Ο Κωνσταντίνος Χατζής έχει σκηνοθετήσει για τη φετινή σεζόν δύο έργα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, το «Μέγα Ιεροεξεταστή», στο ρόλο του οποίου βρίσκεται η Λυδία Κονιόρδου και τους «Δαιμονισμένους», τα οποία το Σάββατο και την Κυριακή θα έχουμε την ευκαιρία να τα φιλοξενήσουμε στην πόλη της Ναυπάκτου (διαβάστε εδώ). Σήμερα στην «ε» συζητάμε μαζί του για τη «γνωριμία» του με το μεγάλο συγγραφέα, για τη σύνδεση των δύο παραστάσεων μεταξύ του, για την παλιά και τη νέα γενιά των ηθοποιών, καθώς και για το τι έρχεται συνειρμικά στο μυαλό του όταν ακούει τη λέξη Ναύπακτος.
Κύριε Χατζή έρχονται στην πόλη της Ναυπάκτου δύο παραστάσεις, βασισμένες σε έργα του Ντοστογιέφσκι. Καταρχάς τι σας «είπαν» αυτά τα έργα για να φτάσετε στο σημείο να τα δουλέψετε και να τα δώσετε στο κοινό;
Καταρχάς είμαι πολύ χαρούμενος που ερχόμαστε στην Ναύπακτο. Η σχέση μου με τον Ντοστογέφσκι αρχίζει από τα εννιά μου χρόνια. Είναι ένας συγγραφέας που με καθόρισε και με διαμόρφωσε μέσα από τα μυθιστορήματά του και ήταν φυσικό και επόμενο όταν ασχολήθηκα με τη σκηνοθεσία να ανεβάσω έργα του στη σκηνή. Μέσα από τους «Δαιμονισμένους» και τον «Μέγα Ιεροεξεταστή» ήθελα να αναζητήσω τη σχέση μου με την «πίστη» με ό,τι κι αν αυτό σημαίνει. Και αυτά τα δυο έργα περιστρέφονται γύρω από την πίστη, την αναζήτησή του ανθρώπου για την ελευθερία, τις προσωπικές και κοινωνικές ηθικές, φτάνοντας στον πυρήνα της ανθρώπινης αναζήτησης δηλαδή την αέναη και ακούραστη πάλη των τρομερών αντιθέσεων της φύσης του ανθρώπου.
Για να τα βλέπουμε το ένα μετά το άλλο, καθώς έτσι παρουσιάζονται, είδατε μεταξύ τους κάποια σύνδεση;
Η επιλογή αυτών των έργων να παιχτούν το ένα μετά το άλλο έγινε γιατί το ένα στην πραγματικότητα απαντάει στο άλλο. Στους «Δαιμονισμένους» ο συγγραφέας μέσα από έναν πυρετικό λόγο θέτει ατέλειωτα ερωτήματα γύρω από τις νέες πολιτικές τάσεις της εποχής-κυρίως τα ευρωπαϊκά πολιτικά ρεύματα που είχαν αρχίσει να παρεισφρύουν στη Ρώσικη πολιτική ζωή- από τις φιλοσοφικές αναζητήσεις γύρω από την ύπαρξη και τον θεό, το πού πρέπει να πιστεύει κανείς ή να μην πιστεύει, την αθεΐα. Θέτει συνεχώς ερωτήματα τα οποία και αφήνει ανοιχτά χωρίς να απαντάει. Ερωτήματα που γεννούν συνεχώς καινούργια ερωτήματα. Αυτά τα ερωτήματα λοιπόν συναπαντιούνται στον Μέγα ιεροεξεταστή. Ένα βαθιά φιλοσοφικό κείμενο που γράφει ο Ντοστογέφσκι ως επιστέγασμα της δίκης του προσωπικής αναζήτησης γύρω από τον θεό, την πίστη, την εξουσία, την ελευθερία και συνολικά τον άνθρωπο. Είναι ένα κείμενο «ιερό» μιας και η μελέτη και η αναζήτησή και τα συμπεράσματα του συγγραφέα μέσα από τα τόσα μυθιστορήματα που έγραψε βρίσκονται εδώ, στο κείμενο του Μέγα ιεροεξεταστή.
