Ο Βασίλης Βούκλιζας ασχολείται με τη φωτογραφία 30 χρόνια. Με τη στήλη του «Μία εικόνα… ένα κείμενο» στην «ε» μας έχει μυήσει σε φωτογραφίες που έγραψαν τη δική τους ιστορία, φέροντάς μας πιο κοντά σε αυτές, αλλά και μαθαίνοντάς μας τα μυστικά τους. Σήμερα μας μιλά για την πορεία ενασχόλησής του με αυτή, για την εξέλιξη της τεχνολογίας και πόσο την επηρέασε, για την ευκολία ή όχι πρόσβασης όλων μας μέσω των κινητών τηλεφώνων στο αντικείμενο, αλλά και για τα επόμενα σχέδιά του. Διαβάστε όλα όσα μας είπε σε μία άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη.
Κύριε Βούκλιζα, πέραν της επαγγελματικής σας ενασχόλησης ως τοπογράφος μηχανικός, είστε γνωστός και για τη σχέση που έχετε αναπτύξει εδώ και πολλά χρόνια με τη φωτογραφία. Παίρνοντας τα γεγονότα με τη σειρά τους, πότε και πώς ξεκίνησε αυτή;
Ξεκίνησε πριν 30 περίπου χρόνια με την εγγραφή μου στο σωματείο φωτογράφων «Φωτογραφικός Κύκλος», μέλος του οποίου εξακολουθώ να είμαι μέχρι σήμερα και με την παρακολούθηση μαθημάτων τεχνικής, αλλά περισσότερο αισθητικής-τέχνης της φωτογραφίας (και μέσα από εκατοντάδες βιβλία-λευκώματα) με δάσκαλο τον Πλάτωνα Ριβέλλη, του οποίου μαθητής εξακολουθώ να είμαι επίσης μέχρι σήμερα. Η διά βίου μάθηση στην πράξη.
Όταν μιλάμε για την ενασχόληση με τη φωτογραφία, θα πρέπει καταρχάς να καταλάβει ο κόσμος πως το αντικείμενο αυτό στην πορεία του χρόνου εξελίχθηκε με την παράλληλη εξέλιξη της τεχνολογίας. Άρα κάποτε, όταν εσείς ξεκινήσατε, δεν είχε καμία σχέση με αυτό που σήμερα γνωρίζουμε…
Πολύ σωστή η παρατήρησή σας. Πράγματι, μπορώ να πω ότι είμαι της γενιάς των φωτογράφων που έζησε και τις δύο τεχνολογίες της φωτογραφίας, την αναλογική-χημική και την ψηφιακή. Η πρώτη είχε να κάνει με το φιλμ σε μορφή ζελατίνας, όπου δεν ήξερες τι έχεις τραβήξει εάν πρώτα δεν το είχες εμφανίσει. Επίσης, το δυσκολότερο πρόβλημα για πολλούς ήταν ότι οι μηχανές δεν είχαν αυτοματισμούς και έπρεπε να γνωρίζεις πολύ καλή τεχνική για να τις ρυθμίσεις. Να φανταστείτε υπήρχαν ακόμα φωτογραφικές μηχανές με ανεστραμμένο είδωλο, δηλ. μέσα από τον φακό έβλεπες τον κόσμο ανάποδα. Εκεί που τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα,-αλλά και η μαγεία της φωτογραφίας-ήταν το τύπωμα, όπου μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο (σκοτεινός θάλαμος) και μέσα σε λεκάνες χημικών φτιαγμένων σε σωστή αναλογία και θερμοκρασία, πάνω σε ένα λευκό χαρτί εμφανιζόταν σιγά-σιγά η φωτογραφία. Σήμερα όλα αυτά τα στάδια μας φαίνονται σαν να ανήκουν σε ένα μακρινό παρελθόν, αφού με το κλικ έχουμε ταυτόχρονα και την εμφάνιση της φωτογραφίας στην οθόνη της μηχανής. Αυτό είναι το μεγάλο δώρο της τεχνολογίας.
