Γράφει η Σπυριδούλα Πιά
Λαϊκός τραγουδιστής της Δημοτικής Μουσικής στο Μεσολόγγι
O Μπαταριάς ήταν ιδιαίτερα γνωστός στο Μεσολόγγι και αργότερα έγινε και ευρύτερα γνωστός στην Στερεά Ελλάδα. Σημαντικοί ποιητές και άλλοι καλλιτέχνες, ασχολήθηκαν με την προσωπικότητά του.
Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, όπου εξυμνεί τον Μπαταριά, ως ένα μεγαλείο το τραγούδι του, γεμάτο ηρωισμό και λυρική ομορφιά.
Ο Κ. Καρυωτάκης θα τον αποκαλέσει «θαυμάσιο» και ο Αλ. Πάλλης τον χαρακτήρισε «γνήσιο και γλυκόχυμο καρπό από το δένδρο της Λαϊκής ζωής». Κάποιοι θεωρούσαν ότι ο Μπαταριάς ήταν φανταστικό πρόσωπο του ποιητή. Αυτό είναι λάθος, διότι ο Μπαταριάς ήταν υπαρκτό πρόσωπο με λεβέντικη φυσιογνωμία, αλλά κυρίως το παραπονιάρικο τραγούδι του που είχε συγκινήσει όχι μόνο το Μεσολόγγι, αλλά όλους τους Ρουμελιώτες της εποχής του, και ιδιαίτερα εκείνων που διέθεταν στο Μεσολόγγι, πλούσια πνευματική παράδοση και κρατούσαν από εκεί.
Ο Μπαταριάς, ο ξακουστός, είχε γεννηθεί στο Ευηνοχώρι, της Αιτωλίας! (Το Ευηνοχώρι πριν και μετά το 1821 ανήκε στην Αποδοτία και από εκεί άρχιζε, σύμφωνα με τα αρχεία του Δήμου Αποδοτίας, η εμβέλειά της. Τότε ονομαζόταν Αποδοτία και κατόπιν αυθαίρετων και ανιστόρητων ανακατατάξεων χωρίστηκε και το μεγαλύτερο μέρος και επονομάσθηκε «Απόκουρο» και έτσι ονομάζεται ως σήμερα. Το τμήμα της Αποδοτίας σήμερα ενοποιήθηκε, από το 1997, με την Οφιονεία και αποτελεί τον Δήμο Αποδοτίας, αλλά ελπίζουμε ότι αργότερα θα διαχωριστούν πάλι σε δύο Δήμους, όπως ίσχυε από την αρχαιότητα). Επανέρχομαι στον Μπαταριά μετά από την παρένθεση για το Ευηνοχώρι, τον τόπο καταγωγής του. Ο στενός φίλος του ποιητής Νίκος Βέης, ερεύνησε τη ζωή του Μπαταριά και μας λέει: «Δεν ήταν μόνο χαροκόπος, μα καθώς μου τον ιστορούν και φρόνιμος και στοχαστικός άνθρωπος, τίμιος και καλοπροαίρετος χαρακτήρας.
Πρώτος ο Κωστής Παλαμάς, στους «Καημούς της Λιμνοθάλασσας» ύμνησε τον τρανό Μπαταριά. Μα κι ο Νίκαρος, Βιολιντζής στην Τρισεύγενη του Παλαμά είναι ο Μπαταριάς εξιδανικευμένος. Όπως στο τραγούδι του Μαλακάση, έτσι και στο δράμα του Παλαμά ζωγραφίζεται ο Μπαταριάς συμβουλάτορας, κι’ έτσι να πούμε ηθικολόγος όπως και στην πραγματικότητα ήτανε τρανός λαϊκός καλλιτέχνης του Μεσολογγίου.
