Της Σπυριδούλας Πιά
Τη φορεσιά της Ελατόβρυσης τη βρήκαμε από φωτογραφία του Παπαδογεωργόπουλου στο βιβλίο του «Στα καραούλια και στα λημέρια της Βοϊτσάς», ενώ πληροφορίες συγκεντρώσαμε και από μαρτυρίες μεγάλων γυναικών. Τη νυφική φορεσιά την συναντάμε στο βιβλίο του Βασίλη Σταυρογιαννόπουλου «Ρουμελιώτικος γάμος». Ο στρατηγός Σταυρογιαννόπουλος είχε βάλει σκιτσογράφο να αποθανατίσει το τελετουργικό του γάμου στην Ελατόβρυση κι αυτό το γνωρίζουμε από τον ίδιο.
Κάθε ελληνική φορεσιά είναι ένα σύνολο το οποίο χαρακτηρίζει μια ομάδα ανθρώπων που ζουν στον ελληνικό χώρο. Η φορεσιά λειτουργεί όπως κάθε ενδυμασία: ντύνει δηλαδή και στολίζει το κορμί και παρουσιάζει την όψη που επιθυμεί να δώσει εκείνος που τη φοράει στους τρίτους, παρέχοντας στον εαυτό του σιγουριά και άνεση. Μέσα στη συντηρητική και αυστηρή κοινωνία του χωριού και της κωμόπολης, η σιγουριά επιτυγχάνεται με την ομοιομορφία που προσφέρει μια «στολή». Η στολή βασίζεται στην παράδοση και στην συντηρητικότητα και διαφέρει ριζικά από τη μόδα που βασίζεται στην αλλαγή.
Η συντηρητική φορεσιά δημιουργεί απαγορευτικά … … ταμπού, αλλά και ταμπού που λειτουργούν δίνοντας μαζικές ιδιότητες σε ορισμένα εξαρτήματα, όπως ποδιά, ζωνάρι, κεφαλόδεσμοι κ.λπ.. Η ιστορία της ενδυμασίας στον ελληνικό χώρο, αρχίζει γύρω στο 1500 π.Χ.. Οι πηγές πληροφόρησης είναι κυρίως εικαστικές. Αποκαλυπτικά είναι τα ευρήματα της Κρήνης, της Σαντορίνης, των Μυκηνών και της Τίρυνθας. Το ελληνικό ένδυμα κατακτάει τους Ρωμαίους και έτσι διαδίδεται σ’ όλη τη Μεσόγειο. Περνάει στο Βυζάντιο και από το Βυζάντιο σε μας.
Ερχόμαστε στην Κραβαρίτικη γυναικεία φορεσιά που μοιάζει να έχει φτιαχτεί για να δείξει το κορμί και να εντυπωσιάσει. Σ’ αυτή βρίσκουμε αρχαιοελληνική και βυζαντινή επίδραση και υπάρχουν πολλές παραλλαγές από χωριό σε χωριό.
Όλες οι γυναικείες φορεσιές στα Κράβαρα, αλλά και σ’ όλη την Ελλάδα, έχουν ως βασικό ένδυμα την πουκαμίσα. Φαίνεται ότι παλαιότερα δεν είχαν εσώρουχα. Στα νεότερα χρόνια απέκτησαν μια φανέλα που στα μανίκια της προστέθηκαν τα «περιβραχιόνια», τα χερότια όπως λέγονται. Πάνω από τη φανέλα, φορούσαν την πουκαμίσα που στα άκρα των μανικιών είναι κεντημένη και ο ποδόγυρος τελειώνει με δαντέλα.
