Που τον έχανες και που τον έβρισκες, με μια μπάλα μπάσκετ στα χέρια και με τις ώρες μέσα στα γήπεδα της πόλης. Τις παλιές εποχές, τότε που το τσιμέντο ήταν το… παρκέ, τότε που κάθε πέσιμο σήμαινε αυτομάτως και πληγή, τότε που η δύση του ηλίου σηματοδοτούσε το τέλος του παιχνιδιού… μέχρι να ανατείλει ξανά. Ψηλός και λεπτός, με βλέμμα μαχητή μέσα στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου, δεν άργησε να ξεχωρίσει. Προσηλωμένος, όσο λίγοι, στο στόχο του, έκανε το γήπεδο δεύτερο σπίτι του, και κατάφερε μέσα από την εργατικότητά του και τη σκληρή προπόνηση να κερδίσει το σεβασμό συμπαικτών και αντιπάλων. Έπαιξε επαγγελματικά για χρόνια, μέχρι το σημείο όπου κλήθηκε να πάρει τη μεγάλη απόφαση. «Ο αθλητισμός έχει ημερομηνία λήξης», μας είπε άλλωστε. Τα ζύγισε, ήταν Σεπτέμβριος του 2011, και η πλάστιγγα έγειρε προς τα… ξένα. Εκεί είδε το καλύτερο μέλλον για την οικογένειά του, εκεί τον βρήκαμε και εμείς, στο Long Island, για μία συζήτηση με πολύ ενδιαφέρον. Τόσο για τον αθλητισμό, όσο και για τη νέα του ζωή, που μπορεί να είναι πολύ μακριά από τα πάτρια εδάφη της Ναυπάκτου, όμως η απόσταση δε στέκεται αρκετή για να κρατά μακριά και την καρδιά του. Ο Ανδρέας Καραγεώργος μιλά σήμερα στην «Ε»…
Γυρίζουμε το χρόνο πίσω και φτάνουμε στα παιδικά σου χρόνια στη Ναύπακτο. Η εικόνα σου είναι συνδεδεμένη με μία μπάλα μπάσκετ, για αρχή στο ανοιχτό πάνω γήπεδο του σταδίου. Εκεί πρέπει να ξεκίνησαν όλα για να πάρουν το δρόμο τους στη συνέχεια. Μίλησέ μας για εκείνα τα χρόνια…
Όμορφα χρόνια, τι να πρωτοθυμηθώ, σε αυτό το ανοιχτό γήπεδο ξεκίνησαν όλα, πρώτα από όλα παρακολουθώντας την τότε αντρική ομάδα της Ομονοίας στις τσιμεντένιες κερκίδες του και καμιά φορά όρθιος γύρω από τις γραμμές του γηπέδου, άπλα γιατί οι κερκίδες ήταν γεμάτες από κόσμο. Αυτό με ώθησε το καλοκαίρι του 1989 να γραφτώ στην ομάδα τις Ομόνοιας.
Οι ώρες που περάσαμε μέσα σε αυτό το γήπεδο ήταν ατέλειωτες. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα καλοκαιριά που παίζαμε με τις ώρες μέχρι να δύσει ο ήλιος, μέχρι να μην μπορούμε να δούμε την μπάλα από το σκοτάδι, χωρίς υπερβολή. Δεν μπορώ να ξεχάσω το ότι κάναμε προπόνηση ακόμα και με βροχή, γιατί… γιατί άπλα δεν μας ενοχλούσε. Και Βεβαία το ιστορικό “ηλεκτρονικό ταμπλό του σκορ” τις τότε εποχής, με τους τσίγκινους αριθμούς για όσους θυμούνται, και πιστεύω είναι πάρα πολλοί.
