Γράφει η Μάρθα Ασημακοπούλου
Ο γιός αξιωματικού που περνούσε όλες του τις σχολικές παύσεις στη Ναύπακτο, τα περασμένα Χριστούγεννα είχε πει στο φιλαράκι του: «Άκουσα που το λέγανε στο σπίτι μας φίλοι του μπαμπά, την άνοιξη θα γίνει δικτατορία γιατί θα έχουμε κομμουνιστική επανάσταση». Ο άλλος, ιδέα δεν είχε τι ήταν δικτατορία αλλά για να το λέει ο φίλος του που ήταν κι απ’ την Αθήνα, κάτι θα ήξερε παραπάνω! Το είπε στον πατέρα του. «Παιδιάστικα παραμύθια, δε γίνονται τώρα αυτά» είπε και γέλασε εκείνος. Αμ δεν ήταν παραμύθια…
Μετά από διετή πολιτική ανωμαλία είχαν προκηρυχθεί εκλογές για την 28η Μαΐου 1967. Υπήρχε η πεποίθηση ότι θα τις κέρδιζε η Ένωση Κέντρου με αρχηγό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Οι εκλογές όμως έμειναν στα σχέδια και με πρόσχημα τον «Κομμουνιστικό κίνδυνο» η Ελλάδα μπήκε στον γύψο για πάνω από επτά χρόνια! Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου- παραμονή του Λαζάρου- τα τανκς βγήκαν στους δρόμους της Αθήνας και οι πολιτικοί πιάστηκαν στον ύπνο… Ακούσαμε από τον Ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων τα πρώτα «Αποφασίζομεν και διατάζομεν». Το καθεστώς- ως άλλη Ηρωδιάδα- μάζευε κόσμο. Τους πήγαιναν στις φυλακές Μεσολογγίου και από ‘κεί, εξορία στη Γιάρο.
«Και μετά ανόμων ελογίσθησαν» πολλοί ωραίοι Έλληνες και βρέθηκαν στα σίδερα!
Κάποιοι έλεγαν πως μαζί με την Ανάσταση του Χριστού ερχόταν και η Ανάσταση του Έθνους! Εγώ παρά την άγνοια και την αφέλεια των δεκαπέντε μου χρόνων, ένιωθα μια κατήφεια, μια λύπη, ένα μάγκωμα. «Πιάσανε τον Δήμο» είπε ο πατέρας μιλώντας για τον αδερφό του χαμηλόφωνα και πήρε το αυτί μου πως ερχόταν η σειρά του.
Ξημέρωνε Μ. Πέμπτη. Δε με κόλλαγε ύπνος. Το σπίτι μας ήταν χαμηλό και το δωμάτιό μου έβλεπε στον δρόμο. Θα ‘ταν καμιά ώρα νύχτα ακόμη. Σταμάτησε στη μέση του δρόμου ένα τζιπ. Έτρεξα στο παράθυρο και μέσα από τις γρίλιες έβλεπα ένστολους άνδρες να κουβεντιάζουν. Δεν άκουγα τι λέγανε και ας κρατούσα την ανάσα μου. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Είχε έρθει η ώρα να πάρουν τον πατέρα. Όπου να ‘ναι θα χτυπούσαν το πορτόνι μας. Η ώρα μου φάνηκε χρόνος. Το τζιπ, με τη μηχανή αναμμένη έμεινε εκεί, μεσ’ τη μέση του δρόμου ως που πήρε να φέγγει. Έφυγαν! Λίγο μετά ήρθε ο νονός μου από απέναντι- είχε παρακολουθήσει και ‘κείνος τη σκηνή- να δει τι έγινε. «Άει , τον παίρνουν τον κουμπάρο απόψε» είπε στη νονά μου.
Δεν τον πήραν! Η «στάση» εκείνη, ίσως να μην αφορούσε εμάς και απλά να ήταν ένα τυχαίο γεγονός. Και όμως δεν ήταν… Το μάθαμε πριν λίγα χρόνια από τον άνθρωπο των Τ.Ε.Α. που βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο σταλμένος απ’ το νόμο, εντολές εκτελούσε. «Εκείνο το βράδυ, ήρθαμε να πιάσουμε τον Γιώργο- Λοχαγός ήταν το συνθηματικό του στην ασφάλεια. Ο υπεύθυνος αξιωματικός διαφωνούσε, όπως και ‘γω. Αρνιόταν να τον συλλάβει λέγοντας που με πάτε ρε παιδιά, στο φίλο, στο γείτονα, στο συγγενή. Τους έπεισε πως δεν κινδύνευε η διατάραξη της τάξης και της ευνομίας. Εγγυήθηκε για τη νομιμοφροσύνη του και φύγαμε». Ο ίδιος δεν το ανέφερε ποτέ. Ας είναι καλά εκεί που είναι. Ποιός ξέρει πως θα είχε εξελιχθεί η ζωή μας αν εκείνο το βράδυ τα πράγματα γίνονταν αλλιώς. Ο αδερφός μου στρατιώτης και ο πατέρας φευγάτος. Θα γύριζαν πίσω ζωντανοί;
Ζούσαμε σε ένα είδος προθαλάμου, περιμένοντας κάτι κακό να συμβεί. Ήταν μέρες με ανθυγιεινή δόση εξουθενωτικού φόβου. Πικρό Πάσχα ερχόταν. Η μάνα μου δεν ήθελε να σουβλίσουμε αρνί. Είχαμε μέρες να πάρουμε νέα από τον στρατιώτη μας. Ο πατέρας άνθρωπος του «Προχωράμε και αντιμετωπίζουμε ό,τι προκύψει με θάρρος», συνέχιζε την καθημερινότητά του.
