8.8 C
Nafpaktos
Sunday, November 24, 2024
spot_img
spot_img

Λαογραφικά & ιστορικά της Ρούμελης: Αλώνισμα

spot_img

Γράφει η Σπυριδούλα Πιά 

Πρωί πρωί, οι σπιτικοί κι ο γεωργός βρίσκονται στο αλώνι. Παίρνουν τα δεμάτια απ’ τη θημωνιά και τα στήνουν ορθά γύρω-γύρω στο στρίγερο στο αλώνι. Έπειτα κόβουν τα δεμάτια και τα δεμάτια σκορπιούνται σε σωρός από χειρόβολα.

Λύνουν τα χερόβολα και τότε τα στάχυα σαν στοίβα πιάνουν ολόκληρο το αλώνι. Πριν αρχίσουν να λύνουν τα χερόβολα στ’ Άγραφα, μπήγουν στο στρίγερο ένα μαχαίρι για να διώχνει τα βάσκανα μάτια.

Ο γεωργός όταν έρθει η ώρα, βάζει τ’ άλογα εμπρός και πηγαίνουν στ’ αλώνι. Αν περάσουν από βρύση ή από αυλάκι, τα ποτίζουν πρώτα και φθάνουν στ’ αλώνι.
Δένουν την τριχνή τριχιά στο στρίγερο, στρίγερος ο κεντρικός στύλος που βρίσκεται στο κέντρο του αλωνιού και με αγκούτσα πιάνουν τη θηλιά απ’ το ένα, το προς τα μέσα άλογο. Ξεκινάνε και ο Αλωνάρης χτυπάει πίσω τ’ άλογα με το καμουτσίκι, που κρατάει στα χέρια του.
Τ’ άλογα παίρνουν φόρα και τρέχουν, κι όπως πατούν κάτω στα στάχυα και τα τρίβουν, ακούγεται ένας αδιάκοπο κρατς – κρουτς.

― Άϊντε, άιντε! ξεκινάτε, φωνάζει ο Αλωνάρης και τα ερεθίζει με κάμποσες καμουτσικιές στον αέρα για να τα τρομάζει και να τρέχουν.

Γυρίζουν, γυρίζουν και η τριχιά όλο και τυλίγεται στο στρίγερο και η ζυγή όλο και τον πλησιάζει. Αν πλησιάσει πολύ κοντά στο στρίγερο, είναι αδύνατο να γυρίσουν πίσω.

Άλλαξε, φωνάζει ο Αλωνάρης και ξεπιάνει την αγκούτσα απ’ τη θηλιά. Τ’ άλογα κάνουν μεταβολή προς τ’ αντίθετα. Ο γεωργός και η γυναίκα του κρατάνε το δικούλι. Το δικούλι είναι ξύλινο εργαλείο σαν τρίαινα με το δικούλι ανακατεύει τα στάχυα και τα μαζεύει μέσα στο αλώνι. Το δικούλι λέγεται και δικριάνι συνεχίζουν έτσι ώσπου ξεκαθαρίζει το σιτάρι απ’ τα στάχυα σιγά σιγά, φεύγουν τα στάχυα και μένει το σιτάρι.

Όταν τελειώσουν δίνουν ευχές ο ένας στον άλλο «Και του χρόνου, καλά ξελιχνίσματα!» «Να είσθε καλά και πολύχρονοι!».

Λίχνισμα
Τ’ άλογα βγαίνουν απ’ το αλώνι το δειλινό.
Τότε η γυναίκα του γεωργού, φέρνει φαγητό απ’ το σπίτι, στρώνει στον ίσκιο και κάθονται και τρώνε.
Σηκώνεται ο γεωργός παίρνει το δικριάνι ή δικούλι και σιγά σιγά μαζεύει όλο το χονδρό άχυρο, κοντά στις άκρες τ’ αλωνιού. Παίρνει κατόπιν τη σκούπα και μαζεύει το πιο αδύνατο άχυρο και το φτιάχνει σωρό.
Φέρνει η γυναίκα τα σακιά, έρχονται και οι γειτόνισσες τη βοηθάνε, σακιάζουν τ’ άχυρα κι από λίγα-λίγα τα κουβαλάνε στην αχερώνα, που βρίσκεται συνήθως εκεί κοντά!
Αν είναι μακριά η αχυρώνα τα κουβαλάνε με βριζόμα μεγάλα διχτυωτά σακιά, που τα φορτώνουν από δω κι από ’κει στις δύο πλευρές του ζώου το σαμάρι. Στ’ Άγραφα δεν έχουν (αποθήκες) αχυρώνες, αλλά αποθηκεύουν το άχυρο στην ύπαιθρο. Διαλέγουν ένα φουντωτό και διχαλωτό δέντρο. Καρφώνουν ξύλα στις διχάλες του και φτιάχνουν ένα κρεβάτι, πάνω εκεί μαζεύουν το άχυρο σε σχήμα κυλινδρικό και μυτερό στην κορυφή. Φτιάχνουν και μια στέγη από σάλωμα βρίζας και σκεπάζουν το σωρό.
Όταν το άχυρο κουβαληθεί, μένει στο αλώνι ο πιο λεπτός καρπός. Όταν φυσήξει κι αυτό περιμένει με αγωνία ο γεωργός, γίνεται με το δικράνι το λίχνισμα. Παίρνει τον μπουχό ο αέρας και τον πάει μακριά. Γι’ αυτό λέμε: «Έγινε μπουχός».
Το λίχνισμα είναι τέχνη, πρέπει να ξέρεις που θα σταθείς, προς τα που να φτυαρίσεις, ώστε να πέφτει καθαρός ο καρπός στο σωρό. Όταν τελειώσει βάζει ένα μαχαίρι στο σωρό για να ’ναι στέρεο το σιτάρι. Βλέπει τον καρπό των κόπων του και είναι ευτυχής, ευχαριστεί το Θεό που τον αξίωσε να φτιάξει το ψωμί των παιδιών του κι αυτή τη χρονιά.

