Το 2ο Λύκειο Ναυπάκτου και οι Εκδόσεις Πατάκη θα πραγματοποιήσουν αύριο Σάββατο 8 Φεβρουαρίου στις 19:00 στο αμφιθέατρο του 2ου Λυκείου εκδήλωση-συνάντηση με το συγγραφέα Ισίδωρο Ζουργό, με αφορμή το νέο του βιβλίο «Οι ρετσίνες του βασιλιά». Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο Πέτρος Πιτσιάκκας, φιλόλογος και διευθυντής του Λυκείου καθώς και ο συγγραφέας. Σήμερα ο κ. Ζουργός μιλά στην «ε» σε μία πρώτη εισαγωγική συζήτηση για το τι τον οδήγησε στη συγγραφή του συγκριμένου βιβλίου, για τη μοναξιά και τη σχέση της με την αποδόμηση εκείνου που κατείχε εξουσία, αλλά και τη συνομιλία του έργου με σπουδαία κλασικά κείμενα.
Ας ξεκινήσουμε με ένα πρώτο κοινό σε πολλές συνεντεύξεις συγγραφέων ερώτημα… Τι είναι αυτό που σας ενέπνευσε για να γράψετε το συγκεκριμένο βιβλίο;
Τα τελευταία χρόνια ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα το οποίο θα αποτύπωνε το πώς μία εξουσιαστική περσόνα, και δεν αναφέρομαι μόνο σε πρόσωπα που η εξουσία τους πηγάζει από την πολιτική, αλλά και σε εκείνη που προέρχεται από τα δύο φύλα ή τις σχέσεις του γονιού με το παιδί, το πώς λοιπόν αυτό το πρόσωπο βιώνει στο τέλος της ζωής του την κατάσταση τότε που το έδαφος χάνεται κάτω από τα πόδια του. Με λίγο πιο θεωρητικούς όρους, θα έλεγα, το πώς μία εξουσιαστική περσόνα νιώθει ότι αποδομείται σιγά σιγά κυρίως με το πέρασμα του χρόνου.
Στην περίπτωση του μυθιστορήματος, βέβαια, δεν είναι μόνο ο χρόνος αυτός που αποδομεί τον πρωταγωνιστή, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης.
Η μοναξιά του πρωταγωνιστή είναι και ο καθρέπτης του μέσα από τον οποίο θα δει τη ζωή που πέρασε;
Καταρχάς η μοναξιά είναι μία αναγκαστική συνθήκη η οποία τον ωθεί σε μία εσωτερική περιήγηση ώστε να νοηματοδοτήσει όλο αυτό το οποίο αισθάνεται τον τελευταίο καιρό. Η μοναξιά σε συνδυασμό με τη φύση, τις αναμνήσεις και γενικότερα με τη δύναμη της μνήμης θα είναι από τους βασικούς συντελεστές της συνειδητοποίησής του.
Αυτή η συνθήκη, το βίωμα της μοναξιάς, συνεπάγεται και την απώλεια των περισσότερων από τις εξουσίες που έχει ένας άνθρωπος;
Προφανώς η απώλεια των όποιων εξουσιών έχει άμεση σχέση με το συναίσθημα της μοναξιάς. Η απώλεια των εξουσιών είναι η βασική ώθηση που σπρώχνει έναν άνθρωπο να αναρωτηθεί για τις αιτίες όλων όσων βιώνει.
Ο φόβος της μοναξιάς όμως μπορεί να είναι και κινητήρια δύναμη για κάποιον…
Ο εθισμός στην εξουσία είναι ακριβώς αυτό. Ο άνθρωπος αρχίζει να προσπαθεί με κάθε τρόπο να παραμείνει γαντζωμένος επάνω της επειδή αισθάνεται ότι η απομάκρυνση από αυτήν έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια τη μοναξιά. Αυτή η μοναξιά όμως φέρνει και τη με βαθιά ρίγη συνειδητοποίηση της υπαρξιακής ερημιάς καθώς διάφορες αλήθειες ορθώνονται μπροστά στα μάτια του εκάστοτε βασιλιά.
