11.1 C
Nafpaktos
Sunday, November 24, 2024
spot_img
spot_img

Λαογραφικά & ιστορικά της Ρούμελης: Διάφορα εργαλεία Γεωργικά, Ποιμενικά, Τυροκομικά

spot_img

Γράφει η Σπυριδούλα Πιά 

Τα εργαλεία τα είχαν σε ειδικό χώρο και κάποια και στην κουζίνα. Τέτοια εργαλεία ήταν: Το αλέτρι, ο ζυγός, η βονκάντρα, το υνί, το δραύλι (το λέγανε και δάρτη).

Αλέτρι: Το αλέτρι ήταν αυτό που έκανε το χωράφι, ήταν φτιαγμένο από τα εξής μέρη: χειρόλαβα, κοντάρι, σταβάρι, παράβολο και το κλειδί. Στην άκρη του κονταριού έμπαινε το παράβολο για να σκορπίζει τα χώματα και μετά το υνί. Το υνί έπρεπε να είναι μυτερό για να σκίζει το χώμα για το όργωμα. Όταν δούλευε αρκετά η μύτη του κρυβόταν και το πήγαινε συχνά ο γεωργός στον σιδηρουργό για να το ξανακάνει καινούργιο.
Ζυγός: Τον ζυγό τον περνούσαν στο λαιμό των βοδιών, για να μπορούν τα βόδια να σέρνουν τ’ αλέτρι. Ο ζυγός είχε τα εξής τμήματα: Τις ζεύγες, τα επιζεύγια και το λεγόμενο γόνατο.
Βουκέντρα: Τη χρησιμοποιούσε ο ζευγολάτης να κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν και να ξεχωματιάζει τα χώματα.
Δραύλι ή Δάρτης: Δύο ξερά ξύλα που τα συγκρατούσε ένα σχοινί γερό για να χτυπάνε τις ρόκες του καλαμποκιού για να βγαίνουν οι σπόροι και τις φοκίστρες, φασολίστρες κ.λπ. για να παίρνουν τον καρπό.
Βεδούρα: Το μικρό ξύλινο δοχείο που βάζουν μέσα το γάλα για να το μεταφέρουν. Η βεδούρα είχε και χερούλι (αρβάλι) για να μεταφέρεται εύκολα.
Καρδάρα: Μικρότερο ξύλινο δοχείο που αρμέγουν μέσα το γάλα.
Κούτουλας: Ξύλινο δοχείο για να μεταγγίζουν το γάλα. Είχε και χερούλι.
Αλεύρι: Όταν ψωνίζανε είχανε το σιτάρι καθαρισμένο αφού το πλένανε, μετά το στέγνωναν και το πήγαιναν στον μύλο για να το αλέσουν. Δίνανε εντολή να γίνει πολύ ψιλό. Μετά το περνούσαν από τη σίτα (κρισάρα) το βάζανε στο κασόνι και ήταν έτοιμο. Μ’ αυτό το αλεύρι, έκαναν ψωμί, λειτουργίες κ.λπ..
Μαγιά: Έκανε την μαγιά ως εξής: Έπαιρνε την λίγη μαγιά που είχε φυλαγμένη και επειδή ήτανε ξερή την εζύμωνε με νερό και αλεύρι σε μια μικρή λεκάνη, την άφηνε και σε λίγες ώρες το ζυμάρι ήταν έτοιμο. Έβαζε τότε όσο χρειαζότανε και ζύμωνε το ψωμί. Το έψηνε στη γάστρα.

Ποιμενικά σκεύη
Τσαντήλες: Αραχνοΰφαντο, βαμβακερό ύφασμα για να στραγγίζει το πηγμένο γάλα για να γίνει τυρί.
Πυτιές: Αυτές τις έκαναν από τα αρνιά ή κατσίκια του γάλακτος. Βγάζουνε την άκρη από το στομάχι και αυτό ήταν η πυτιά που την κρεμούσανε να στραγγίσει και να στεγνώσει. Όταν ήταν έτοιμη κόβουνε ένα κομματάκι απ’ αυτή το ζυμώνουνε με λίγο γάλα και το μίγμα αυτό το ρίχνανε στο γάλα που θα έπηζαν. Σε λίγη ώρα το γάλα έπηζε. Μετά το ρίχνανε στις Τσαντίλες, τις κρεμούσανε να στραγγίσει το τυρί.
Κλειδοπίνα: Ξύλινο πελεκημένο δοχείο που σκέπαζε καλά στο πάνω μέρος με όμορφο εφαρμοστό καπάκι. Σ’ αυτό έβαζαν φαγητό και το στέλνανε στον τσοπάνη. Δεν χυνότανε στην μεταφορά.
Καυκιά: Παρόμοιο δοχείο για να μπαίνει μέσα ξερή τροφή (τυρί, αυγά βρασμένα κ.λπ.).
Κούπα ξύλινη: Βάζανε μέσα κάποιο ζεστό, όταν κάποιος ήταν αδιάθετος για να πιεί. Ήταν όμορφα σκαλισμένη. Λεγόταν και χουλιάρα και χ ουλιάρι.

