12.3 C
Nafpaktos
Saturday, November 23, 2024
spot_img
spot_img

Ναυπακτιακά αφηγήματα: Τα παιδιά τα ζημιάρικα

spot_img

Γράφει η Μάρθα Ασημακοπούλου

Έτσι συμβαίνει στις κοινωνίες. Υπάρχουν παιδιά, υπάρχουν και παιδιά αλλιώτικα. Τούτα ‘δώ,  ούτε καλοθρεμμένα ούτε καλοαναθρεμμένα ήταν, ούτε καβγατζίδικα, ούτε γκρινιάρικα ήταν. Σε ηλικία τρέλας όμως, ήταν! Ξέραν όλες τις μάρκες των αυτοκινήτων κι ας μην είχαν ούτε μοτοσακό. 
Γνώριζαν όλες τις ακριβές μάρκες ουίσκι που κυκλοφορούσαν κι ας μην τις είχαν δοκιμάσει ποτέ, ένεκα που τα φράγκα δε φτάνανε. Κάνανε περιστασιακά κάτι φτωχοδουλειές και με τα φτωχολεφτά που κονομάγανε- σε κοινό ταμείο- το «συνδικάτο» τα βράδια, πέταγε τα παλιά του ρούχα, φόραγε τα καλά του και ξεκίναγε να περάσει καλά! Με τον τρόπο τους, παρεΐστικα και στα μέτρα τους.

Τότε η Ναύπακτος, δεν είχε και πολλά μέρη για να πάνε. Να πουν «Δευτέρα πάμε εδώ, Τετάρτη εκεί, Σαββάτο παραπέρα». Δυο Ντισκοτέκ υπήρχαν στην Παλαιοπαναγιά και τις τιμούσαν  δεόντως με την παρουσία τους. Σαν κλείνανε, συμμαζεμό δεν είχαν να πάνε στα σπίτια τους κι ας στράβωναν τα τσαούλια τους από το χασμουρητό! Και να πεις πως δεν ξέραν την ώρα; Ο Σεραφείμ πάνω από τα κεφάλια τους, τους το θύμιζε με το επίμομο «νταν-νταν». Τη στήνανε στο λιμάνι και με τις «ευγενικές» τους χειρονομίες κάνανε χαβαλέ. Εδώ, πραγματικά η μητέρα φύση ησύχαζε κι από την ώρα που έκλειναν τα ταβερνάκια και τα καφενεία, δεν κυκλοφορούσε ψυχούλα! Και κλείνανε νωρίς, γιατί ο εργατόκοσμος που σύχναζε εκεί, δούλευε το πρωί.

Κάτω απ’ το μιντένι ψάρευε ο Αχιλλέας. Ήσυχος, με τις πετονιούλες του και τα δολώματά του. Πονούσαν λιγάκι τα κόκαλά του απ’ την υγρασία της νύχτας αλλά το βοριαδάκι ήταν βάλσαμο στην καρδιά. Απέναντι, σε υπό ανέγερση οικοδομή, υπήρχαν διάφορα υλικά. Οι νεαροί πήραν από μια τουβουλέτα στα χέρια τους και είπαν να υποβάλλουν τα σέβη τους στον ψαρά! Πλησίασαν νυχοπατώντας στο μιντένι και οι τουβουλέτες- που από μέσα τους μπορεί να λέγαν «Έχε γεια καημένε κόσμε , έχε γεια γλυκιά ζωή» με μια συγχρονισμένη κίνηση έπεσαν στη θάλασσα! Ο ψαράς ξαφνιασμένος και μουσκεμένος τράβηξε ν’ ανέβει τις σκάλες να τα πάρει στο κυνήγι, βλαστημώντας. Τα εξ αμάξης τους έσυρε, για τη μάνα τους και όλο τους το σόι. Η παλιοπαρέα «φεύγετε να φεύγουμε». Ολοταχώς σκόρπισαν και χάθηκαν στο στενοπάζαρο, πριν προλάβουν να τους πάρουν τα «ψιλά σκάγια» του Αχιλλέα που τα φασκέλωνε με χέρια και με πόδια!