Ο Θανάσης Μπαταριάς ίσως ήξερε βιολί, αλλά συστηματικά έπαιζε τετράχορδο λαούτο, την ταμπουρά, κατά την έκφραση του Μεσολογγίτη στρατηγού κ. Ι. Ιωαννίδη. Και πολύ σωστά ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στο διήγημά του «Ηρώων Τέκνο» παρουσιάζει τον ήρωά του Ταράνανα, στο Μεσολόγγι «μια φορά τον μήνα – όχι περισσότερες – να γλεντά με την ασημένια φωνή και το λαγόνιο του Μπαταριά στα Βελούχια».
Μια φορά ολόγυρα στα 1890–1910, η λαϊκή ορχήστρα στο Μεσολόγγι είχε τρία όργανα, το λαούτο του Μπαταριά, το βιολί του Ρένου Κατσαρού και το κλαρίνο του ατσίγγανου Σουλεϊμάνη. Μια φορά τον Μπαταριά και την καλλιτεχνική του συντροφιά στο Μεσολόγγι θαύμασε μια επίσημη τότε παρέα ανδρών: ο δικηγόρος και έπειτα πρωθυπουργός του τόπου μας Γεώργιος Καφαντάρης, ο δικηγόρος και πολιτευτής Γεώργιος Ιατρίδης από το Καρπενήσι κι ο Πολύς Γιάννης Βλαχογιάννης. «Ο Γιώργος Μπαταριάς, γράφει ο Ρήγας Γκόλφης – που εδώ και λίγο καιρό πέθανε εβδομηκοντάρης – είναι ξακουστός τραγουδιστής και λαουτιέρης στο Μεσολόγγι, που το τραγούδι του το είχε επάγγελμα και μ’ αυτό ζούσε ως τα γηρατειά του».
Η συντροφιά του, που αυτός ήτανε η ψυχή, είχε τρία όργανα. Το λαούτο του Μπαταριά, το βιολί του Κατσαρού και το κλαρίνο του ατσίγγανου Σουλεϊμάνη. Μα πάνω από όλα αυτά, βασίλευε και τρικύμιζε, βασίλευε και ανέβαινε σε ουρανούς από πάθος, το τραγούδι του Μπαταριά. Η φωνή του έφθανε αβίαστα στις υψηλές νότες και κατέβαινε αβίαστα πάλι και κατρακυλούσε σκαλί-σκαλί με χίλια παιχνιδίσματα και γυρίσματα και τσακίσματα εις τους χαμηλούς τόνους, έπαιρνε όλη τη χάρη και το αίσθημα, αφού πρώτα ο τραγουδιστής ερχότανε στο κέφι με κρασί.
Η άφθαστη επιτυχία του ήταν στα Γιαννιώτικα, στα κλέφτικα και τα ερωτικά λιανοτράγουδα. Όποιος άκουγε τον Μπαταριά στη «Λαφίνα», στην «Έξοδο του Μεσολογγίου», στον «Κατσαντώνη», στη «Φροσύνη», ήταν αδύνατον να μη συγκινηθεί κατάβαθα και στοπ μάτι του αθέλητα να μην ανέβει ένα δάκρυ, τόσο ήτανε το πάθος της φωνής του. Η τέχνη του, δική του ολότελα, βγαλμένη απ’ του λαού την ψυχή, ήτανε αποτέλεσμα της επίμονης και ιερής επίδοσης.
Το τραγούδι του ήτανε η ίδια η πνοή του, ένα γλέντι αληθινό, ότι κέρδιζε το ξόδευε μόνο για την καλοπέρασή του. Τίποτε δεν συλλογιζόταν παρά μόνο το τραγούδι του. Έτσι κυλήσανε τα χρόνια. Με το τραγούδι «ξυπνούσε τους νέους, την ομορφιά της ζωής, τους έπλαθε κόσμους ονειρευτούς, εξευγένιζε τους απλούς εκείνους ψαράδες που τον λάτρευαν.
