Γράφει η Σπυριδούλα Πιά
Το ψωμί χρησιμοποιείται ευρύτατα στα τρία στάδια της ζωής του ανθρώπου. Οι τρόποι της χρήσης αυτής ανταποκρίνονται στις γενικότερες αντιλήψεις και δοξασίες του λαού. Έτσι στο προσκέφαλο της λεχώνας για σαράντα ημέρες τοποθετείται ένα κομματάκι ψωμιού για να εξουδετερωθούν τα κακοποιά δαιμόνια που απειλούν την υγεία της (και τη ζωή της). Στην τσέπη του γαμπρού ή του λουσμένου, όταν βγαίνει από το σπίτι τοποθετείται κομμάτι ψωμιού, ως δυναμικό αλεξιτήριο και φυλαχτό. Με την αντίληψη αυτή σχετίζεται και η προτροπή των γονιών προς το παιδί τους: «φάε τη μπουκιά να μην σου πάρει κανείς άλλος τη δύναμή σου».
Το ψωμί εκτός από ένζυμο παρασκευάζεται και άζυμο με τη μορφή πίττας, κουλούρας ή σταχτοκουλούρας. Οι πίττες πολλές φορές αναπληρώνουν την έλλειψη ψωμιού στο τέλος της εβδομάδας. Ψήνονταν συνήθως στο τηγάνι, στο ταψί ή στην πλάκα της γωνιάς του τζακιού. Την ίδια ανάγκη διατροφής καλύπτουν και τα παξιμάδια (διπυρίτης άρτος), συνήθως από κριθαρένιο αλεύρι, αλλά και σιτάρι για να καλύψουν ανάγκες κυρίως των ταξιδιωτών, ναυτικών, μαστόρων αλλά και των ξωμάχων για πολλούς συχνά μήνες.
Ψυχούδια: αρτίδια, τα οποία προσφέρονται στα μνημόσυνα και τις κηδείες.
Πίττες: κομμάτια από ψωμιά, πάντα σε μονό αριθμό, τα οποία κατασκευάζονται ειδικά και προσφέρονται στις κηδείες των νέων αντί για κόλλυβα.
Πρεβέντες παρηγοριάς: άρτοι, οι οποίοι προσφέρονται στην οικογένεια του νεκρού από τους στενούς συγγενείς του στις συλλυπητήριες επισκέψεις.
Άρτος – Ψωμίον – Ψωμίν
Ο άρτος, και ήδη από τον 2ο π.Χ. αιώνα ψωμίον – ψωμίν, αγοραζόταν καθημερινά ως καθαρός ή ρυπαρός ή πιτυρίας ή πιτυρίτης. Ο καθαρός άρτος των αρχαίων, το καθαρόν ψωμίον των βυζαντινών και το σημερινό απλά καθάριο είναι ψωμί από καθαρό κοσκινισμένο αλεύρι σιταρένιο. Ο ρυπαρός άρτος των αρχαίων δεν είναι άλλος από τον κιβαρόν ή κιβαρίτην άρτον ή κιβαρόν ψωμίν των Βυζαντινών είναι ο σημερινός σμιγός ή σμιγάδι, μιγαδερό ή μαύρο ψωμί, το οποίο παραδοσιακά κατανάλωναν οι πτωχότερες τάξεις. Επίσης, ο απαλός άρτος των αρχαίων δεν είναι άλλος από τα απαλά ψωμία των Βυζαντινών και το σημερινό απαλό ή μαλακό ψωμί. Αλλά και μια σειρά άλλων ειδών άρτους, που έπαιρναν το όνομά τους από την περιεκτικότητά τους σε αλεύρι σίτινο, κριθαρένιο ή άλλου δημητριακού καρπού ή ψυχανθούς, όπως ο σεμιδαλίτης (σεμιδάλινος, σιμιγδαλένιος αφράτος), κριθαρίτης ή κέχρινος, από βρώμη ή βίκο ή ρεβύθι κ.ά., συναντούμε στην ύστερη αρχαιότητα και το Βυζάντιο (Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τ. Ε΄, εν Αθήναις 1952, σελ. 20-23).
Στην Ελατόβρυση, η νοικοκυρά ζύμωνε το ψωμί πρωί-πρωί, αξημέρωτα ακόμα.
To καλαμπόκι
Στo χωράφι τη μία χρονιά σπέρνουν σιτάρι και την άλλη σπέρνουν καλαμπόκι. Το τρίτο έτος σιτάρι και ούτω καθ’ εξής.
Αυτό λέγεται αλλαξοσπορά. Μα δε συμβαίνει το ίδιο με τα ποτιστικά χωράφια που είναι πάντα λιγότερα από τα ξερικά.
Αυτά σπέρνονται κατά προτίμηση κάθε χρόνο με καλαμπόκι. Ο γεωργός έχει επιτυχία χάρη στο νερό, αλλά δεν σπέρνει μόνο τα ποτιστικά, σπέρνει και τα ξερικά.
Το καλοκαίρι ο γεωργός λέει: «Αν ρίξει μια βροχή θα γεμίσω το αμπάρι μου». Το καλαμπόκι είναι πλούσιο υλικό για τον γεωργό, το χρειάζεται πιο πολύ απ’ το σιτάρι. Το καλαμπόκι έφτιαχνε τη μπομπότα, το ψωμί. Μπομπότα τρώει ο ίδιος με το καλαμπόκι τρέφει τα ζώα του. Το γουρουνάκι του, ταΐζει τις κότες του κ.λπ., φτιάχνει η νοικοκυρά πίτες. Το καλαμπόκι των ξερικών χωραφιών, τα λένε «διακονιάρη», γιατί γίνεται κοντό. Είναι δηλαδή πιο φτωχό. Η εποχή σποράς των ξερικών χωραφιών αρχίζει τέλος Μαρτίου. Τότε αρχίζει το όργωμα του καλαμποκιού.
Στα βουνά που ο καιρός εξακολουθεί να είναι χειμώνας, ώσπου να βγει ο Μάρτης περιορίζονται και στο ένα όργωμα.
Το καλαμπόκι σπέρνεται ακριβώς όπως και το σιτάρι. Αμέσως μετά αρχίζει η σπορά του καλαμποκιού, σποριές, σποριές δηλαδή. Κι ύστερα από τη σπορά οργώνουν το χωράφι με τα βόδια για να χωθούν οι σπόροι. Τέλος σβαρνίζεται με τη σβάρνα για να σπάσουν οι (μπλάνες) μεγάλα κομμάτια χώματος, και να ισιώσει το χωράφι. Αμέσως μετά ανοίγονται αυλακιές με το αλέτρι κατά διαστήματα και με ορισμένη κλίση, για να διώχνουν τα νερά έξω σε περίπτωση νεροποντής. Τα ποτιστικά χωράφια καλλιεργούνται νωρίτερα από τα ξερικά, αλλά η σπορά αργεί.
Τέλος Φλεβάρη γίνεται το πρώτο όργωμα, το πρώτο αλέτρι όπως το λένε.
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»