Το χωριό στο οποίο ο πρωταγωνιστής μας ξεδιπλώνει την ιστορία του είναι το δικό σας χωριό, το χωριό κάποιους άλλου ή θα μπορούσε να είναι το χωριό όλων μας;
Είναι ένα χωριό επινοημένο για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του μυθιστορήματος. Είναι κατασκευασμένο από δικές μου παραστάσεις, που όμως δεν προέρχονται μόνο από έναν τόπο. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα άθροισμα από εικόνες και μνήμες ώστε να φτιαχτεί ένα ελληνικό χωριό κατάλληλο να πλαισιώσει τη δράση του μυθιστορήματος. Εκτός από το ίδιο το χωριό, αυτό καθαυτό, κι ο άλλος τόπος, η Πέρα Χώρα, η οποία είναι ας πούμε ο προοδευμένος τόπος, έχει κι αυτός τη σημασία του και έχει φτιαχτεί ακριβώς με τον ίδιο τρόπο με το χωριό όπου κυρίως διαδραματίζεται η ιστορία μας.
«Οι ρετσίνες του βασιλιά είναι ένα μυθιστόρημα νόμισμα», θα διαβάσουμε στην περιγραφή του οπισθόφυλλου. Έχει πάντα δύο όψεις ή αναγνώσεις η ιστορία σας, όπου η μία έρχεται σε αντίθεση με την άλλη, τη συμπληρώνει, τι ακριβώς συμβαίνει;
Η έννοια του νομίσματος έχει να κάνει με τις δύο όψεις, όπου θα πρέπει να φανταστείτε ταυτόχρονα και μια περιστροφή του στον αέρα. Η μία όψη είναι η συνομιλία του μυθιστορήματος με τον σαιξπηρικό κόσμο και τον βασιλιά Ληρ, μιας και ο Σαίξπηρ πριν από τόσα χρόνια είχε την ιδέα να αποδώσει με τον τραγικότερο τρόπο την αποδόμηση ενός εξουσιαστικού προσώπου. Η άλλη είναι η συνομιλία με ένα άλλο κλασικό κείμενο τον Γαργαντούα του Ραμπελαί, με τον οποίο επίσης το μυθιστόρημα έχει στενή σχέση εσωτερική και εξωτερική.
Οι λέξη ρετσίνες του τίτλου έχουν λοιπόν να κάνουν με τον Ραμπελαί, ενώ ο βασιλιάς με τον Ληρ. Είναι η προσπάθεια του ήρωα να ξεφύγει από τη μοίρα του Ληρ που τον ωθεί στον ξέγνοιαστο αναγεννησιακό κόσμο του Ραμπελαί, αυτόν της χωρίς ενοχή απόλαυσης.
Γράφει ο Κ. Γιαννακίδης στο protagon.gr για το βιβλίο σας και εσάς πως «Αν το έγραφε στα 70 του, θα μπορούσε μετά να πετάξει τα μολύβια του, δεν θα χρειαζόταν να γράψει τίποτα άλλο», εστιάζοντας κυρίως στην εσωτερική αναζήτηση που διακατέχει το συγκεκριμένο έργο. Πως το σχολιάζετε;
Ο κάθε συγγραφέας δεν θέλει με τίποτα να πιστέψει πως αυτό που έκανε είναι ίσως το τελευταίο του βιβλίο. Δεν μπορεί ακόμα να θεωρήσει πως κι αν ακόμα έφτασε σε μια ανώτερη ποιότητα, δεν υπάρχει η δυνατότητα το επόμενο να ξεπεράσει το προηγούμενο. Ο κ. Γιαννακίδης είναι ένας δημοσιογράφος που έχει παρακολουθήσει τα τελευταία χρόνια πολύ στενά όλη μου τη καλλιτεχνική δημιουργία. Νομίζω πως η άποψή του σε σχέση με το βιβλίο έχει να κάνει με την εσωτερικότητα και την ειλικρίνεια του συγγραφέα να αποτυπώσει μύχιες σκέψεις και φόβους. Εγώ, πάντως ούτε θέλω ούτε έχω πρόθεση να αφήσω στην άκρη το μολύβι μου…
Εκπαιδευτικός στο επάγγελμα, οπότε μια καλή ευκαιρία να μας δώσετε τη ματιά σας για τη θέση του βιβλίου στο σχολείο. Ποια είναι;
Ως δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση η εμπειρία μου έχει να κάνει κυρίως με τα παιδιά του δημοτικού, όμως στα θέματα της ανάγνωσης έχω εικόνα και γνώμη για το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Το λύκειο είναι το μέρος όπου συντελείται η καρατόμηση της όποιας αναγνωστικής συνείδησης έχει χτιστεί τα προηγούμενα χρόνια. Ο θεσμός των πανελλαδικών εξετάσεων είναι ολέθριος για τις αναγνώσεις «ελευθέρας βοσκής», όπως τις ονομάζω εγώ, αυτές δηλαδή τις ενασχολήσεις με τα κείμενα που πυροδοτούν τη φαντασία και τη δημιουργικότητα.
