Γράφει η Σπυριδούλα Πιά
Όταν μιλάμε για λαϊκή ζωγραφική, εκφέρουμε μια κρίση που σημαίνει ότι γνωρίζουμε πως η τέχνη αυτή έχει ιδιαίτερα ειδικά χαρακτηριστικά που στοιχειοθετούν αυτή την ιδιαιτερότητα.
Την εποχή που οι νεοέλληνες ασκούσαν την τέχνη αυτή, θεωρούσαν απλά ότι ήταν μια τέχνη παρόμοια με τις άλλες, γι’ αυτούς ήταν μόνο η τέχνη της εποχής. Η εποχή αυτή ήταν ο 18ος και 19ος αιώνας και εκφράζει καλλιτεχνικές απαιτήσεις εκείνης της εποχής.
Υπάρχει όμως, ακόμα ένας παράγοντας που καθορίζει της τάση μας σχετικά με την τέχνη κάθε εποχής. Όταν σήμερα λέμε πως μια τέχνη είναι Λαϊκή, από αυτήν και μόνο την εκτίμησή μας την οριοθετούμε σε αντίθεση με κάποιαν άλλη καλλιτεχνική δραστηριότητα που δεν είναι λαϊκή. Στην περίπτωση αυτή η δραστηριότητα που εννοούμε είναι η «λόγια». Για να καταστήσουμε σαφέστερα τα ιστορικά όρια που εντοπίζεται η τέχνη που μας απασχολεί, πρέπει μάλλον να τη δούμε σαν τον «λαϊκό» κλάδο της παραδοσιακής τέχνης της Τουρκοκρατίας, που την αποκαλούμε συνήθως «μεταβυζαντινή». Η μεταβυζαντινή τέχνη είναι η συνέχεια της Βυζαντινής. Από τον 17ο αιώνα η λόγια τέχνη εκτοπίζεται και ο λαϊκός κλάδος της παραμένει σαν η μοναδική τέχνη στην Ελλάδα, κι αυτό αποτελεί μια από τις κυριότερες ιδιομορφίες της.
Οι λαϊκές τάξεις, δηλαδή οι κάτοικοι των χωριών αλλά και των περιθωριακών συνοικιών των πόλεων, διατηρούν σαν μοναδικούς φορείς τις μορφές του εθνικού πολιτισμού, που είναι στις μέρες μας «Λαϊκός». Είναι λάθος, κατά τη γνώμη μου, να οριοθετούμε χρονιά τη «Λαϊκή Ζωγραφική» και γενικά τη Λαϊκή Τέχνη.
Η λαϊκή ζωγραφική είναι έμφυτη στον άνθρωπο, δεν έχει κανόνες, συμμετρίες κ.λπ., ζωγραφίζει ελεύθερα όπως νοιώθει και αυτό που βλέπει. Δεν εξιδανικεύει το αντικείμενό του, δεν το ωραιοποιεί ή δεν το υποτιμάει. Είναι γνήσιο το έργο του, βεβαίως επηρεάζεται άμεσα το γεγονός, π.χ. ο πόλεμος, μια καταστροφή, οι μεγάλες γιορτές, ο γάμος, το πανηγύρι και αυτό ζωγραφίζει.