Η ψησταριά στήθηκε! Ήρθαν και οι γείτονες με τα σουβλιστά τους. Οι νεαρές νοικοκυρές, υπερήφανες για τα σχέδια στα κουλουράκια τους. Η Μαργαρίτα με την πρωτότυπη διακόσμηση των αυγών. Χρησιμοποιούσε διάφορα φύλλα φυτών και με μαεστρία τα αποτύπωνε πάνω στα αυγά, ολοζώντανα! Η κυρία Ντίνα από τας Σέρρας με τον άνδρα της τον Τάκη τον Κρητικό και τα αφράτα της τσουρέκια. Η Μάχη με μαλλί κομμωτηρίου. Η Λένα- κατάξανθη κουκλίτσα- με το βελούδινο, κόκκινο φουστανάκι της με τις απλικαρισμένες λευκές μαργαρίτες. Ο Γιαννάκης, ο Γιώργος, ο Κώστας με τα κοντά τους παντελονάκια. Η Χαρούλα, η Αννέτα… Περάσαμε καλά! Μουδιασμένα αλλά καλά!
Όλα τα συνηθίζει ο άνθρωπος, ακόμα και το φαρμάκι. Είχαν περάσει τρία χρόνια μ’ αυτή την κατάσταση. Ο φόβος παρέμενε αλλά δεν ήταν όπως τον πρώτο καιρό… Στήθηκε η ψησταριά, όπως κάθε χρόνο στην αυλή μας. Περνούσε κόσμος μαζί και οι γύφτοι με τα νταούλια και τις πίπιζες. Μόνο τον Κουτρουπάνο, κοινώς Σαλταπήδα,, θυμάμαι που έπλεκε και ωραία καλάθια με λυγιές και καλάμι. Γινόταν μεγάλο γλέντι! Στα εκατό μέτρα από μας- στο σπίτι του γιατρού Καραμπάρπα- στεγαζόταν το Α.Τ. Ναυπάκτου. Απέναντι υπήρχε ένα οικόπεδο που οι χωροφύλακες το είχαν μετατρέψει σε όμορφο κήπο με πολλά άνθη. Εδώ λοιπόν έψηναν οι αστυνομικοί και είχαν στρωμένο μεγάλο τραπέζι. Πολλοί οι επιφανείς επισκέπτες. Από ‘κεί ορμώμενη μια παρέα, ήρθε και στη δική μας ψησταριά. Χαιρετήσανε δια χειραψίας τους μεγάλους. Χαιρέτησαν και ‘μένα ως δεσποινίδα, κόντευα τα δεκαοχτώ. Διέκρινα αμηχανία και από τις δυο πλευρές και μια ανησυχία από μέρους μας.
Ο πατέρας αμέσως έσπασε τον πάγο «Φέρτε ποτήρια, φέρτε μεζέδες», ανταλλάξαμε ευχές. Ήταν ο Στρατηγός- Υπουργός Δημήτριος Πατίλης, ο δήμαρχος Μήτσος Σακελλάρης, η συνοδεία τους και δυο αστυνομικοί! Ένα τετράγωνο χώριζε τα σπίτια μας μα η απόσταση ανάμεσά μας ήταν μεγάλη…
Μείναν λίγο, ξεπροβόδισε ο πατέρας τους απρόσμενους επισκέπτες που συνέχισαν για τις ψησταριές του Ν. Πλούμη, του Θωμούλα και του Σίνη. Εκεί ο Στρατηγός- με εύθραυστη υγεία- υπέστη οξύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Μεταφέρθηκε με ελικόπτερο σε νοσοκομείο της Αθήνας όπου πέθανε λίγους μήνες αργότερα, χωρίς ποτέ να ανακτήσει τις αισθήσεις του.
Σ’ αυτό το ξεστράτισμα του νου, πενήντα χρόνια πίσω, είδα την ανθρώπινη προσέγγιση με το πνεύμα της Λαμπρής, έστω και για λίγο. Απόλυτη ιδεολογική ανεξιθρησκία, παράδειγμα ειρηνικής, πολιτικής συνύπαρξης. Αυτό που σήμερα θεωρείται αυτονόητο και δεδομένο, εκείνους τους καιρούς ήταν ευσεβής πόθος!
Καλή Ανάσταση. Καλό Πάσχα Πατριώτες!
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»