Γράφει η Σπυριδούλα Πιά
Στο Γαλαξείδι υπάρχει ένας παλαιός Ναός, ο Άγιος Νικόλαος. Δε είναι τυχαία η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, διότι το Γαλαξείδι είναι η παράκτια Ρούμελη, κι ο Άγιος Νικόλαος είναι ο προστάτης της θάλασσας. Το Γαλαξείδι είναι η Αρχαία «Οιάνθη» ή «Οιάνθια». Το τοπωνύμιο Γαλαξείδι φέρεται ότι το πήρε από κάποιον Γαλαξείδη που ήταν ο πρώτος οικιστής, σύμφωνα και με τη σύγχρονη ιστορία του Γαλαξειδίου.
Στο Γαλαξείδι υπάρχει ένα αριστουργηματικό Τέμπλο ξυλογλυπτικής. Το Τέμπλο φιλοτέχνησε ένας Ηπειρώτης ξυλογλύπτης. Είναι έργο που εντυπωσιάζει και καθηλώνει. Έχει άρτια τεχνική, με ένα ψυχικό βάθος, παρουσιάζεται μπροστά σου. Η δύναμη που έχει αποδώσει στις κινήσεις του Θεού και των Αγίων, στις πολυπρόσωπες σκηνές είναι πράγματι κι αυτός μέρος αυτού του πανέμορφου σύμπαντος. Είναι ένας τόπος σήμερα κοσμοπολίτικος, αλλά ταυτόχρονα φαίνεται η αρχοντιά και η ομορφιά του παλιού καιρού.
Τα σπίτια είναι γραφικά, καθώς και τα δρομάκια και τα καΐκια που λικνίζονται σε κάθε δυνατό φύσημα του ανέμου στο ήσυχο και πανέμορφο λιμάνι του. Ο αέρας που μοσχοβολάει βασιλικό κι αγριοτριανταφυλλιές, συμπληρώνουν το πανέμορφο τοπίο. Παλιά στα απλοϊκά ταβερνάκια μαζεύονταν οι ναυτικοί, δαρμένοι απ’ την αλμύρα της θάλασσας κι έπιναν μαζί με τους νέους του Γαλαξειδίου. Μέσα απ’ τα τραγούδια τους έβγαινε η ναυτική δόξα της πολιτείας, το μεγαλείο και η αρχοντιά της.
αι κάτω στη θάλασσα μια επιβλητική σειρά από καράβια με φανταχτερά χρώματα δείχνουν ακόμη τη λεβεντιά τους. Στο υψηλότερο σημείο του Γαλαξειδίου στέκεται περήφανα ο Άγιος Νικόλαος, ο προστάτης των θαλασσινών. Στον Άγιο Νικόλαο κατέφευγαν οι θαλασσομάχοι Καραβοκύρηδες, κι όλη η μεγάλη Ναυτική οικογένεια του Γαλαξειδίου. Κι ανάμεσα σε όλα τα εκπληκτικά, το θαυμάσιο αριστουργηματικό ξυλόγλυπτο ενός παλιού Γαλαξειδιώτη. Είναι ένα από εκείνα που τίμησαν την ελληνική ξυλογλυπτική.
Η Λαϊκή ξυλογλυπτική δεν έχει μόνο πλούσια παράδοση στον τόπο μας, αλλά αποτελεί ακριβό τμήμα της Λαϊκής μας Τέχνης. (Βλέπε Εκκλησιαστική Τέχνη). Δεν είναι τα είδη της οικιακής χρήσης, αυτή η τέχνη μας έδωσε αριστουργήματα στα τέμπλα των Εκκλησιών, στους άμβωνες, στα Δεσποτικά, εικόνες κ.λπ., απ’ τα σκορπισμένα στα βουνά μικρά ξωκκλήσια, ως τους μητροπολιτικούς Ναούς της Ρούμελης. Το Τέμπλο του Αγίου Νικολάου στο Γαλαξείδι, φιλοτέχνησε ένας Ηπειρώτης ξυλογλύπτης. Είναι έργο που εντυπωσιάζει και καθηλώνει. Έχει άρτια τεχνική, μ’ ένα ψυχικό βάθος που παρουσιάζεται μπροστά σου. Η δύναμη που έχει αποδώσει στις κινήσεις του Θεού και των Αγίων, τις πολυπρόσωπες σκηνές, είναι πραγματικά συγκλονιστικές. Μονάχα όταν γνωρίζουμε