Γράφει η Μάρθα Ασημακοπούλου
Μπροστά στο καφενείο του Καπορδέλη- για να κάνει ο κόσμος τη βόλτα του- έμπαινε τα βραδάκια μια πινακίδα «Απαγορεύεται η διέλευσις όλων των τροχοφόρων». Ο Κώστας κατέβηκε από το ποδήλατο, το πήρε πεζός- θα έστριβε στα πενήντα μέτρα- για να πάει στο σπίτι του. «Παράβαση και κράτηση ποδηλάτου» απεφάνθη το όργανο της τροχαίας Ναυπάκτου. Κυριακή μεσημέρι ο νεαρός βρέθηκε στο τμήμα για να παρακαλέσει να του επιστραφεί το όχημα. Είχε να ποτίσει το περιβόλι του στην Παλαιοπαναγιά. Έμελλε να γίνει ο πρώτος στη Ναύπακτο που μάθαινε το τραγικό γεγονός.
–Εδώ Ανδρέας Θωμόπουλος, πρόεδρος Στύλιας. Στείλτε ελικόπτερα, έχουμε νεκρό. Ομαδική δηλητηρίαση από κόλλυβα.
Ο χωροφύλακας που σήκωσε το τηλέφωνο, κοίταξε τον ενωμοτάρχη- οι δυο τους ήταν στο τμήμα- και φάνηκε να μη δίνει βάση σ’ αυτά που του έλεγε η φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής. Δεύτερο τηλεφώνημα. «Που να βρεις τον Διοικητή, τέτοια ώρα θα είναι στη θάλασσα…» μονολόγησε. Τρίτο τηλεφώνημα. «Χανόμαστε, στείλτε βοήθεια. Έχουμε τρείς νεκρούς». Τότε το όργανο, πίστεψε πως ο πρόεδρος μιλούσε σοβαρά. Τα ελικόπτερα- από κακή συνεννόηση- πήγαν στη Στύλια Δωρίδος και μετά από εξάωρη, μοιραία καθυστέρηση, έφθασαν στη Στύλια Ναυπακτίας! Σε μια λάκκα, άπλωσαν άσπρο σεντόνι για να δώσουν στίγμα προσγείωσης. Σαν κατέβηκε το πρώτο ελικόπτερο και μετά από λίγο το δεύτερο, περικυκλώθηκαν ασφυκτικά από τους ανθρώπους που προσπαθούσαν αλλόφρονες να εξασφαλίσουν μια θέση για τον εαυτό τους και τους δικούς τους. Άνθρωποι που κυριολεκτικά ζητούσαν βοήθεια απ’ τον ουρανό και στρατιώτες που κάναν τα πάντα για να τους βοηθήσουν.
Περιμέναμε τον αδερφό μου για να φάμε τον κόκορα μακαρονάδα του Κυριακάτικου τραπεζιού μας και εκείνος αργούσε. Μέσα στον πανικό, είχαν ξεχάσει την υπόθεση του ποδηλάτη. Σαν ήρθε, ανέφερε το περιστατικό που άκουσε. «Κακοπόπαθα, παραθερίζει το κορίτσι του αδερφού μου του Βασίλη επάνω» είπε η μάνα μας. Ήταν η Γιαννίτσα μας, η πεντάχρονη ξαδερφούλα μου, η κουκλίτσα μου. Το πρώτο θύμα εκείνης της τραγωδίας στη στερνή μέρα της σύντομης ζωής της!
Ένα χαρισματικό, πανέξυπνο πλάσμα με μαύρα αμυγδαλωτά μάτια που πετούσαν σπίθες και κατάμαυρα μαλλάκια. Το στοματάκι του μιλούσε, μιλούσε διαρκώς, σαν μεγάλου ανθρώπου. «Ήταν που θα χανόταν είπαν». Ήμουν κοντά επτά χρονών όταν γεννήθηκε. Το έβλεπα σχεδόν καθημερινά. Το αμπέλι μας στο Λυγιά, ήταν δίπλα στο σπίτι του. Οι γονείς μου με παίρναν μαζί τους, γιατί το αμπέλι είχε πολλή δουλειά όλο τον χρόνο. Παρέα μαζεύαμε αγριολούλουδα και κάναμε ωραίους μπουκιέδες με σκυλάκια, κυκλάμινα, ανεμώνες, μαργαρίτες. Εκείνο ξετρύπωνε κάτω από τις λυγιές τα καλύτερα και μου τα έφερνε. Τώρα επέστρεφε σπιτάκι του πεθαμένο, τυλιγμένο σε μια κουβέρτα! Το νεκροστολίσανε μέσα στο παιδικό του φέρετρο με τους λευκούς- λαμέ φραμπαλάδες.
Δενδρολίβανα, κλαράκια ελιάς και τριαντάφυλλα από την αυλή του. Εγώ του έδωσα ένα ματσάκι ξερές «γατούλες» και «σκουλαρίκια» που μαζεύαμε εκεί γύρω το καλοκαίρι. Μια πομπή από πολύ κόσμο, προχωρούσε αργά χωρίς να βιάζεται. Το συνόδευε στην Παναγία της Ζωοδόχου Πηγής στο Ξηροπήγαδο, όπου θα εγκαινίαζε τον οικογενιακό τάφο. Ο θρήνος σκέπαζε το τραγούδι των τζιτζικιών! Ήθελα να κλάψω, να κλάψω πολύ μα ντρεπόμουν. Η μάνα μου το κατάλαβε και σα με αγκάλιασε ξέσπασα σε λυγμούς. Μόνο ο πατέρας της δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ. Βουβό, θηρίο ανήμερο ο πόνος, πέτρωσε και κλείστηκε μέσα του βασανίζοντας τον ίδιον και τους γύρω του, μια ολόκληρη ζωή!