Αυτή τη φορά στόχος ήταν το φορτηγό που αξημέρωτα είχε βάλει ρότα για ν’ ανταμώσει το μεροκάματο στη Λαϊκή του Σαββάτου. Κάναν δήθεν πως κάτι θέλαν να ρωτήσουν τον οδηγό και κείνος σταμάτησε. Οι μισοί που ήταν κρυμμένοι, σήκωσαν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου το μουσαμά που φύλαγε πλημμελώς το εμπόρευμα και ξαλάφρωσαν το βουναλάκι με τα καρπούζια!
Ήταν και κείνα τα παιδιά που ζούσαν επικίνδυνα… Πρόδρομοι του σημερινού παρκούρ, πηδούσαν από πολεμίστρα σε πολεμίστρα, στα ψηλότερα σημεία του κάστρου με το χάος δίπλα τους! Το πώς δεν γκρεμοτσακίστηκαν, πρέπει να οφείλεται στην αυτοπροσώπως παρουσία εκεί του Άι- Λιά!

Στα δέκα ο Κώστας και στα οκτώ η Γιαννούλα, μαζεύανε κουρέλες στο Γρίμποβο (ξενοδοχείο LEPANTO). Τα δυο γειτονάκια, βρήκαν ένα πλακέ μεταλλικό αντικείμενο, κάτι σαν μικρό παγούρι με ένα δαχτυλίδι στην άκρη του. Το κρατατούσε το αγόρι. Το περιεργάζονταν και το κορίτσι έλεγε να τραβήξουν τον κρίκο για να ανοίξει και να δουν τι έχει μέσα! Ο Κώστας δίσταζε. Θυμήθηκε την επίδειξη- μάθημα που τους είχαν κάνει στο σχολείο. Στο πρώτο δημοτικό. Μαζεμένα όλα τα παιδιά στο ΠΙ του προαυλίου. Στην κορυφή της κεντρικής σκάλας δυο άνδρες με στολή τους δείχνανε κάτι περίεργα αντικείμενα σε διάφορα σχήματα. Ένα ήταν σαν κουκουνάρα, σαν βαρελάκι. 

Χειροβομβίδες τα λέγανε! Και το δαχτυλίδι… Περόνη το λέγανε και πως αν το τραβούσαν είπαν, θα γινόταν μεγάλο κακό! Στο σημείο που σήμερα γίνονται τα παζάρια, ήταν η χωματερή της πόλης. Ο πατέρας της μικρής, Χρήστος Σιαμάς επονομαζόμενος Χίτης, το έγραφε και πάνω στο κάρο που μάζευε τα σκουπίδια, έκανε ανατροπή ν’ αδειάσει το φορτίο του. Τα δυο παιδιά κατευθύνθηκαν προς τα’ κεί. «Μπάρπα Χρήστο, κοίτα τι βρήκαμε» είπε ο μικρός. Εκείνος προσπαθώντας να κρύψει την ανησυχία του «Δώσ’ το σε’ μένα, μπας και βαρέσω κανένα ψάρι» είπε. Την πήρε με προσοχή από τα χέρια του μικρού. Αυτό το μάθημα, έσωσε τη ζωή των δυο παιδιών από το «παιχνίδι» που ξέβρασε η θάλασσα στη μεταπολεμική παραλία του Γριμπόβου! Όταν μαζεύτηκε στο σπίτι ο Κώστας, ανέφερε το περιστατικό στη μάνα του και κείνη η έρμη τραβούσε τα μαλλιά της.

Πέρασαν τα χρόνια. Εκείνα τα παιδιά μεγάλωσαν, ωρίμασαν, πρόκοψαν, γέρασαν και πριν πουν « τέρμα τα δίφραγκα» μερικά τολμούν να ρωτήσουν «Γιατί Κύριε να φεύγει έτσι ο καιρός; Γιατί να κυλά η ζωή τόσο γρήγορα παίρνοντας μαζί της τα νιάτα και τις τρέλες τους ;» Κάποιοι άλλοι, έγιναν καλύτεροι, έγιναν σοφότεροι αλλά και επικριτικοί με τα «παλιόπαιδα» των  άλλων, ψάχνοντας τρόπους να τα «περιορίσουν»!

Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»

spot_img
Newspaper WordPress Theme
spot_img
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme

Περισσότερα

Newspaper WordPress Theme