απαντήσει στο γνωστό ερώτημα: «Για ποιον χτυπά η καμπάνα;», με τη γνωστή απάντηση: «Χτυπά για σένα»…
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)