Κι όσο περνά ο καιρός όλο αυτό αρχίζει να μπαίνει σε άλλη διάσταση, καθώς το ταλέντο σου και η εργατικότητά σου γρήγορα δείχνουν πως οι τέσσερις γραμμές του γηπέδου σου ταιριάζουν. Πότε άρχισες να σκέφτεσαι πως θα ακολουθήσεις και επαγγελματικά το χώρο του μπάσκετ;
Ήμουν πιστεύω και τυχερός γιατί η πρώτη εμφάνισή μου στην αντρική ομάδα συνδυάστηκε με την άνοδο τις Ομόνοιας στην ΄Γ Εθνική κατηγορία, οπότε αυτόματα η ομάδα μας μπήκε σε επαγγελματικό επίπεδο, με πολλές και καλές μεταγραφές, αλλά και με ένα από τα καλύτερα, μέχρι και τώρα πιστεύω, υλικά Ναυπάκτιων παιχτών. Οπότε δεν είχα την ευκαιρία να σκεφτώ ποτέ τον επαγγελματισμό, καθώς όλα ήρθαν μόνα τους. Ήμουν τυχερός μπορώ να πω που συνδύασα αυτό που αγαπώ με ένα εισόδημα για έμενα και αργότερα για την οικογένεια μου. Το μπάσκετ είναι κάτι που αγαπάω, ακόμα και εάν δεν έπαιζα στο επίπεδο που έφτασα, δεν νομίζω πως είναι κάτι που θα παρατούσα για κανένα λόγο.
Κομβικό σημείο όλης της διαδικασίας, όμως, είναι και το ότι παράλληλα με τον αθλητισμό δεν άφησες ποτέ και τον παράλληλο δρόμο των σχολικών σου καθηκόντων. Έτσι το μπάσκετ συνδυάστηκε και με τις σπουδές σου αργότερα. Πόσο σημαντικό αλλά και δύσκολο είναι αυτό για την πορεία ενός αθλητή;
Είναι δύσκολο, δεν μπορώ να πω. Προσωπικά σπούδασα στην Πάτρα όπου πήγαινα κάθε πρωί με το λεωφορείο, περνώντας με το καράβι απέναντι γιατί δεν υπήρχε η γέφυρα εκείνη την εποχή. Γυρνώντας αργά το μεσημέρι έτρωγα κάτι στα γρήγορα και μετά τρέχοντας στο γήπεδο για προπόνηση. Το βράδυ επιστροφή στο σπίτι για διάβασμα και ύπνο, ενώ την επόμενη ημέρα πάλι το ίδιο από την αρχή. Αλλά σίγουρα το κομμάτι των σπουδών είναι κάτι αναγκαίο, καθώς το μπάσκετ και γενικότερα ο αθλητισμός έχουν ημερομηνία λήξης, ενώ η γνώση και οι σπουδές είναι εφόδιο μιας ολόκληρης ζωής.
Οι σημαντικότερες στάσεις της σταδιοδρομίας σου στο χώρο του μπάσκετ ποιες ήταν;
Σίγουρα θα ξεκινήσω με τα χρονιά που πέρασα στην Ομόνοια Ναυπάκτου, ήταν πιστεύω και τα καλύτερα μου χρόνια. Σε όσες ομάδες και να παίξεις το αίσθημα να παίζω για την πόλη μου δεν το αλλάζω με τίποτα. Κάθε ομάδα που έπαιξα, όμως, είχε ξεχωριστό χαρακτήρα. Σίγουρα δεν θα ξεχάσω την χρονιά που έπαιξα αντίπαλος με την Ομόνοια Ναυπάκτου φορώντας τα χρώματα του ΑΟ Παγκρατίου, έχοντας και ως συμπαίκτη τον Γιώργο Σταθάτο . Το περίεργο αυτό συναίσθημα ποτέ δεν θα το ξεχάσω. Ιδιαίτερες μπορώ να πω ήταν και οι χρονιές που πέρασα με τον Αμύντα, μια ομάδα που έμοιαζε πάρα πολύ με αυτή της Ομόνοιας, μιας και ήταν επίσης μια ομάδα- οικογένεια. Μαζί της άλλωστε έκανα μια από της καλύτερές μου μπασκετικές χρονιές στην ΄Β εθνική.
