Γράφει η Σπυριδούλα Πιά
Τα παραμύθια είναι κατάλοιπα αρχαίων μύθων, θρύλων, παραδόσεων του λαού μας, η ιστορία και η ψυχογραφία μας.
Τα παραμύθια είναι κλάδος της παιδικής λογοτεχνίας, ο λογοτέχνης είναι ο πλέον ελεύθερος συγγραφέας. Δεν έχει κανονισμούς, η φαντασία του δεν έχει όρια. Όλα είναι δυνατά, όλα μπορούν να λυθούν ακόμη και ο θάνατος. Ο παραμυθάς έχει το ελιξίριο της ζωής με αθάνατο νερό. Η ωραία κοιμωμένη δεν πεθαίνει, κοιμάται 100 χρόνια! Και την ξυπνάει ο δυνατός, ο όμορφος πρίγκιπας έπειτα από 100 χρόνια. Όλοι οι ήρωες στην φανταστική αφήγηση κινούνται και ζουν σαν ανθρώπινα όντα, σαν τύποι της καθημερινής ζωής. Οι περιπέτειες των ηρώων του παραμυθιού είναι ίσως ασυνήθιστες, περίεργες, αλλά τα συναισθήματα τους είναι ανθρώπινα.
Η πλοκή του παραμυθιού διεγείρει το παιδικό ενδιαφέρον, αλλά και προκαλεί ερεθισμό για την περαιτέρω εξέλιξη.
Το παραμύθι σαν έκφραση της μαγικής αντίληψης του κόσμου, δεν γνωρίζει τη διάκριση μεταξύ φυσικής και μεταφυσικής πραγματικότητας, γι’ αυτό οι μεταμορφώσεις και οι θαυματουργικές επεμβάσεις είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Ο κόσμος του παραμυθιού δεν θεωρείται παράλογος αλλά προλογικός.
Η αξία του παραμυθιού είναι σημαντική στην αγωγή του παιδιού. Το ηθικό: αμείβεται η αρετή, τιμωρείται η κακία και υποβοηθεί για μια ηρωική στάση απέναντι στις δυσχέρειες της ζωής.
Στα περισσότερα παραμύθια κεντρικό θέμα είναι η τιμωρία του κακού και η αμοιβή του καλού, ένας αγώνας μεταξύ του καλού και του κακού, στον οποίο θριαμβεύει πάντοτε το πνεύμα του καλού. Ο αγαθός, ο τίμιος, ο ήρωας κατατροπώνει το κακό πνεύμα, το δράκο, το μάγο, την κακιά μάγισσα. Η δύναμη της καλοσύνης είναι τεράστια μέσα στο παραμύθι. Στους ήρωες του παραμυθιού βρίσκουμε τα προτερήματα και ελαττώματα του ανθρώπου, σ’ όλη τους την κλίμακα από την αδυναμία και τη δειλία ως την ανδρεία, από την κακία και το φθόνο ως τη μεγαλοψυχία και την αγάπη, από την αδικία ως τη δικαιοσύνη και την ύπαρξη μιας κοινωνίας με νόμους και κανόνες που επιβάλλει ο άρχοντας, η δικαιοσύνη έρχεται από άνδρες θαρραλέους, έξυπνους, δυνατούς, που προτιμούν οι βασιλοπούλες να παντρευτούν.
Ο Πλάτωνας μιλάει για το παραμύθι και είναι σαν να έχουμε έναν σημερινό μεγάλο παιδαγωγό. Μας λέει στην «Πολιτεία» του: Δεν πρέπει να λέμε στα παιδιά παραμύθια με βία, δεν πρέπει να λέμε ότι ο Κρόνος έτρωγε τα παιδιά του. Όταν τον ρώτησαν: ― Τί πρέπει να κάνουμε; απάντησε:
― Να διδάξουμε τις γιαγιάδες πως να το διδάξουν, απάντησε.
Μύθος και δοξασίες
Η φαντασία του λαού για ανεξήγητα φαινόμενα είναι αχαλίνωτη και χρονολογείται από τα πρώτα βήματα του ανθρώπου επάνω στον πλανήτη. Από την πρώτη στιγμή που το βρέφος θα γεννηθεί, είναι περικυκλωμένο από τα άγνωστα φαινόμενα του κοσμογονικού χάους, η πρώτη του αίσθηση είναι ο φόβος και ξεσπά σε κλάμα.
Ο μύθος είναι η λαϊκή παράδοση των αρχαίων για θεούς και ήρωες. Με τη μορφή διήγησης ερμηνεύει την κοσμογονία. Οι μύθοι οφείλονται στην τάση του ανθρώπου να προσωποποιεί τις φυσικές δυνάμεις και τις ηθικές έννοιες.
Διακρίνονται ανάλογα με το περιεχόμενό τους, σε:
Θεογονικούς: με τη ζωή και τα έργα των θεών και ηρώων.
Κοσμογονικούς: με τη ζωή των ανθρώπων και ζώων.
Αιτιολογικούς
Εσχατολογικούς
Ηθικούς.
Μυθολογία
Το σύνολο των μυθικών παραδόσεων ενός λαού οι αρχαίοι Έλληνες από την αρχή της ύπαρξης τους είχαν τη μυθολογία. Με τους πρώτους ανθρώπους τους Κουρήτες που ήρθαν με μορφή βροχής απ’ τον ουρανό, την Κάμβη την πρώτη γυναίκα στον κόσμο που πρώτη ανακάλυψε τα όπλα και το χαλκό ήταν η μητέρα των Κουρητών κ.λπ. (κοσμογονικές παραδόσεις).