Υπάρχουν τρεις φορεσιές: Η νυφική που πάνω από την πουκαμίσα έχει το φόρεμα κεντημένο ολόγυρα με θέματα παρμένα από τη φύση, το άσπρο μαντήλι με φουντάκια τα βαμαβακέλα, το Ρουμελιώτικο δηλαδή μαντήλι. Όσο πιο πολύ κέντημα έχει η φορεσιά τόσο πιο άξια και αρχοντική ήταν η γυναίκα. Το κέντημα κάνει την ταξική διαφορά, όπως και η τσόχα. Πάνω από το φόρεμα φοράει ένα αμάνικο πανωφόρι, μαύρο με κόκκινα κεντήματα και σειρήτια, το λεγόμενο σιγκούνι όπου ήταν πανάκριβο και σπουδαίο. Η παροιμία λέει: «Πήγαινε στον κάμπο να δουλέψεις σιγκούνι να φορέσεις». Στα Κράβαρα το σιγκούνι ονομάζεται και «Σάρκα». Στο στήθος κουμπώνει με ασημοθηλειά. Στη μέση της φορούσε τον ασημοσουγιά με πολλές αλυσίδες που κατέληγαν στην πλάτη. Όλες οι Κραβαρίτισσες γυναίκες και οι Ευρυτανίδες, ουσιαστικά, οπλοφορούσαν για κάθε ενδεχόμενο. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Ο λαογράφος Λουκόπουλος τις ονομάζει Ανδρογυναίκες. Είναι αυτές που το 229 π.Χ. πολέμησαν με τους Γαλάτες και είχαν καθοριστικό ρόλο στο εθνικοφόρο αποτέλεσμα αυτού του πολέμου που ήταν καθοριστικό και για την Ελλάδα.
Χαρακτηριστική στην Κραβαρίτικη φορεσιά είναι η κεντημένη ποδιά. Το τμήμα του σώματος που καλύπτει είναι αυτό που θα φέρει στον κόσμο τη νέα ζωή. Παλαιότερα για αυτό το λόγο φοριόταν μόνο ως τελετουργικό την ημέρα του γάμου.
Στα πόδια φορούσαν μάλλινες και βαμβακερές κάλτσες.
Για τη φορεσιά της αρχοντοπούλας στα προικοσύμφωνα που έχουμε από το 1835 τα υφάσματα των φορεμάτων είναι και μεταξωτά, διότι καλλιεργούσαν μετάξι και βελούδινα, μάλλινα κ.λπ.. Η φορεσιά της αρχοντοπούλας ήταν διαφορετική. Ήταν από μετάξι ή βελούδο, είχε μακρύ χρυσοκεντημένο σιγκούνι, φορούσε φέσι με μακριά μαύρη φούντα κι όσο πιο πλούσια ήταν η φούντα τόσο πιο ευκατάστατη ήταν η γυναίκα.
Η τρίτη φορεσιά ήταν το φόρεμα με τις κορδέλες, γιορτινό, αλλά πιο απλό. Τα μαντήλια στις ελεύθερες ήταν χρωματιστά, όπως αναφέρει ο Παπαδογεωργόπουλος, στις νύφες και γενικά στις νέες λευκά, ενώ οι μεσήλικες είχαν καφέ που το έλεγαν «σκέπη» και οι πολύ ηλικιωμένες είχαν μαύρη σκέπη. Πρέπει εδώ να πούμε ότι το μαντήλι Και η ποδιά είχαν και μαγικό χαρακτήρα όπως αναφέρεται και στη δημοτική ποίηση: «Δως μου μάννα τα φλουριά σου τη γαλάζια την ποδιά σου να τη βάλω να χορέψω την καρδούλα του να κλέψω»
«Το ’βαψε με φιδόγλωσσες και με παρθένας αίμα και τρεις φορές το ξόρκισε το ’καμε μαγεμένο».
Οι ανδρικές φορεσιές είναι γνήσιες παρμένες από φωτογραφία του Παπαδογεωργόπουλου στο βιβλίο του «Στα καραούλια και στα λημέρια της Βοϊτσάς.
Δυστυχώς δεν έχει απομείνει καμία φορεσιά από τότε. Όταν ρωτήσαμε γιατί έγινε αυτό, τις γυναίκες κυρίως, μας είπαν ότι τα κατέστρεψαν για να ντύσουν τα παιδιά τους που είχαν δυστυχήσει λόγων των πολέμων.
Οι ανδρικές τοπικές φορεσιές είναι αυστηρές στο χρώμα και πλούσιες στη διακόσμηση.
Όλες έχουν για εσώρουχο τη φανέλα και τις κάλτσες και από καμιά δε λείπει το άσπρο πουκάμισο με τα φαρδιά μανίκια.