καλά μπορούμε να αξιολογήσουμε την συνθετική μορφή του έργου του και να το τοποθετήσουμε στα κλασικότερα έργα ξυλογλυπτικής. Είναι έργο θεόπνευστο. Μπορεί κάποιος όταν το δει, πώς αυτός ο καλλιτέχνης μπόρεσε να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία του απ’ την εσωτερική πλευρά των σχημάτων και να αποδώσει σ’ αυτά σχεδόν με τελειότητα, όχι την τεχνική τελειότητα της ξυλογλυπτικής, αλλά και την ψυχολογία των μορφών. Απέδωσε με εκπληκτική ακρίβεια τον πόνο, την συντριβή, τη δύναμη και την ομορφιά της ζωής, μέσα από εκπληκτικά συμπλέγματα, τόσο πολύπλοκα. Εργάσθηκε πάνω σ’ αυτό το τέμπλο δέκα χρόνια περίπου. Είναι αξιοθαύμαστο πως αυτός ο ξυλογλύπτης δέκα ολόκληρα χρόνια δεν έδειξε στο έργο του σημάδια κούρασης και ο χρόνος δεν αφαίρεσε τίποτε από το έργο του, αντίθετα πρόσθεσε στο μεγαλείο του. Είχε τεράστια ψυχική δύναμη. Η Εύα Βλάμη γράφει: «Το πιο μεγάλο στολίδι της Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου είναι το τέμπλο της. Δείχνει όλη την παλιά αρχοντιά της παράκτιας Πόλης, που τώρα δεν υπάρχει. Όμοιό του δεν υπάρχει σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνον, αλλά και έξω από αυτήν».
Κάθε εικόνα είναι δουλεμένη μονοκόμματα, σε ατόφιο ξύλο και ξεχωρίζουν όλα τα συναισθήματα που καθρεπτίζονται στα πρόσωπά τους. Το μόνο που τους λείπει είναι η μιλιά. Κι όλα στολισμένα από ένα διάκοσμο από γλάστρες με λουλούδια, με αγγέλους και πουλιά που τσιμπάνε λαίμαργα τα σπόρια. Κάθε πύλη πελεκημένη σαν καμπάνα, κι από πάνω από κάθε εικόνα αγγελούδια βαστάνε κορόνες για να την στεφανώσουν. Πάνω από την Ωραία Πύλη, ο Μεγαλοδύναμος δημιουργεί τον κόσμο με το Λόγο του. Αυτή η εικόνα παρασταίνεται με μια μεγάλη κεφαλή, όπου βγαίνει από το στόμα της μια αλυσίδα και κρατάει μιαν άμπελο. Και πιο ψηλά βλέπεις τον Υιόν του Θεού Εσταυρωμένο και τον κρατάνε τον Σταυρό δύο φτερωτά λιοντάρια.
Κι αυτό συμβολίζει πως η Χριστιανοσύνη με τη Σταύρωση του Χριστού έγινε δυνατή, σαν λιοντάρι, και με το λόγο του, άνοιξε φτερά και πέταξε σε Ανατολή και Δύση. Δώδεκα κολόνες με μια μικρή εκκλησία στα θεμέλιά της που τη βαστάνε αγγελούδια μεσ’ την αγκαλιά τους και στην κορυφή κι από έναν Απόστολο, δένουνε όλο το στήριγμα της εκκλησίας (με τη γενικότερη έννοια). Δώδεκα περιστερές κρατούν από τη μύτη τα δώδεκα καντήλια, για να φωτίζουνε το Τέμπλο. Τα τέσσερα είναι κρεμασμένα κάτω από σφαίρες σε σχέδιο αβγού στρουθοκαμήλου. Το τελευταίο δεν το’ φτιαξε τυχαία ο μαστρο-Νικόλας, αλλά έχει συμβολισμό. Όπως η στρουθοκάμηλος κλωσάει τ’ αβγά της με το κοίταγμα, έτσι κι οι εικόνες που φωτίζονται θα κάνουνε με τη θωριά τους να γεννηθεί η Πίστη στις ψυχές των ανθρώπων.