Μεγάλο το βάρος ενός σκηνοθέτη να καταπιάνεται με έργα τόσο μεγάλων συγγραφέων;
Δε θα έλεγα πως πρόκειται για «βάρος» αλλά για μια προσπάθεια εσωτερικής μεταμόρφωσης που κρύβει πολύ κόπο, δουλειά και βάσανο. Όλα τα μεγάλα κείμενα έχουν κανόνες που πρέπει να ανακαλύψεις, να αποκωδικοποιήσεις και να ακολουθήσεις. Τα μεγάλα κείμενα δε χρειάζονται τις ιδέες μας ή το ψυχισμό μας μιας και αυτά διαμορφώνουν τον ψυχισμό μας και μας ανοίγουν απένταρους δρόμους πνευματικά αλλά και στη φαντασία μας. Πρέπει να σταθείς «ανοιχτός», σαν άγραφο χαρτί να δεχθείς την δύναμη τους και να τα αφήσεις να μιλήσουν από μόνα τους. Πράγμα που είναι πολύ δύσκολο. Γιατί η απλότητα απαιτεί να γνωρίζεις πολύ καλά να πετάς και να φτάνεις στο «κουκούτσι» στο πραγμάτων. Δουλειά δουλειά δουλειά. Και αν τα καταφέρεις νιώθεις τρομερά ανάλαφρος.
Συνεργαζόσαστε με την κ. Κονιόρδου αλλά και με μία σειρά νέων Ελλήνων ηθοποιών για τις δύο παραστάσεις. Αλήθεια, κατά την άποψή σας, η νέα γενιά ηθοποιών πρέπει να φέρει στις πλάτες της το βάρος της απόδειξης ότι μπορεί να συνεχίσει την παράδοση των μεγάλων του παρελθόντος, ή πρέπει να λειτουργεί χωρίς το βλέμμα προς αυτούς;
Είναι η τέταρτη φορά που συνεργαζόμαστε με την Λυδία. Και επειδή η πρώτη μας συνεργασία ήταν στο ξεκίνημα μου υπήρξε για μένα ένα μεγάλο «σχολείο». Από την άλλη η συνεργασία μου με νέους ηθοποιούς είναι ένα άλλο διαφορετικό αλλά εξίσου σημαντικό σχολείο. Ένα λάθος που έγινε ήταν ότι η νέα γενιά αποκόπηκε από την παλιά και μάλιστα έγινε με έναν τρόπο απαξιωτικό και ναρκισσιστικό. «Εμείς θα τα αλλάξουμε όλα, εσείς είστε παλιοί». Φυσικά υπάρχουν ευθύνες και στους καλλιτέχνες της παλιάς γενιάς, αν και δε μ´ αρέσει ο όρος «παλιά γενιά». Υπήρξε αυτό το νέο «κίνημα» της αποδόμησης αλλά από ανθρώπους που δεν ξέρουν τι σημαίνει δομή. Ας ανατρέξουμε στην λογική της «ιστορίας»…. υπάρχει μια συνέχεια. Δε μπορείς να αμφισβητείς το παρελθόν, ούτε να το ξεχνάς, ούτε να κανείς πως δεν υπήρχε. Να ξεδιαλύνεις ναι, να κρατάς τα σημαντικά, αλλά όλα στηρίζονται σε μια συνέχεια. Αυτό είναι μεγίστης σημασίας να το καταλάβουμε. Να μελετάμε το παρελθόν για να χτίζουμε ένα παρόν όπως εμείς θέλουμε ή μπορούμε. Η παράδοση είναι ένα σπουδαίο εργαλείο που πρέπει να κατέχουμε για να μπορέσουμε να απελευθερωθούμε και να βρούμε έναν, ίσως, καινούργιο δρόμο.
Και τέλος, μία ερώτηση που απευθύνουμε σε όλους τους καλλιτέχνες που έρχονται στην πόλη μας, όταν ακούτε τη λέξη Ναύπακτος, τι σας έρχεται στο μυαλό;
Αμέσως έρχεται στο μυαλό μου το κάστρο της Ναυπάκτου. Αυτό το στολίδι του ελληνικού πολιτισμού μας, που κάθε φορά που βρίσκομαι εκεί νιώθω όλο το παρελθόν να ενώνεται με το παρόν και με το μέλλον.
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»