Ο Π. Ζωγράφος αναφέρει ότι όταν ο Μακρυγιάννης του έδωσε να ζωγραφίσει τις μάχες του 1821, ο ίδιος δεν γνώριζε ακριβώς την απεικόνιση, γιατί βρισκόταν και ο ίδιος μέσα στη μάχη, επομένως δεν έβλεπε πως ακριβώς ήταν οι εικόνες αυτές, δεν είχε ορατότητα. Αυτό υποκειμενικά είναι εντελώς λάθος. Πρώτον, διότι εφόσον ήταν μέσα στη μάχη είχε ιδία αντίληψη για ποιους πολεμούσε, ποιο σύστημα ακολουθούσαν, ποια ήταν η διάταξη των Ελληνικών στρατευμάτων και ποια των Τούρκων, ποιες ήταν οι θέσεις τους και ποια η αριθμητική τους δύναμη. Δεύτερον, και κυριότερο ο Μακρυγιάννης ήταν στρατηγός και δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι οι στρατηγοί σχεδιάζουν την κατάταξη του πολέμου, το σύστημα και τις θέσεις που πρέπει να πάρουν. Συνεπώς, γνώριζε άριστα αυτά που είπε στον Π. Ζωγράφο για να ζωγραφίσει τους εξαιρετικούς από κάθε άποψη πίνακές του. Μέσα από τη λαϊκή ζωγραφική, μας έκανε αυτόπτες μάρτυρες σχεδόν αυτού του αγώνα και θαυμάζουμε ως σήμερα το μεγαλείο του. Προσωπικά πιστεύω ότι κάθε ζωγραφική ουσιαστικά είναι «Λαϊκή» πότε ένας Κινέζος, π.χ. δεν θα ζωγραφίσει μια ευρωπαϊκή οικογένεια με ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, θα προσπαθήσει να της δώσει κινέζικη εικόνα, αυτό που είναι και το βίωμά του.
Ποτέ ένας Αφρικανός δεν θα ζωγραφίσει έναν λευκό Χριστό στο Σταυρό, να ζωγραφίσει έναν μαύρο Χριστό ή ένας Εσκιμώος θα κάνει έναν Εσκιμώο Χριστό. Ένας Έλληνας δεν θα ζωγραφίσει μια μαύρη Παναγία, αλλά μια Ελληνίδα με ελληνικά χαρακτηριστικά.
Π.χ. βλέπουμε σε πίνακες του Ντελακρουά το Ναγκασάκι κ.λπ., ότι έχουν θέμα ελληνικό, αποδίδουν το δράμα σωστά, μα όταν προσέξουμε καλύτερα θα δούμε ότι έχουν δυτική φορεσιά, δυτικά χαρακτηριστικά στην κίνηση. Έτσι όλοι ζωγραφίζουν λαϊκά, αυτό που ζουν στις κοινωνίες τους αυτό που είναι.
Ο λαϊκός ζωγράφος δεν θα του δώσει την τέχνη που έχει η λόγια ζωγραφική που διδάχθηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, ο λόγιος ζωγράφος. Ο λαϊκός ζωγράφος θα του δώσει το πραγματικό γεγονός, έτσι όπως το βίωσε. Είναι το αυθόρμητο, το γνήσιο, που δεν χρειάζεται δάσκαλο, γιατί τον δίδαξε η φύση.
Είναι αυτό που λέει ο Επίκουρος μακριά από την εκπαίδευση, ο αυτοδίδακτος είτε ζωγράφος, είτε συγγραφέας, θα χάσει το γνήσιο αυτό που βγαίνει από την ψυχή του και τη ζωή του, το αυθόρμητο.
Λαϊκή ζωγραφική
Ο λαϊκός ζωγράφος με τη ζωγραφική του εκφράζει την καλλιτεχνική του ευαισθησία, ερμηνεύει με τη φαντασία του θέματα από το περιβάλλον του. Εμπνέεται από τη φύση, την παράδοση, από τους μύθους και τους θρύλους, τον ηρωισμό της Επανάστασης του 1821. Ο λαϊκός ζωγράφος και τι δε ζωγράφιζε!
Χωριά, βουνά, γάμους, πανηγύρια, καράβια και γοργόνες, ζώα, λουλούδια και πουλιά. Σ’ όλα υπάρχει η δική του απλοϊκή τέχνη, η δική του σφραγίδα, η φαντασία του, το μεράκι του που αποτυπώνονται στο έργο του. Θα εξωτερικεύσει τη χαρά του με έντονα χρώματα, τη λύπη του με σκούρα. Τίποτε δεν είναι κρυφό και μυστήριο, όλα είναι διάφανα, καθαρά.