Καθώς μαθευόταν το νέο, ξεχύθηκαν όσοι είχαν ανθρώπους τους στο χωριό αλλά και άλλοι πολλοί, με ό,τι μπορούσε ο καθένας. Οι περισσότεροι με τα πόδια. Μαζί και η μάνα μου. Ο Κώστας Ασημακόπουλος, ήξερε ότι η αδερφή του η Κούλα με τα δυο της παιδιά από την Πάτρα, παραθερίζανε στα Αρπάκια (Ρουπάκια) με τον παππού και τη γιαγιά. Φθάνοντας στην Πλάκα, αφουγκράστηκε. Φοβόταν αυτό που θα μπορούσε να είχε συμβεί στο σπίτι του. Εκεί επικρατούσε ηρεμία. Εκείνο το πρωινό η Κούλα, δεν κατάφερε να ξυπνήσει έγκαιρα τα παιδιά για να τα πάει στην εκκλησία και έτσι γλυτώσανε! Στην Αγία Τριάδα γινόταν το μνημόσυνο συγχωριανού τους. Ο γιός του εκλιπόντος, προμηθεύτηκε από κατάστημα της Ναυπάκτου τα σχετικά για την παρασκευή των κολύβων. Όλα χύμα… Ζάχαρες κανέλες και όλα τα συναφή. Ψώνισε στο ίδιο μαγαζί και παραθείο- ισχυρό φυτοφάρμακο- χύμα κι αυτό και χωρίς καμιά επισήμανση! Τα έβαλε στο σακούλι και τα πήγε στο χωριό. Οι γυναίκες που έφτιαξαν το δίσκο με το στάρι, πρόσθεσαν και το παραθείο από λάθος, για παραπανίσια ζάχαρη! Κι έτσι έγινε το κακό…
Πέρασε από το σπίτι ο Κώστας όπου έμαθε περισσότερα και κατευθύνθηκε προς το χωριό να βοηθήσει όπου μπορούσε. Είδε σκηνές φρίκης και ανατριχίλας μιας ασύλληπτης τραγωδίας. Πεθαμένοι τυλιγμένοι σε κουβέρτες να κείτονται στο χώμα. Λιπόθυμοι. Άνθρωποι να σφαδάζουν από τους πόνους που τους θέριζαν τα σωθικά. Κότες που τσιμπούσαν τους εμετούς, να ψοφάνε. Γιατρό λιπόθυμο από τις αναθυμιάσεις. Ο αγροτικός γιατρός Σιδέρης που έφθασε από τη Σίμη με το μοτοσακό του, τραυματίστηκε στο πόδι καθ’ οδόν. Παρόλους τους πόνους, δέχθηκε περίθαλψη αφού βοήθησε και τον τελευταίο παθόντα! Οι γιατροί Αναγνωστόπουλος και Σούλος από τη Ναύπακτο προσφέρανε υπεράνθρωπες υπηρεσίες. Ολόκληρη η οικογένεια του Κώστα Αλεξόπουλου χάθηκε, η γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά. Είδε την νεαρή Διαμάντω- την κουμπάρα του, που πριν λίγα χρόνια είχε στεφανώσει- να πεθαίνει, αφήνοντας το μοναχοπαίδι της Λεωνίδα, ορφανό! Ένα «Ωχ» είχε σκεπάσει όλο το χωριό! Με την αρωγή των στρατιωτών την επομένη, έγινε η ομαδική «έξοδος» και η ταφή των νεκρών- εικόνα σπαρακτικής λιτανείας- πνιγμένη στο μοιρολόι…
Δεκαέξι πεθάναν στο χωριό και η δεκαεννιάχρονη Σπυριδούλα στο ελικόπτερο, πάνω από τον Πατραϊκό. Όσοι έφθασαν στα νοσοκομεία της Πάτρας επέζησαν, μετά από μεγάλη ταλαιπωρία. Σε επίσκεψη που έκανε ο Κώστας να δει τους νοσηλευόμενους, οι γονείς του δεκατετράχρονου Αριστείδη και της εικοσάχρονης Ελευθερίας (αδέρφια), που βρίσκονταν στον ίδιο θάλαμο, τον ρώτησαν τι κάνουν τα παιδιά. «Καλά πάνε» τους είπε και άλλαξε κουβέντα. Τα παιδιά τους είχαν πεθάνει!
Περάσανε πενήντα πέντε χρόνια από εκείνη την ημέρα. Οι άνθρωποι που έζησαν αυτή την τραγωδία, δεν μπορούν να την ξεχάσουν, ακόμα και αν δεν είχαν θύμα στο άμεσο οικογενειακό τους περιβάλλον. Αυτόν τον χαμό που θα τον ζήλευε κι ο μεγαλύτερος φονιάς, ο μεγαλύτερος μακελάρης…
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»