Έχω ακούσει να λένε παλιοί φωτογράφοι πως κάποτε ένα… κλικ μετρούσε πολύ, ενώ σήμερα μπορείς να κάνεις όσα θες μέχρι να πετύχεις το «κατάλληλο». Έχασε λίγο από τη μαγεία της η φωτογραφία στο πέρασμα του χρόνου με τις τόσες διευκολύνσεις που παρέχει πλέον η τεχνολογία;
Το ερώτημά σας συνδέεται άμεσα με το προηγούμενο, σαν φυσική συνέχειά του. Το κλικ μετρούσε παλιά αλλά μετρά εξίσου και σήμερα. Το δώρο της τεχνολογίας που σας ανέφερα προηγουμένως σταματά στο κλικ, γιατί η φωτογραφία ξεκινά στο κλικ, με την έννοια ότι ο φωτογράφος αποφασίζει την στιγμή του, με την βεβαιότητα της επιλογής του και η οποία είναι αποτέλεσμα γνώσης και εμπειρίας. Άρα ο «βομβαρδισμός» του θέματος με αλλεπάλληλα κλικ συνήθως φανερώνει αδυναμία του φωτογράφου, αδυναμία που θα έχουν διαπιστώσει οι περισσότεροι κατά τον χρόνο της επιλογής, όπου δεν ξέρουν μέσα από πολλές παρόμοιες φωτογραφίες ποιές να κρατήσουν και ποιες να πετάξουν. Στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματός σας ,-για την μαγεία της φωτογραφίας-και εδώ δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Είναι το τελικό αποτέλεσμα που έχουμε πάνω στο χαρτί, αυτό μετράει και από αυτό κρινόμαστε. Αυτό προφανώς δεν έχει σχέση με την τεχνολογία, γιατί είναι σαν να ρωτάτε έναν ποιητή αν έχει γράψει το ποίημά του με μολύβι ή στον υπολογιστή.
Το κινητό τηλέφωνο έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό αντικαταστήσει τη φωτογραφική μηχανή. Μιλώ για την χρήση από τους ανθρώπους που θέλουν να αποτυπώσουν στιγμές. Όμως, αυτό παράλληλα δεν είναι και μία διευκόλυνση ώστε περισσότεροι άνθρωποι να έρθουν σε επαφή μαζί της;
Σίγουρα το κινητό τηλέφωνο έδωσε την δυνατότητα σε όλους να παίρνουν φωτογραφίες. Έχει υπολογισθεί ότι πάνω από δύο δισεκατομμύρια φωτογραφίες ανεβαίνουν κάθε ημέρα στο διαδίκτυο. Σκεφθείτε πόσες παράγονται. Νομίζω όμως, αν και εγώ έχω κάνει φωτογραφίες με κινητό, ότι πρέπει να το δούμε περισσότερο σαν ένα είδος σημειωματάριου για συγκράτηση στιγμών, σαν διευκόλυνση όπως είπατε και όχι σαν σοβαρό φωτογραφικό μέσο. Άλλωστε οι τεχνικές δυνατότητες ενός πολύ καλού κινητού (αν βγάλουμε έξω την ανάλυση) είναι πολύ κατώτερες από μία απλή φωτογραφική μηχανή και κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να την αντικαταστήσει. Τώρα, για το τελευταίο σκέλος του ερωτήματός σας αν μπορούν με το κινητό να έλθουν περισσότεροι σε επαφή με την φωτογραφία, μάλλον όχι αν μιλάμε για αυτήν που χαρακτηρίζεται δημιουργική και αν αναλογιστεί κανείς ότι το συντριπτικό ποσοστό φωτογραφιών με κινητό αφορούν μία φωτογραφία σαν διασκέδαση-παιχνίδι, με κύρια θεματολογία τις selfies ή προσωπικές (πάντα χαρούμενες) στιγμές κοινωνικών εκδηλώσεων, ταξιδιών κλπ.