Η φανέλα στις άκρες των μανικιών έχει περιβραχιόνια, τα χερότια, όπως και η γυναικεία.
Τα μαύρα γιλέκα κεντημένα με λευκά σκρήνια δείχνουν αρχαιοελληνικά κατάλοιπα.
Είναι αδύνατον άνθρωποι απλοί να σχεδίασαν κατά τρόπο εντελώς αφαιρετικό αυτά τα σχέδια.
Τα πίσω μανίκια που πέφτουν σαν φτερά στις πλάτες δείχνουν δύο φίδια που βγαίνουν από τη γη. Το φίδι ήταν σύμβολο των Οφιόνων. «Οφιονείς» που είμαστε κι εμείς σημαίνει αυτόχθονες.
Στο επάνω μέρος αριστερά και δεξιά υπάρχει ένα σύμπλεγμα που φαίνεται να έχει μια ασπίδα, ένα ξίφος και ένα δόρυ. Η ασπίδα μοιάζει να είναι της Αθηνάς καθώς στο μέσον έχει ένα φίδι, αλλά και γιατί οι Οφιονείς και Αποδοτοί πίστευαν στην Αθηνά του Πολέμου κι όχι στην Αθηνά της Σοφίας.
Τα παπούτσια ήταν μαύρα ή κόκκινα με μαύρες φούντες μπροστά.
Στο κεφάλι φορά μαύρο σκουφάκι ομορφοφτιαγμένο, κεντημένο με σειρήτια.
Η φουστανέλα είναι άσπρη και κοντή για να έχει άνετες κινήσεις, συμβολίζει την ελευθερία. Η φουστανέλα είναι η αρχαία εξέλιξη της φορεσιάς των Αχαιών. Η μεταλλική κοντή φούστα της αρχαιότητας με τα κομμένα κομμάτια ολόγυρα εξελίσσεται αργότερα σε δερμάτινη η οποία φέρει κι αυτή κομμάτια. Βεβαίως, τα κομμάτια δεν είναι πολλά όσο σήμερα.
Κι ερχόμαστε ως τις μέρες μας που η δερμάτινη φούστα γίνεται υφασμάτινη και τα κομμάτια πολλαπλασιάζονται. Γίνονται τετρακόσια για να συμβολίζουν τα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς της Τουρκοκρατίας.
Ειδικά για την ανδρική φορεσιά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει αρχαιοελληνική προέλευση. Ο ορφικός ύμνος για τους Κουρήτες μας τη δίνει πολύ παραστατικά:
«Σκιρηταί Κουρήτες βήματα θέντες, χοροπηδηχτές Κουρήτες που ρυθμοπερπατάνε, ένοπλοι ποδοκρούστες, σβουροστρόφοι Βακχόκραυγοι ορεινοί σύντροφοι της ορειμανούς μητέρας, ευμενώς προσέλθετε προς τον ποιμένα».
Η Κραβαρίτικη ανδρική φορεσιά που βλέπουμε σήμερα εδώ είναι η φορεσιά του Λεβεντόγερου. Βεβαίως, υπάρχει κι άλλη των οπλαρχηγών, γιορτινή με κόκκινα ή γαλάζια γιλέκα χρυσοκεντημένα.
Το γιλέκο ονομάζεται «κοντοκάπι» (δηλαδή κοντή κάπα). Μοιάζει ποιμενικό κι έχει πολλές ομοιότητες με τη σαρακατσάνικη φορεσιά. Οι Σαρακατσάνοι ήταν επίσης ένα από τα αρχαιότερα ποιμενικά φύλα και Σαρακατσάνος σημαίνει «μαύρος άπιαστος». Καθώς δεν πιάστηκαν ποτέ από Τούρκους, ζώντας στα ψηλά βουνά ως ποιμένες, όπως κι οι Κραβαρίτες.
Οι ανδρικές Φορεσιές
Οι ανδρικές φορεσιές, στον αντίποδα των γυναικείων που όπως ήδη αναφέρθηκε διακρίνονται για τα τολμηρά χρώματα και την υπερβολική διακόσμησή τους.