Τυροκομικά σκεύη
Τα τυροκομικά σκεύη ήταν η Καράμπα, ο Κόφτης που λεγότανε και Ταβλαμπάς και ταβλαμπόξυλα. Ήταν ακόμα και ο Τάλαρος, η Ταλάρα, το Ταλαράκι, η βεδούρα, η καρδάρα, οι τσαντήλες, οι πυτιές, οι κουτάλες κ.λπ..
Καράμπα: Την καράμπα την έφτιαχνε ο τεχνίτης με δούγες. Την έφτιαχνε στενή με αρκετά πλατειά κορυφή. Στην καράμπα ρίχνανε το γάλα που έπρεπε να κοπανιστεί για να βγει το βούτυρο. Ο κόφτης στο κάτω μέρος ήταν στρογγυλός και μεγάλος, όσο και ο πάτος της καράμπας είχε δε πολλές τρύπες για να μπαινοβγαίνει το γάλα, όταν κοπανιζόταν έριχναν το γάλα στην καράμπα και άρχιζε το κτύπημα με τον κόφτη. Με τα χτυπήματα άρχιζε να χωρίζει το βούτυρο. Η καράμπα και το καραμπόξυλο λεγότανε και ταμπλαμπάς και ταβλαμπόξυλο.
Ταλάρα – Ταλάρος – Ταλαράκι: Στα ταλάρια βάζανε το τυρί. Την κασέλα έφτιαχνε ειδικός τεχνίτης. Μπαούλα. Μπάντα στον τοίχο συνήθως με ράφια. Ντουλάπι. Μεσάνδρα. Για τα γλυκά και τα γναφικά των σπιτιών.