Το τραγούδι του Μπαταριά, ένα τραγούδι που γοήτευε και συγκινούσε τους ντόπιους και τους περαστικούς. Κάθε βράδυ, ιδίως τα Σαββατοκύριακα, στο Καφενείο του Καλλιαντέρη κι άλλοτε στου Βλάχου που ήταν στην πλατεία της απάνω αγοράς, γινόταν πανζουρλισμός. Ο κόσμος μαζευόταν ν’ ακούσει τη γοητευτική φωνή του, που ήτανε ένας κρουνός μελωδίας. Οι θαμώνες άδειαζαν τα κανάτια με το κρασί και το κέφι όλο μεγάλωνε. Και όταν αργά οι ίσκιοι χάνονταν στους δρόμους κι η θάλασσα ακουγόταν μακριά να σιγομουρμουρίζει το τραγούδι της, ο Μπαταριάς ιδρωμένος, ξαναμμένος, κεφάτος, με την παρέα του περνοδιάβαινε τα στενοσόκακα, τραγουδώντας. Και τότε τα παράθυρα των σπιτιών, μέσα στους βασιλικούς που μοσχοβολούσαν, ξεπρόβαλλαν να τον ακούσουν Μεσολογγίτισσες και Μεσολογγίτες. Ήταν ο θρίαμβος και η δόξα του στο απόγειό της εκείνη την ώρα. Ο αχός έσβηνε κι ο Μπαταριάς έπεφτε στον ύπνο, κι οι συντοπίτες του ξαναγύριζαν στα όνειρά τους.
Ένας τραγουδιστής που γίνεται θρύλος, ανασασμός παλικαριάς και δύναμης, άξιζε το εγκώμιο που του φιλοτέχνησε ο Μαλακάσης, ένα ποίημα από τα σημαντικότερα του νεοελληνικού ποιητικού λόγου, που το παραθέτουμε στη συνέχεια:
«Ένα Σάββατο βράδυ μια Κυριακή πρωί …»
ο Μπουκουβάλας ο μικρός κι ο Κλης
του Τσαγκαράκη κι ο Νίκος του Βρανά,
Σάββατο βράδυ κάποτε, το ’ριχναν στο μεράκι,
στου Βλάχου κουτροπίνοντας.
Κι ως ήτανε αρχοντόπουλο κι οι τρεις
στο κέφι απάνω, στέλνουν για τα βιολιά,
και μες σε λίγο βλέπουνε τον Κατσαρόν τον Πάνο
και πίσω του το Θανάση τον Μπαταριά», κ.λπ.
………………………………………………………..
Αλλά κι ο Παλαμάς τον τραγούδησε στο ποίημα «Του Βιολιτζή του Μπαταριά το εγκώμιο». Βρίσκεται στη συλλογή του «οι Καημοί της Λιμνοθάλασσας»:
Γειά σου, καημένε Μπαταριά της δοξαριάς
τεχνίτη κι αφέντη του βιολιού!
Με εσένα Ρούμελη, πλατειά το στριμωμένο σπίτι
και ξάγναντο αποψήλωμα του ολόδροσου ζυγού.
Γειά σου, καημένε Μπαταριά, τρανός είσαι
με το βιολί σου ξύπνησες τη λεβεντιά του κόσμου
κι’ η ρωμιοσύνη, μια φωτιά μεσ’ στο βιολί σου ζει.
Από τους μώλους τους ρηχούς ως τα βαθιά κανάλια,
γυμνά, αρμυρά νερά, πουλιά της λιμνοθάλασσας,
βοριάσματα, μαϊστράλια, τέτοια φωνή
δοξάντε την και τέτοια δοξαριά!
Γειά σου καημένε Μπαταριά. Και σα σβηστείς,
θ’ αρπάξει μεσ’ τα τσιγκελωτά νύχια του το βιολί αϊτός
και θα το πάει ν’ αράξει στα Μέτσοβα,
στις Λιακουριές, κι’ ακόμα πιο ψηλά…».
Λαογραφικό Μουσείο «Ιωάννης Φαρμάκης»
Αποδοτίας – Ορεινής Ναυπακτίας
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “εμπρός”