Κοινό στοιχείο όλων των ανδρικών ενδυμασιών αποτελούν η φανέλα και το συντρόφι (εσώβρακο) ως εσώρουχα, ενώ από καμιά δε λείπει το άσπρο κοντό πουκάμισο ίδιας κοπής με το γυναικείο. Κάθε περιοχή έχει τις ιδιαιτερότητές της, δηλαδή: Στη Ρούμελη, στην Πελοπόννησο, οι Σαρακατσάνηδες φοράνε τη «φουστανέλα». Μια φούστα με σούρα στη μέση ήταν πάρα πολλά μέτρα και τετρακόσια λαγγιόλια (400 πιέτες) όσα τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Πολλές φορές ραβόταν σε δύο ξεχωριστά τμήματα ενωμένα που γινόταν σούρα και έδεναν στη μέση. Η «Βράκα» είναι ένα είδος «φουφούλας», παντελόνι φαρδύ με τρία τμήματα. Το κεντρικό λέγεται «σέλλα» έχουν μήκος που φθάνει ως το γόνατο. Στη μέση γυρίζει κάπως για να περάσει το βρακοζώνι. Γινόταν από δίμητο ύφασμα ή από βαμβακερό αλλά και από τσόχα. Τα χρώματά της είναι μπλε σκούρο, το μαύρο και κάποτε το καφέ. Υπάρχουν και κάποιες λευκές στη Σάμο και τη Λήμνο. Το χειμώνα φοράνε ένα είδος αμανίκωτου παλτού, με κουκούλα και με επένδυση λευκή κόκκινη και μπλε ή καφέ μάλλινο ύφασμα. Στα πόδια φορούν πλεχτές κάλτσες ή υφασμάτινες περικνημίδες ως το γόνατο και εξωτερικά του παντελονιού. Στη Μακεδονία φορούν ένα διαφορετικού τύπου παντελόνι το «μπενεβρέκι» «πανωβράκι» ή «σαλβάρι», ενώ το «πουκάμισο» φοριέται ως βασικό ένδυμα.
Οι Θεσσαλοί και οι Ηπειρώτες αλλά και οι Βλάχοι, οι Σαρακατσάνηδες και οι κάτοικοι της Φλώρινας, φορούν ένα είδος κοντού αμάνικου πανωφοριού, όπως και στη Ρούμελη φορούσαν οι οπλαρχηγοί, οι Τσιφλικάδες και οι άρχοντες που ονομάζονταν «ντουλαμάς» των οπλαρχηγών ήταν κόκκινο με πολλά χρυσά κεντήματα (σαν το γυναικείου περίπου σιγούνι), ενώ σε κάποιες περιοχές της Πελοποννήσου το εν λόγω πανωφόρι μοιάζει με το «γιλέκι» των γυναικών. Στις παραθαλάσσιες περιοχές όπως προανέφερα στα νησιά Κρήτη, Ρόδο κ.λπ. συναντάμε τη «βράκα» η πιο εξελιγμένη μορφή της οποίας η κοπή και η ραφή είναι Κρητική.
Τα υποδήματα δε διαφέρουν μεταξύ ανδρών και γυναικών στους αγροτικούς και ποιμενικούς πληθυσμούς. Κατασκευάζονται πρόχειρα από τους ίδιους τους χωρικούς από δέρμα χοίρου ή βοδιού και έχουν ολόγυρα περαστά λουριά, που στη συνέχεια τυλίγονται για να στερεωθούν γύρω από τον αστράγαλο και τη γάμπα.
Στα νησιά και στα αστικά κέντρα φοριόταν ένα είδος γόβας, που ήταν συχνά πατημένη στο πίσω μέρος σαν παντόφλα και ήταν γνωστή ως «Κουντούρα». Στα Δωδεκάνησα, την Κρήτη και την Κύπρο συναντάμε επίσης τις μπότες «ποδίνες», «Τσαγκαροποδίνες», «στιβάλια» που είναι πιθανόν να αποτελούνταν από δύο διαφορετικά τμήματα, από τα προχειροφτιαγμένα «γουρουνοτσάρουχα» και τις δερμάτινες περικνημίδες.