Προφανώς και χρειαζόμαστε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που να είναι ανοιχτό και να τροφοδοτεί τις ελεύθερες αναγνώσεις. Σε ό,τι αφορά στο δημοτικό, υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες για την αφετηρία συγκρότησης μίας αναγνωστικής ιστορίας στη συνείδηση των παιδιών. Είναι όμως πολύ σημαντικό να έχουμε και τη στήριξη της πολιτείας με την ίδρυση περισσότερων παιδικών βιβλιοθηκών, αλλά ταυτόχρονα και με την παροχή κινήτρων στους εκπαιδευτικούς ώστε να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο σε αυτό που λέμε ανάγνωση και σχέση με το βιβλίο.
Και κλείνοντας ένα ερώτημα που θέτουμε σε κάθε επισκέπτη της πόλης μας. Όταν ακούτε τη λέξη Ναύπακτος τί σας έρχεται στο μυαλό;
Πριν έρθω στη Ναύπακτο για πρώτη φορά, κάτι που συνέβη πριν από περίπου οκτώ χρόνια, το πρώτο πράγμα που μου ερχόταν στο μυαλό ήταν η γνωστή ναυμαχία. Ήταν νομίζω αναμενόμενο για έναν άνθρωπο όπως εγώ, που έχει σχέση με την ιστορία και αυτό είναι έκδηλο στα μυθιστορήματά μου, να είναι η Ναύπακτος συνδυασμένη με το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός. Ύστερα από εκείνη την πρώτη μου επίσκεψη, η λέξη Ναύπακτος, και το λέω απερίφραστα, είναι ταυτισμένη με την ομορφιά της.
Το βιβλίο
Κάποιο απόγευµα του φθινοπώρου, ένας ηλικιωµένος άντρας κάνει την εµφάνισή του στο χωριό. Μερικοί τον αναγνωρίζουν και ισχυρίζονται πως τον είχαν δει τον προηγούµενο χειµώνα να επιθεωρεί τις εργασίες στον πύργο, αυτόν που στέκεται στο τέρµα της µεγάλης ανηφόρας.
Οι “Ρετσίνες του βασιλιά” είναι ένα µυθιστόρηµα νόµισµα. Στη µια του όψη ένας αναµαλλιασµένος γέροντας που κάποτε ήταν βασιλιάς. Στην άλλη ένας κοιλαράς που µοιάζει να είναι ο Γαργαντούας ή ένας γεωργός που χαµογελάει βαστώντας στο χέρι ένα κρασοπότηρο.
Ο αφηγητής στρίβει το νόµισµα στον αέρα, κι αυτό, καθώς περιστρέφεται, φανερώνει µέσα από γράµµατα και µυστικά οικογενειακές ιστορίες και εικόνες µιας χώρας αµήχανης, βουτηγµένης στην ανεργία και στη νέα µετανάστευση.
Στη διάρκεια ενός χρόνου -όσο κρατάει το µυθιστόρηµα-, πίσω απ’ τις κουρτίνες της κάθε µέρας ελλοχεύει ο σαιξπηρικός κόσµος ως αδιάγνωστη ασθένεια: πύργοι, βασιλιάδες, κόρες, γελωτοποιοί, εξουσία, προδοσία, αίµα…
Όλα αυτά ώσπου το νόµισµα να πέσει στη γη, εκεί στη χθόνια σαγήνη της γονιµότητας και του τάφου. Εκεί στο χώµα-χωριό ο γερο-Έξαρχος, ο επισκέπτης του φθινοπώρου, καθώς τον αποδοµεί ο χρόνος, παίζει το τελευταίο του χαρτί. Στο καφενείο, µπρος στα µεθυσµένα γέλια, εκλιπαρεί για την τελευταία ευκαιρία που θα του χαρίσει την ανακαίνιση του κόσµου µέσα από τη θαλπωρή του κρασιού, της σάρκας και της αγάπης.