Κοιτάζοντας πίσω μετά από τόσα χρόνια μέσα στα γήπεδα, τι θα έλεγες πως πήρες από όλη αυτή τη σταδιοδρομία;
Εμπειρίες ζωής. Εάν το καλοσκεφτούμε η ομάδα είναι μια μικρή κοινωνία, μαθαίνεις να συμβιώνεις με άλλους ανθρώπους, μαθαίνεις πως μέσα από το εμείς κερδίζεις περισσότερα από το εγώ, μαθαίνεις να ζεις με εύκολους και δύσκολους χαρακτήρες, γιατί στο εν τέλει όλοι πρέπει να ακολουθήσουμε τους ίδιους κανόνες για το καλό τις ομάδας. Και πάνω από όλα κέρδισα πολλούς φίλους. Επίσης νιώθω τυχερός καθώς αυτή τη γνώση που απέκτησα μέσα στο γήπεδο μπορώ να την μεταφέρω τώρα στο γιό μου, χωρίς μάλιστα να εστιάζω μόνο στο τεχνικό κομμάτι αλλά στο σύνολο των χαρακτηριστικών που προανέφερα.
Πολλά παιδιά κάνουν όνειρα έχοντας μια μπάλα στα χέρια… ή στα πόδια, ή σε όποιο άλλο τομέα του αθλητισμού; Τι θα τα συμβούλευες ως ένας άνθρωπος που έχεις περάσει πάρα πολλές ώρες μέσα στα γήπεδα; Τι είναι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία, το ταλέντο, η δουλειά, η τύχη, οι συγκυρίες….
Πρώτα από όλα πρέπει να αγαπήσεις αυτό που κάνεις, ότι άθλημα και να είναι αυτό. Εάν το αγαπήσεις, το πάθος και η όρεξη για προπόνηση θα έρθουν μόνα τους. Το ταλέντο είναι σημαντικό κομμάτι, αλλά έχω δει πολλά παιδιά που δεν είχαν το ίδιο ταλέντο με άλλα, όμως με την αγάπη τους στο άθλημα, την σκληρή προπόνηση και την επιμονή τους κέρδισαν πολλά περισσότερα από εκείνα μέσα στον χώρο του μπάσκετ. Όσο για τον παράγοντα τύχη ή συγκυρία θα συμφωνήσω μόνο εάν αυτοί οι δύο παράγοντες δεν καθορίζονται από τρίτους. Κακά τα ψέματα όλοι γνωρίζουμε πόσα ταλαντούχα παιδιά χαθήκανε στο πέρασμα του χρόνου είτε γιατί δεν είχαν τον μάνατζερ που θα τους προωθούσε, είτε γιατί είχαν τον πρόεδρο που τους σταματούσε την μεταγραφή γιατί απλά τα χρήματα της πώλησης δεν ήταν αρκετά.
Προχωρώντας το χρόνο φτάνεις σε ένα σημείο όπου μπαίνει η ιδέα της… φυγής, με την έννοια της αναζήτησης ενός άλλου δρόμου μακριά από την Ελλάδα. Τι είναι αυτό, ή ποια ήταν εκείνα που σε οδήγησαν στη σκέψη αυτή;
Αρχικά να πω πως ποτέ εγώ και η γυναίκα μου δεν είχαμε στο μυαλό μας τον ερχομό στην Αμερική, αν και είχαμε την ευκαιρία να το κάνουμε πιο νωρίς, για τον πολύ απλό λόγο του ότι η γυναίκα μου είναι Ελληνοαμερικανίδα, γεννημένη στη Αμερική. Όμως ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μας.
Πιστεύω μεγάλο ρόλο έπαιξε ο ερχομός του γιου μας. Αυτομάτως όλα άλλαξαν στον τρόπο που σκεφτόμαστε, καθώς πλέον δεν υπήρχε μόνο το παρόν. Πλέον θέλαμε να δούμε το καλύτερο κυρίως για την οικογένειά μας, και ειδικά για το μέλλον του παιδιού μας. Και το μέλλον αυτό το έβλεπα ξεκάθαρα στο «πρόσωπο» της Αμερικής.