Αλουστίνες νεράιδες του Αλωνιού
Οι νεράιδες στο θερισμό πηγαίνουν σε αλώνια και παίρνουν το σιτάρι. Γι’ αυτό όταν αλωνιστεί καλά το σιτάρι και θα βγάλουν τα ζώα το βράδυ, αμέσως άμα λύσουν τα ζώα, δένουν το στυγερό (στύλος στο κέντρο του αλωνιού) σταυρόχορτο και με το δικριάνι κάνουν σταυρούς στο λιώσιμο και μαζεύουν αμέσως το σωρό.
Όταν το λιχνίσουν και αρχίσει να πέφτει το σιτάρι καθαρό, κάνουν αμέσως απάνω σταυρό, γιατί το παίρνουν οι νεράιδες. Το καλαμπόκι δεν το παίρνουνε και γι’ αυτό δεν έκαναν τίποτε απ’ όλα αυτά.

Αλουνίσταινες
Οι ανέραιδες ανεράδες λέγονται εκείνες οι νεράιδες που βγαίνουν στα αλώνια τα μεσημέρια του Αυγούστου.
Είναι νέες γυναίκες, πολύ όμορφες, αλλαγμένες ή ασπροφόρες. Έχουν άτσες σαν του γαϊδάρου.
Βγαίνουν το μεσημέρι ή τα μεσάνυχτα, τις νύχτες που να μην έχει φεγγάρι και χάνονται πολύ πρωί στις τρεις που λαλάει ο πετεινός.
Τρελαίνονται στο χορό κι αρπάζουν τους άνδρες, νέους γέρους και τους βάζουν στο χορό.
Όταν χορεύουν, οι Αλουστίνες τραγουδούν:
«Πάμπακας γη μόλυβος» Μπαμπάκας (βαμβάκι) όποιος πει μόλυβος, τον αφήνουν, όποιος πει «Πάμπακας» τον παίρνουν στα φτερά τους. Όποιος πιάσει Αλουστίνα γίνεται ευτυχισμένος.
Πρέπει να περιμένει τη στιγμή που θα κράξει ο πετεινός που θα χαθούν, να πιάσει από το χέρι, εκείνη που διάλεξε, και να την κρατάει σφιχτά, να μην του φύγει.
Όταν κράξει ο πετεινός εκείνη υπομένει και τον ακολουθεί και κάνει ότι της πει. Οι παλιοί έλεγαν ότι αν βρεις Αλουστίνα το μεσημέρι να προφθάσει να την πιάσεις από τα μαλλιά.
Αν πιάσεις κάποια Αλουστίνα και τη βάλει ν’ αλέθει, δεν τελειώνει ποτέ το άλεσμα της Αλουστίνας.

Δημοτική Ποίηση
Στης Μαρουδιάς τ’ αλώνι

Εκεί πέρα κι αντίπερα στης Μαρουδιάς τ’ αλώνια,
εκεί αλώνιζαν δώδεκα και συνεμπάζαν δέκα.
Και η Μάρω με τη μάνα της σαρώνει, το μαζώνει
και η μάνα της τής έλεγε και η μάνα της τής λέει:
«Φεύγα, Μαριώ, ωχ τον κουρνιαχτό, φεύγα κι από τον ήλιο,
μη σε λερώσει ο κουρνιαχτός, μη σε μαυρίσει ο ήλιος».
«Μάνα, τον ήλιο αγαπώ, τον κουρνιαχτό το θέλω,
εγώ τον πρωτολυχνιστή άνδρα θα τόνε πάρω».
«Κόρη μου, ο πρωτολυχνιστής πολλά προικιά γυρεύει».
«Κι αν τα γυρεύει δώστε τα, καλός είν’ κι ας τα πάρει!
Γυρεύει βόδια για ζυγό, φοράδα για καβάλα,
γυρεύει αμπέλια ατρύγητα μ’ όλους τους τρυγητάδες,
θέλει χωράφια αθέριστα μ’ όλους τους θεριστάδες…
Κι αν τα γυρεύει, δώστε τα, καλός είν’ κι ας τα πάρει!».

spot_img
Newspaper WordPress Theme
spot_img
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme

Περισσότερα

Newspaper WordPress Theme