Ήδη από τον 6ο π.Χ. αιώνα, οι αρχαίοι αναζήτησαν μια ορθολογιστική ερμηνεία των μύθων, που να ικανοποιεί και τις ηθικές απαιτήσεις τους.
Τον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. είχαν μια καινούργια αντίληψη για τη θρησκεία.
Ότι οι Θεοί ήταν απλά σπουδαίοι άνθρωποι που έζησαν σε μια πολύ μακρινή εποχή και αργότερα τους αποδόθηκε θεϊκός χαρακτήρας.
Παρομοιόμυθος
Αποκαλείται μια μικρή παρομοίωση που την επικαλούμαστε σε κάποιες περιπτώσεις. Π.χ. όπως στο χωριό μας την χορτόπιττα τη λέμε «Μπαρμπίτσα».
Κι εμείς στη Θεσσαλία τη λέμε «κασέττα» (βλάχικη λέξη).
Παροιμίες
Σύντομες επιγραμματικές φράσεις, σε πεζό ή σε έμμετρο λόγο, με παραδοσιακή σοφία των απλών ανθρώπων.
Αίνιγμα
Σύντομη αλληγορική πνευματική άσκηση, που απαιτεί πνευματική άσκηση, παρατηρητικότητα, εφευρετικότητα, φαντασία (είδος λογοπαιγνίου). Στην αρχαία Ελλάδα τα χρησιμοποιούσαν οι ποιητές: Πίνδαρος, Αισχύλος κ.λπ., όπως και οι Πυθαγόρειοι και άλλοι σοφοί. Οι αρχαίοι, όλοι οι σοφοί έλεγαν παροιμίες (αποφθέγματα). Αινιγματικές προβλέψεις έκαναν οι αρχαίοι ιερείς. Τα Μαντεία των Δελφών με τους λοξούς χρησμούς της Πυθίας, συνεχίστηκαν την βυζαντινή εποχή και στα νεοελληνικά χρόνια συνοψίστηκαν και προστέθηκαν και πολλά νέα.
Διάφορα Αινίγματα
‒ Από μέσα κόκκινο, σπίτι με μαύρους υπηρέτες έξω πράσινος κάμπος;
(καρπούζι)
― Από πάνω σαν τηγάνι, από πίσω σαν ψαλίδι, από κάτω σαν βαμβάκι;
(χελιδόνι)
― Ψηλός ψηλός καλόγηρος και κόκκαλα δεν έχει
(καπνός)
Ευφυολογήματα
Ο γιος του Ζεβεδαίου ποιόν είχε πατέρα;
Ο γιος του Δεσπότη ήθελε να πάει για κολύμπι στο απέναντι νησί; Πώς θα πάει;
Ευτράπελα
Αστεία χωρατά και ευφυολογήματα. Π.χ.: «Γιώργο, είπε η μάνα σου να μη βάλεις νερό το κρασί, γιατί έβαλε εκείνη».
Άλλα αστεία με χαρακτηριστικούς τύπους του χωριού: Π.χ. «ο Σ…. πήγε στο σπίτι μιας ανύπαντρης κοπέλας να κάνει προξενιό. Κάθισε στην κασέλα και έβαλε το ένα πόδι επάνω στο άλλο και έτρωγε «βουστινίτσα» (ένα είδος τυριού της ορεινής Ναυπακτίας) και άρχισε:
‒ Ο γαμπρός που σας φέρνω είναι πολύ καλός, πολύ νοικοκύρης, εργατικός. Μια τέτοια κοπέλα θα είναι τυχερή να τον πάρει!
‒ Ποιός είναι; ρωτούσε η οικογένεια. Εκείνος συνέχιζε ν’ αραδιάζει τα προτερήματα.
‒ Ποιός είναι;
Αυτός πήρε σοβαρό ύφος και απάντησε:
‒ Αυτός που κάθεται στην κασέλα και τρώει βουστινίτσα (έλεγε για τον εαυτό του).
Ένας πήγε στον Πεταλά και του είπε:
‒ Σε παρακαλώ έχω ανάγκη να μου πεταλώσεις το άλογο για να κάνω χωράφι.
‒ Έχω δουλειά, λέει ο Πεταλάς.
‒ Σε παρακαλώ του λέει, έχω ανάγκη.
Τι να κάνει ο Πεταλάς τού το πετάλωσε. Το πήρε και του λέει:
‒ Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, αλλά δεν τον πληρώνει. Τότε εκείνος φωνάζει τη γυναίκα του:
‒ Ελένη, μωρή Ελένη..
‒ Τί είναι; Τί θέλεις;
‒ Πάρε το ευχαριστώ. Βάλτο στην κατσαρόλα να φάμε σήμερα (θα ’τρωγαν το ευχαριστώ).
Ελατόβρυση Αποδοτίας Οφιονείας (Κράβαρα)
Ένας έχασε ένα χιλιάρικο (όταν ήταν παλιά τα χιλιάρικα). Βάζει έναν συγχωριανό του να φωνάξει:
‒ Ο Λάμαρης έχασε ένα χιλιάρικο, όποιος το βρει θα του δώσει τα μισά. Μοναχός του όμως μονολογούσε κι έλεγε:
‒ Αφού το ’χει ολόκληρο, γιατί να πάρει το μισό;
Ελατόβρυση Αποδοτίας Οφιονείας (Κράβαρα)