Σπουδαίο ρόλο στη λαϊκή ζωγραφική έχει η αγιογραφία, σε Εκκλησίες και Μοναστήρια, υπάρχουν έργα ανεκτίμητης αξίας στα Μουσεία, όπως στο Βυζάντιο! Ιδιαίτερα την περίοδο της Τουρκοκρατίας η λαϊκή ζωγραφική συνδύασε την αγιογραφία με την αργυροχοΐα. Εικόνες με πρόσωπα αγιογραφημένα και η απόληψη γινόταν με φύλλα από ασήμι ή χρυσό εξαιρετικά περίτεχνα. Η αργυροχοΐα και η εκκλησιαστική ζωγραφική έφθασαν σε μεγάλο βαθμό τελειότητας και σ’ άλλα εκκλησιαστικά είδη, π.χ. Άγια Δισκοπότηρα, Ευαγγέλια κ.λπ.. Η λαϊκή τέχνη στη Ρούμελη και στην Ήπειρο, γενικότερα η Ελληνική, μεταδόθηκε στην Τουρκία, στα Βαλκάνια, στην Ιταλία, στην Αυστρία και σε πολλές αγορές της Ευρώπης, ιδιαίτερα από την Ήπειρο.
Οι λαϊκοί ζωγράφοι, φιλοτεχνούσαν τις οροφές των σπιτιών, των πλουσίων τσιφλικάδων γαιοκτημόνων κ.λπ., καθώς και τους τοίχους των Εκκλησιών (Τοιχογραφίες), όπως σε κάποια αρχοντικά υπάρχουν ακόμα δείγματα αυτής της τέχνης. Ζωγράφιζαν, επίσης, και τα δικά τους σπίτια με απλά σχέδια, τις κασέλες, με λουλούδια, τους καθρέφτες και άλλα οικιακά αντικείμενα.
Πρέπει εδώ να αναφέρουμε ότι στη Ρούμελη υπάρχουν πάρα πολλοί και καλοί λαϊκοί ζωγράφοι και αργυροχρυσοχόοι, που δυστυχώς δεν είναι γνωστοί. Δείγματα υπάρχουν στην Μονή Παναγίας Προυσιώτισσας. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας εἶναι τύπου Ὁδηγήτριας καὶ εἶναι ἐπιχρυσωμένη μὲ ἀργυροεπίχρυση ἔνδυση, δῶρο τοῦ στρατηγοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη ποὺ φιλοξενοῦνταν στὴ Μονὴ τὴν περίοδο τῆς ἐπανάστασης τοῦ 1821 μ.Χ. Τὴν ἔνδυση, τὴν κατασκεύασε ὁ χρυσοχόος Γεωργίος Καρανίκας τὸ 1824 μ.Χ., ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ ἀνάγλυφη ἐπιγραφὴ πάνω ἀπὸ τὸν δεξιὸ ὦμο τῆς Παναγίας: «Ἡ Παντάνασσα. Δὶ ἐξόδων τοῦ γενναιοτάτου στρατηγοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη, χειρὶ Γεωργίου Καρανίκα, 1824».
Σε όλα τα σπίτια υπήρχαν περίφημες εικόνες από απλούς λαϊκούς Αγιογράφους, που συχνά ήταν Ιερείς (δεν έχουμε τα ονόματά τους, διότι απαγορευόταν). Στα ορεινά καλούσαν Αγιογράφους ή ζωγράφους όπου τους κρατούσαν εβδομάδες στα σπίτια τους για να ζωγραφίσουν, κυρίως τα χωριά τους και όχι μόνον. Σε πολλά σπίτια, Εκκλησίες, Μοναστήρια κυρίως, υπάρχει πλήθος απ’ αυτές τις εικόνες. Συνδυασμός Λαϊκής αργυροχοΐας και αγιογραφίας.
Σε όλα τα χωριά των Κραβάρων υπήρξε εξαιρετική Αργυροχοΐα.
Λαογραφικό Μουσείο «Ιωάννης Φαρμάκης»
Αποδοτίας – Ορεινής Ναυπακτίας