Βέβαια σε αυτό «βοήθησε» σε μεγάλο βαθμό και η κατάσταση στην Ελλάδα. Το μπάσκετ ήταν ακόμα εκεί για εμένα, άλλα ότι και να λέμε τα χρόνια περνούσαν. Όσο για την δουλειά, η τότε εταιρεία που δούλευα άρχισε και αυτή να κάνει περικοπές, μαζί με τόσες άλλες, όποτε κάπως έτσι η σκέψη της Αμερικής έγινε πραγματικότητα.
Πόσο εύκολη ήταν η συγκεκριμένη απόφαση; Στα χρόνια της κρίσης στην Ελλάδα πολλοί το λένε, όμως δεν το κάνουν πράξη όλοι…
Ποτέ μία τέτοια απόφαση δεν είναι εύκολη και ειδικά όταν αφήνεις πίσω οικογένεια, φίλους. Στην δική μου περίπτωση μπορώ να πω πως ήταν λίγο πιο εύκολο καθώς εδώ μας περίμενε η οικογένεια της γυναίκας μου, η οποία με βοήθησε να προσαρμοστώ πιο εύκολα. Τα ταξίδια που είχαν προηγηθεί στην Αμερική με την οικογένεια μου, έστω και για διακοπές, μπορώ να πω βοήθησαν στην απόφαση αυτή, γιατί έζησα έστω για λίγο τον εδώ τρόπο ζωής. Οπότε όταν μετακομίσαμε εδώ το περιβάλλον μου ήταν σχετικά γνώριμο.
Και φτάνει η ώρα όπου όλο αυτό γίνεται πράξη. Φτάνεις στην Αμερική… είναι αυτό που φανταζόσουν, ως πρώτη γεύση της νέας σου ζωής; Περιέγραψέ μας τις πρώτες σου εμπειρίες.
Σίγουρα κάθε αρχή και δύσκολη, που λένε. Περισσότερο από όλα σου λείπει το σπίτι σου, η οικογένεια σου, οι φίλοι σου. Αυτά ήταν τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν στην αρχή, όμως όσο περνούσε ο καιρός η προσαρμογή μου εδώ γινόταν όλο και πιο εύκολη. Η δουλειά, την οποία κάνω ακόμα και τώρα που μιλάμε (υπεύθυνος δικτύου φούρνων), βρέθηκε σχετικά γρήγορα. Ρόλο όμως στην προσαρμογή έπαιξε και το μπάσκετ, αφού πήρα μέρος στο Ελληνικό πρωτάθλημα. Δεθήκαμε με τα παιδιά και αυτοί με την σειρά τους με έκαναν να νιώσω σαν στο σπίτι μου. Πλέον, μπορώ να πω, η ζωή μας εδώ δεν έχει καμία διαφορά από αυτή της Ελλάδας.
Άρα υπάρχει κοινότητα Ελλήνων εκεί όπου ζεις, με την οποία η οικογένειά σου έχει επαφή και η οποία κάνει ενδεχομένως πιο εύκολη τη σκέψη του τόπου που άφησες πίσω…
Όταν πρωτοήρθαμε στην Αμερική μέναμε στην Αστόρια, όπου όλοι γνωρίζουν πως είναι μια περιοχή γεμάτη από Έλληνες. Αυτό βοήθησε πάρα πολύ στην προσαρμογή μου. Η Ελληνική κοινότητα εδώ ταυτίζεται συνήθως με τις εκκλησίες , οι οποίες κάνουν πολύ καλή δουλειά στο να κρατήσουν τα Ελληνικά ήθη και έθιμα ζωντανά. Το Ελληνικό σχολείο βοήθησε επίσης το γιό μου πάρα πολύ στην μετάβαση αυτή. Τα διάφορα φεστιβάλ που πραγματοποιούνται κατά καιρούς σε φέρνουν σίγουρα πιο κοντά στην Ελλάδα, αλλά ακόμα και οι καφετέριες, τα εστιατόρια και τα club με Ελληνική μουσική σε κάνουν, έστω και λίγο, να αισθάνεσαι ότι είσαι πίσω στην πατρίδα ή να σου μεταφέρουν εικόνες από αυτή.