Χωρίσματα κατοικίας ανθρώπων και χωρίσματα κατοικίας ζώων
Το σπίτι χωριζόταν σε δύο μέρη. Την σάλα και την κουζίνα στο επάνω πάτωμα. Το κάτω ήταν χωρισμένο σε αποθήκη κρασιών, αποθήκη τροφίμων. Για τα ζώα υπήρχαν: Αποθήκη για σανό ζώων, στάβλος μικρών ζώων, στάβλος μεγάλων ζώων, κουμάσι γουρουνιού, μικρός χώρος σκυλόσπιτου.
Κατώι: Αποθήκη Τροφίμων, ανθρώπων και ζώων. Σ’ αυτήν την αποθήκη είχαν ένα μικρό κασόνι, που είχε το υπόλοιπο καλαμπόκι και σιτάρι του σπιτιού και διάφορα άλλα συναφή, ρόβη, κριθάρι, υλικό για τα ζώα και διάφορα όσπρια: φασόλια, φακές, ρεβίθια, κουκιά κ.λπ.. Στον τοίχο της αποθήκης η νοικοκυρά κρεμούσε διάφορα Τσαντηλαράκια για να προφυλάσσονται από τα ποντίκια. Επίσης, στον τοίχο είχαν κρεμασμένες αρμάθες από λουβιά (είδος φασολιών), εν συνεχεία ήταν άλλο διαμέρισμα στο κατώι με τα κρασιά.
Κρασαποθήκη: Σ’ αυτόν το χώρο στη μέση ήταν μια μεγάλη κάδη, που πατούσαν τα σταφύλια για να βράσει το κρασί. Πιο μέσα είχαν το πατάρι που είχαν τοποθετημένα τα βαρέλια ανάλογα με τα σταφύλια και το κρασί που κάνανε, πιο δίπλα είχαν ένα μικρό βαρελάκι για το ρακί που κάνανε από τα τσίπουρα. Το λεγόμενο Ρακοβάρελο ή ρακοβούτσι.
Αποθήκη για τα σανά των ζώων: Εκεί ήταν αποθηκευμένα τριφύλλι, σανός, φακίστρες, ροβίστρες, φασολίστρες κ.λπ.. Με αυτά ταΐζανε τις νεογέννητες κατσίκες και προβατίνες.
Μικρός στάβλος ζώων (Τσάρκο): Σ’ αυτό το χώρο είχαν τον τσάρκο των μικρών ζώων. Εκεί είχαν τα μικρά κατσικάκια και αρνάκια, ώσπου να μεγαλώσουν και να είναι έτοιμα να πουληθούν και να σφαγούν.
Στάβλος Μεγάλων Ζώων με τα Παχνιά τους:
Το Μουλάρι, τα βόδια. Αν δεν είχαν μουλάρι, τότε είχανε γαϊδούρι. Επίσης, είχανε στάβλο για μικρά ζώα (κατσίκες, προβατίνες) και κατόπιν ακολουθούσε ο στάβλος του γουρουνιού.
Ο Στάβλος του γουρουνιού: Λεγότανε κουμάσι, αυτόν τον αφήνανε τελευταίο γιατί πάντα ήτανε λερωμένος και γεμάτος ακάθαρτα νερά.
Τα δοχεία αυτά τα έφτιαχνε τεχνίτης με δούγες και τα χρησιμοποιούσαν για να βάζουν το τυρί, που αλατίζανε.     
Στο μικρό ταλαράκι βάζαν μικρή ποσότητα τυριού για καθημερινή χρήση. Στον τάλαρο την μεγάλη ποσότητα και γέμιζε ο τάλαρος.
Όταν γέμιζε η ταλάρα την σκεπάζανε για να γίνει το τυρί για να το ανοίξουν της Παναγίας, τον Δεκαπενταύγουστο για να τα πουλήσουν. Μετά άρχιζαν να γεμίζουν άλλη ταλάρα κ.λπ..
Αυτό γινόταν, όταν είχαν μεγάλο κοπάδι, αλλιώς χρησιμοποιούσαν τον τάλαρο όταν άνοιγε η μεγάλη ταλάρα, το τυρί ή θα το πουλούσανε ή θα το βάζανε στα τουλούμια (δεμάτια για τον χειμώνα).
Καλύβι: Πρόχειρο κατασκεύασμα για το καλοκαίρι κυρίως. Αφού καθάριζαν καλά τον χώρο, κάρφωναν ένα μεγάλο δοκάρι στο έδαφος. Γύρω – γύρω από αυτό το δοκάρι κάρφωναν άλλα μικρότερα.
Για το καλοκαίρι το σκέπαζαν με κλαδιά από έλατα και από πάνω με φτέρες για να μην περνάει ο ήλιος.
Αν έμεναν για περισσότερο καιρό το σκέπαζαν με καλαμιές από σιτάρι για να κρατήσει την βροχή.
Τον χειμώνα κατέβαιναν οι βοσκοί στο κανονικό τους καλύβι, που είχε πόρτες και παράθυρα.
Τσάρκος: Μικρός κλεισμένος χώρος γύρω-γύρω με πασσάλους, πλεγμένους με κλαδιά για να μένουν τα μικρά αρνιά, να μην τα καίει ο ήλιος.
Στάλος: Μικρά μικρά ελατάκια πελεκημένα γύρω-γύρω και από πάνω έριχναν κλαδιά από έλατο και φτέρες για να έχουν ίσκιο τα πρόβατα.
Τσάρκος: Μικρό χωρισματάκι για μικρά αρνάκια και κατσικάκια. Τα ’βαζαν στο χώρο όλη την ημέρα και το βράδυ όταν γύριζαν οι μανάδες τους από την βοσκή τ’ άφηναν. Εκεί έμεναν ώσπου να μεγαλώσουν και να πουληθούν.
Κοσμάρι: φαγητό των βοσκών κυρίως. Έβαζαν σε μια κατσαρόλα φρέσκο τυρί (γινωμένο λίγο) να είχε πήξει την προηγούμενη ημέρα (και να έχει κάνει τρυπίτσες). Το ανακάτευε με μια ξύλινη κουτάλα να λιώσει καλά. Κατόπιν έριχνε μπομποτάλευρο και συνέχιζε ν’ ανακατεύει. Όταν ήταν έτοιμο ήταν σαν πηχτή ζύμη και έβγαζε βούτυρο τόσο πολύ που έφθανε στη μέση της κατσαρόλας. Τότε το κατέβαζε και το σέρβιρε. Ήταν πολύ νόστιμο.
Υπήρξε ζωοκλοπή την οποία σταμάτησε, κατά μεγάλο μέρος, ο οπλαρχηγός Φαρμάκης.
Ο κάθε νοικοκύρης έκανε το στάβλο του κάπως μακριά. Το κουμάσι για το γουρούνι ονομαζόταν Αβουρό. Εκεί εκτός από στάβλο έχουν και το κοτέτσι για τις κότες τους.
Είχαν πάντα 2-3 σκύλους καλής ράτσας, για τους ζωοκλέφτες και τις αλεπούδες.

Γεωργικά εργαλεία
Σφυρί: Για να καρφώνουν και να βγάζουν διάφορες πρόκες.
Σκεπάρνι: Πολύ χρήσιμο εργαλείο του σπιτιού ιδιαίτερα την εποχή εκείνη. Πελεκούσαν ξύλα, κάρφωναν ξεκάρφωναν, ήταν ένα αναγκαίο εργαλείο.
Βαρειά: Ήταν ένα κοντό σφυρί, αλλά ήταν πολύ βαρύ για να σπάνε πέτρες, ήταν από 5-10 κιλά. Με την βαριοπούλα, όπως λέμε, έσπαζαν πέτρες κυρίως όταν έκτιζαν σπίτια.
Λοστός ή Λοστάρι: Μακρύ, κάπως χονδρό και σιδερένιο. Μ’ αυτό βγάζανε τις πέτρες από το χωράφι όταν έμπαιναν για όργωμα και γενικά βγάζανε τις μεγάλες πέτρες.
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»

spot_img
Newspaper WordPress Theme
spot_img
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme

Περισσότερα

Newspaper WordPress Theme