Ξακουστό είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο της Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου του Γαλαξειδίου, γράφει ο Κίτσος Μακρής. Το έντονο αναγλυφικό έξαρμα και τα κενά ανάμεσα στις μορφές, το καθιστούν τυπικό δείγμα «Κεντητού» ή «σκαλιστού στον αέρα» τέμπλου. Η εκτέλεση επιμελημένη και μικροτεχνική. Έχει ξεμακρύνει από την αδρότητα των προγενέστερων εκκλησιαστικών ξυλόγλυπτων. Σκηνές από συναξάρια Αγίων, ο Αποκεφαλισμός του Ιωάννη, η Αποκαθήλωση, το Άγιον Μανδήλιον, Άγγελοι με ρομφαίες, άπειρες μορφές που συμπλέκονται με ευκίνητα φυτικά διακοσμητικά απαρτίζουν ένα σύνολο, που αναδεύεται συνεχώς, αλλάζει με κάθε μεταβολή του φωτισμού και εκφράζει με τρόπο συνταρακτικό το αδιέξοδο της ελληνικής Λαϊκής Ξυλογλυπτικής. Όταν εγκατέλειψε τη σεμνή «στρωτή» εργασία της, κέρδισε μια πλούσια και ελεύθερη τεχνική, πλουτίστηκε με νέα μοτίβα, αλλά αντί να κυριαρχήσει πάνω στις καινούργιες της κατακτήσεις, κυριαρχήθηκε από αυτές. Το φαινόμενο δεν ήταν τυπικό, ούτε καν ελληνικό. Παρατηρείται σε όλον τον Βαλκανικό χώρο.
Ο Κίτσος Μακρής σε άλλο του άρθρο σχετικό με την ξυλογλυπτική, χαρακτήρισε το τέμπλο «το Κύκνειο άσμα» της ελληνικής ξυλογλυπτικής, που αφού κατέκτησε πλούσια και ελεύθερη τεχνική που συσσώρευσε άπειρα θέματα, αντί να κυριαρχήσει πάνω στις κατακτήσεις αυτές, βούλιαξε μέσα στην αφθονία της. Σκηνές από τα Πάθη του Χριστού, από τα συναξάρια Αγίων, το Άγιον Μανδήλιον, ολόσωμοι άγγελοι, Δράκοι, συμβολικά θέματα και πλήθος διακοσμητικών γεμίζουν ολόκληρη την επιφάνεια, σ’ ένα σύνολο δονούμενο αλλά κάπως απειθάρχητο.
Σχολιάζοντας εξάλλου ο Κ. Μακρής την εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο, έτσι όπως παρουσιάζεται στο τέμπλο του Αγίου Νικολάου γράφει: «Το θέμα εμφανίζεται συχνά στην εκκλησιαστική ξυλογλυπτική. Εδώ ο Μετσοβίτης τεχνίτης είναι κάτοχος προχωρημένης τεχνικής, γνώστης της ανατομίας του ανθρώπινου σώματος και μέτοχος των δυτικοευρωπαϊκών καλλιτεχνικών τάσεων». Μέσα στα γλυπτά – γράφει ο Παύλος Κυριαζής – βλέπεις να προβάλλει κάπου μια γυναίκα, μια Μάρθα της Γραφής, με θαλερή ηπειρώτικη κορμοστασιά, με τα μαλλιά χτενισμένα χωριάτικα, γεμάτη αδημονία γονιμότητας και άθελά σου περνάει απ’ το μυαλό τί ασίγαστα, ίσως μεράκια έθρεψαν την ψυχή του άγνωστου τεχνίτη. Και περπατάς συλλογισμένος κι αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που λέμε τέχνη, το ευγενικό υποκατάστατο πολλές φορές των απλών ζωικών ανθρώπινων αισθημάτων.
«Είναι – γράφει ο Ιωάννης Δ. Δημητρακόπουλος – το μοναδικόν εις την Ελλάδαν και έτι ευρύτερον τέμπλον, ξυλόγλυπτον έργον, ανεπαναλήπτου τέχνης και πολυετούς υπομονής. Το Τέμπλο κατασκευάσθη κατά τα έτη πέριξ του 1838. Και αρχικώς ετοποθετήθη εις τον παλαιόν Ναόν του Αγίου Νικολάου, του οποίου το άνοιγμα προ του Ιερού Θυσιαστηρίου και της Ωραίας Πύλης ήτο μικρότερον εις έκτασιν έναντι του μετέπειτα νέου Ναού. Δια τον λόγον τούτον, δεν ετοποθετήθησαν απαρχής τα εκατέρωθεν άκρα του τέμπλου, το οποίον είχεν κατασκευαστεί με αληθώς προφητικήν πρόβλεψιν κατασκευής μεγαλυτέρου ναού και όταν ανηγέρθη ο νέος Ναός προσετέθησαν και τα άκρα και έτσι ολοκληρώθη η Θέα του Έργου».
Το τέμπλο «έργο ηπειρωτών ταλιαδόρων – γράφει ο Κίτσος Μακρής – έγινε στα 1848, σε μια εποχή δηλαδή που η αυστηρότητα του ύφους των τέμπλων έχει παραχωρήσει τη θέση της, σε μιάν ανήσυχη …..
Από τη έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»