Για να εξειδικεύσουμε λίγο τη φωτογραφία. Ο όρος «καλλιτεχνική φωτογραφία» υφίσταται κι αν ναι, ποια είναι αυτή;
Αν δεχθούμε ότι η φωτογραφία είναι τέχνη, ή μπορεί να γίνεται τέχνη, τότε υφίσταται και ο όρος «καλλιτεχνική φωτογραφία». Αν θέλουμε να την ορίσουμε, δεν μπορούμε νομίζω να βρούμε πιο λιτό και περιεκτικό ορισμό από αυτόν που έδωσε ο ζωγράφος και θεωρητικός τέχνης Paul Klee: «Τέχνη είναι το μετουσιωμένο είδωλο της φύσης». Όταν η φωτογραφία (όπως και κάθε άλλη τέχνη) πετυχαίνει αυτή την «μετουσίωση» του πραγματικού, τότε μπορούμε να μιλάμε για καλλιτεχνική φωτογραφία. Το δύσκολο εδώ είναι ότι δεν βοηθάει αποκλειστικά η τεχνική (αν και είναι απαραίτητη η καλή γνώση της) ούτε οι κανόνες, όπως κατ’ αναλογία δεν είναι σίγουρο, μιάς και αναφερθήκαμε σε ποιητές, ότι αν κάποιος γνωρίζει άριστα την γλώσσα, γνωρίζει άριστα γραμματική και συντακτικό και έχει τελειώσει και μία ανώτατη σχολή, μπορεί να γράψει ένα καλό ποίημα. Άλλωστε ποια είναι η σχολή που βγάζει ποιητές; Επομένως εδώ μετράει μία παιδεία (και με την γνώση του έργου των μεγάλων προγενεστέρων του) και περισσότερο η γενικότερη καλλιέργεια του φωτογράφου, αφού στην ουσία το έργο που κάνει είναι ότι είναι ένας ευαίσθητος δέκτης που μέσα από το φίλτρο της δικής του προσωπικότητας και ευφυίας μεταμορφώνει τα φωτογραφιζόμενα αντικείμενα πρόσωπα και γεγονότα, σε φωτογραφικά γεγονότα, δηλαδή σε φωτογραφική πραγματικότητα-καλλιτεχνικό γεγονός.
Αν ας ζητούσα να μας μιλήσετε για τις κυριότερες «στάσεις» έως σήμερα της ενασχόλησής σας με τη φωτογραφία, ποιες θα ήταν αυτές που θα μας αναφέρατε;
Σίγουρα πρώτη και καθοριστική η γνωριμία μου με τον Πλάτωνα Ριβέλλη, με την έννοια ότι πολύ σύντομα μπήκαν σε σωστή βάση και σειρά οι σκόρπιες απόψεις που είχα ως τότε για την τέχνη και έτσι δεν έχασα χρόνο στην φωτογραφία. Εξίσου σημαντική «στάση» θεωρώ την έκδοση κάθε βιβλίου μου. Είναι σαν την γέννηση ενός παιδιού. Δεν μπορώ να μην θυμηθώ και την διδασκαλία της φωτογραφίας στα τμήματα της Λαϊκής Επιμόρφωσης κατά την δεκαετία του 1990 με σημαντικότερο για εμένα όφελος την γνωριμία με πολλούς αξιόλογους ανθρώπους τους οποίους δεν αποκαλώ μαθητές αλλά φίλους και που με αρκετούς από αυτούς συνδεόμαστε μέχρι σήμερα και εξακολουθούν ύστερα από 25-30 χρόνια να με ακούνε ακόμα. Κατόπιν, οι διάφορες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις και οι πολύτιμοι και πολύ αγαπητοί φίλοι, παλιοί και νεότεροι, που απέκτησα όλα αυτά τα χρόνια στον Φωτογραφικό Κύκλο. Οι ομιλίες και παρουσιάσεις σε διάφορες ομάδες στην Ελλάδα, τα σχόλια σε φωτογραφίες μεγάλων φωτογράφων, που συνεχίζονται ακόμα, στο ιντερνετικό φωτογραφικό περιοδικό iFocus. Πολύ σημαντικό γεγονός θεωρώ επίσης την σειρά των πάνω από 70 μικρών κειμένων που δημοσιεύθηκαν για δύο συνεχή χρόνια στην τοπική μας εφημερίδα «Εμπρός», για τον λόγο ότι ήλθε το κοινό της πόλης μας σε μία πρώτη γνωριμία με αυτό που ονομάζεται καλλιτεχνική φωτογραφία και θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για άλλη μία φορά, δημόσια, για την ευκαιρία αυτή που μου δώσατε.