Άλλωστε δεν αφήνεις και πολύ χρόνο να περνά, καθώς όποτε σας δίνεται η ευκαιρία επιστρέφετε στα πάτρια εδάφη…
Ναι σίγουρα, προσπαθούμε κάθε καλοκαίρι να ερχόμαστε στην Ελλάδα. Άλλωστε το καλοκαίρι η Ελλάδα μας δεν συγκρίνετε με κανένα μέρος του κόσμου και ειδικά η Ναύπακτος που είναι από τα πιο όμορφα μέρη, όπως θα συμφωνήσουν πολλοί μαζί μου. Άλλος ένας σημαντικός λόγος που επιδιώκουμε συνεχώς τα ταξίδια στη χώρα είναι ότι θέλω ο γιός μου να μην χάσει την επαφή με τον τόπο καταγωγής του και να ξέρει ότι γυρνάμε πίσω στην πατρίδα.
Από τότε μέχρι και σήμερα έχουν περάσει περίπου έξι χρόνια. Αν και είναι νωρίς για να κάνεις έναν απολογισμό, τι πρόσημο θα έβαζες;
Σίγουρα δεν το έχω μετανιώσει ούτε στιγμή. Δόξα τον θεό μέχρι τώρα όλα μας έχουν έρθει καλύτερα από ότι περίμενα. Γενικά η Αμερική είναι μια χώρα που αυτό που μου έχει δείξει μέχρι τώρα είναι ότι με λίγη σκληρή δουλειά και επιμονή στο τέλος σίγουρα με τον έναν η τον άλλο τρόπο θα σε ανταμείψει. Αντίθετα, και με πικρία το λέω αυτό, η Ελλάδα μας δύσκολα θα το κάνει αυτό ως κανόνα. Η ζωή μας μπορώ να πω, από τον πρώτο χρόνο κιόλας, κυλάει φυσιολογικά, με τις δουλειές μας, με τον γιο μας πλέον να πηγαίνει σε αμερικάνικο σχολείο και βέβαια να παίζει μπάσκετ για το Ελληνικό πρωτάθλημα. Την περασμένη χρόνια μάλιστα πραγματοποιήσαμε την αγορά του σπιτιού μας κι αυτό μας γέμισε με μεγαλύτερη χαρά. Τέλος το πρόσημο που βάζω για την ζωή μας στην Αμερική μέχρι τώρα είναι σίγουρα… Α+.
Μοιραία σε μία τέτοια συζήτηση τίθεται και το ερώτημα «πως βλέπεις το μέλλον της οικογένειά σου σε κάποια χρόνια από τώρα;». Η εικόνα που σου έρχεται στο μυαλό σας βρίσκει στην Αμερική να υποθέσω…
Αυτή την στιγμή δεν κοιτάω την επιστροφή για τον απλό λόγο ότι βλέπω το μέλλον του γιου μου εδώ. Σίγουρα μου λείπει η οικογένεια μου και οι φίλοι μου, αλλά με το να με επισκέπτονται και εμείς να πηγαίνουμε στην Ελλάδα έστω και για διακοπές, απαλύνεται ο «πόνος της ξενιτιάς». Βέβαια η κατάσταση ακόμα και αυτή την ώρα στην Ελλάδα δεν βοηθά καθόλου στο να μπω σε μία τέτοια σκέψη.
Κλείνοντας θα ήθελες να στείλεις ένα μήνυμα στους δικούς σου ανθρώπους που θα διαβάσουν αυτή τη συνέντευξη στη Ναύπακτο;
Μας λείπουν όλοι πάρα πολύ, η σκέψη μας θα είναι πάντα σε αυτούς. Χαιρετίσματα πολλά στην παλιοπαρέα και καλή αντάμωση να έχουμε το καλοκαίρι.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εμπρός» στις 16/2/2018