Στην πιο εξελιγμένη μορφή τους φέρουν μεγάλες φούντες και σόλες γεμάτες πρόκες. Στα ορεινά της Ρούμελης οι καθημερινές γυναίκες και άνδρες τα ίδια φορούσαν «τσαρούχια» και τα’ φτιαχναν μόνοι τους, τα ίδια φορούσαν και τα παιδιά. Στους γάμους και στα πανηγύρια φορούσαν κόκκινα τσαρούχια με μαύρες πλούσιες φούντες μπροστά. Το καλοκαίρι φορούσαν τσόκαρα που επίσης τα’ φτιαχναν μόνοι τους. Στη Μακεδονία και τη Θράκη, μέσα στο σπίτι ακόμη και μέχρι σήμερα φορούν πανέμορφα καλτσάκια πλεχτά που λέγονται «τερλίκια». Τα κεφαλοδεσίματα των ανδρών και κεφαλοκαλύμματα ήταν έτσι που να ξεχωρίζουν από τους Τούρκους. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας όλοι φορούσαν κόκκινο φέσι, μετά την απελευθέρωση φορούσαν στην Πελοπόννησο τις καθημερινές ένα βαμβακερό μαντήλι, απλά δεμένο γύρω από το κεφάλι και μόνο στις γιορτές φορούσαν ένα κόκκινο φέσι με μαύρη φούντα. Στη Ρούμελη φορούσαν το ατλαζένιο «καλπάκι» και το φέσι ήταν για τις επίσημες ημέρες.
Στη Μακεδονία, Θράκη και Ήπειρο καθιερώθηκε η μαύρη βελούδινη ή γούνινη αστραχάν τόκα, το γνωστό «καλπάκι» κεντημένο με μαύρα κορδόνια. Το φέσι διατηρήθηκε ως σήμερα, σε αρκετές περιοχές αντικαταστάθηκε με τα διάφορα μαντήλια, δεμένα γύρω από το κεφάλι με διάφορους τρόπους όπως το Κρητικό «σαρίκι».
Οι περισσότερες φορεσιές έχουν ελάχιστα κοσμήματα, εκτός από του Μεσολογγίου, όπου είναι εντελώς διαφορετικές από όλες σχεδόν τις ελληνικές περιοχές. Φορούν φουστανέλα λευκή, γιλέκο κι άσπρο πουκάμισο με καλπάκι στο κεφάλι. Στο στήθος φορούν, επάνω από το γιλέκο πλούσια τσαπράζια με ένα τετράγωνο μεταλλικό στο κέντρο και πολλές μικρές αλυσίδες δεξιά – αριστερά, πάνω και κάτω από τις τέσσερις πλευρές. Θηλυκώνουν στους ώμους. Πάνω από τη φουστανέλα φορούν ένα κεντρικό μεταλλικό (είδος πόρπης) και δεξιά και αριστερά πάρα πολλές ασημένιες που καλύπτει σχεδόν όλη τη φουστανέλα. Φορούν άσπρες κάλτσες αλλά και μαύρες. Αυτή η φορεσιά μοιάζει με την φορεσιά του Αχιλλέα όπως εμφανίζεται στον πίνακα του Αχίλλειου της Κέρκυρας (Ο Αχιλλέας Νικητής της Τροίας).
Η φορεσιά των φουστανελάδων είναι εξέλιξη της αρχαίας φορεσιάς των Αχαιών. Οι Ορφικοί ύμνοι για τους Κουρήτες ακόμη πιο πριν, μας δίνουν ανάγλυφη την εικόνα ενός ευζώνου χορευτή. Σκυριταί Κουρήτες βήματα θέντες.
«Χοροπηδηχτές Κουρήτες που ρυθμοπερπατάτε ένοπλοι, ποδοκρούστες, σβουροστρόφοι, χοροπηδηχτές, βακχόκραυγοι, ορεινοί, σύντροφοι της ορειμανούς μητέρας κ.λπ..
Δείχνουν καταπληκτική ομοιότητα με τους φουστανελάδες χορευτές, όταν στροβιλίζονται στον αέρα.
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “εμπρός”