Φωτογραφία και κινηματογράφος. Ποια η σχέση των δύο; Το ρωτώ γιατί τις Δευτέρες του χειμώνα κάνατε το πρόλογο στις ταινίες που πρόβαλε η Λέσχη του Adagio II…
Η σχέση των δύο σταματάει στο παραλληλόγραμμο της εικόνας, όπου εκεί υπάρχει η εξωτερική ομοιότητα. Είναι πολύ διαφορετικός ο ρόλος του διευθυντή φωτογραφίας σε μία ταινία από έναν φωτογράφο και τούτο έγκειται στην ουσιώδη διαφορά που έχει ο κινηματογράφος με την φωτογραφία, αφού στην πρώτη περίπτωση έχουμε ροή εικόνας, άρα ο κινηματογράφος αφηγείται, ενώ στην δεύτερη περίπτωση η φωτογραφία μπορεί μόνο να περιγράφει μέσα από μία στιγμιαία ακριβή περιγραφή.
Ο περισσότερος ελεύθερος χρόνος που έχετε πλέον μας επιφυλάσσει και κάτι νέο σχετικά με εσάς και τη φωτογραφία;
Συνεχίζεται η φωτογράφιση για να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του χρόνου η τελευταία σειρά φωτογραφιών με θέμα την νύχτα (The night), μέρος της οποίας έχει αναρτηθεί στο site του Φωτογραφικού Κύκλου, συνεχίζονται οι δημοσιεύσεις της σειράς «Μία Φωτογραφία & Ένα Σχόλιο» στο iFocus και ετοιμάζεται μάλλον για του χρόνου, πρώτα ο Θεός, η έκδοσή τους σε βιβλίο. Ο υπόλοιπος χρόνος αφιερώνεται στον κινηματογράφο και στο πρόγραμμα για την νέα σεζόν.
Και τέλος… η πόλη μας η Ναύπακτος, είναι ερέθισμα για έναν φωτογράφο κι αν ναι γιατί;
Σίγουρα, μία τόσο όμορφη πόλη είναι ερέθισμα για κάθε φωτογράφο και αυτή η ομορφιά είναι που απαντά στο γιατί του ερωτήματός σας. Αλλά τι βλέπει ο κάθε φωτογράφος στην Ναύπακτο; Οι φωτογραφίες μου που συνοδεύουν την μικρή αυτή συνέντευξη είναι όλες από την Ναύπακτο. Όμως λίγα πράγματα το θυμίζουν, θα μπορούσαν να είναι οπουδήποτε αλλού. Εδώ πρέπει να θυμηθούμε για πιο είδος φωτογραφίας κυρίως μιλάμε. Γιατί αν μιλάμε, όπως είπαμε προηγουμένως, για μία φωτογραφία που προσπαθεί με αφετηρία την πραγματικότητα να εκφράσει μία εσωτερική πραγματικότητα και αντίληψη για τα πράγματα, τότε όλες οι φωτογραφίες ενός φωτογράφου θα έχουν μία συνοχή και θα μοιάζουν μεταξύ τους ανεξαρτήτως του τόπου. Γιατί γι’ αυτόν δεν έχει τόσο σημασία ο τόπος, αλλά ο τρόπος που θέλει να δείξει κάτι. Δεν έχει καθόλου σημασία που τραβήχτηκε μία φωτογραφία, δηλαδή το που και το πότε, αλλά το τι και το πώς.
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»