Η Λυδία Κονιόρδου βρέθηκε στην πόλη της Ναυπάκτου, με αφορμή την παράσταση «Μέγας Ιεροεξεταστής». Το κοινό που την παρακολούθησε το βράδυ του Σαββάτου της χάρισε απλόχερα το χειροκρότημά του, για έναν, όπως είπε η ίδια στην «ε», από τους πλέον απαιτητικούς ρόλους που έχει ερμηνεύσει. Η πρώην υπουργός Πολιτισμού μας μίλησε για το νόημα του έργο στο οποίο πρωταγωνιστεί, για τα μηνύματά του σήμερα παρότι γράφτηκε το 1870, καθώς και για την πόλη της Ναυπάκτου.
Κυρία Κονιόρδου μιλήστε μας λίγο για το «Μέγα Ιεροεξεταστή», την παράσταση που θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε στην πόλη της Ναυπάκτου αύριο Σάββατο. Ο συγγραφέας γράφοντας το έργο προφανώς θέλησε να απαντήσει σε σειρά ερωτημάτων που τον απασχολούσαν. Ο θεατής του σήμερα αυτά καλείται να ανακαλύψει;
Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό κείμενο του Ντοστογιέφσκι, ενσωματωμένο στους Αδερφούς Καραμαζώφ, αλλά ταυτόχρονα και αυτόνομο.
Συμπυκνώνει το πνεύμα του σπουδαίου ρώσου συγγραφέα, όλες τις ιδέες, τα ερωτήματα που τον βασάνιζαν , σχετικά με την ελευθερία στην βούληση, την πίστη. Τις άλυτες αντιφάσεις και τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης και τον διαχρονικό τρόπο που το εκάστοτε ιερατείο ανά τους αιώνες αξιοποιεί τις αδυναμίες, εγκλωβίζει τον άνθρωπο με τον φόβο, τον έλεγχο της συνείδησης και της τροφής του, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος μόνος του να παραχωρεί με υποταγή την ελευθερία του.
Για τον Ντοστογιέφσκι η μορφή του Χριστού, στον οποίο απευθύνεται ο Ιεροεξεταστής, ήταν ο ελευθερωτής του ανθρώπου, ενώ με την παρέμβαση του ιερατείου, αλλοιώθηκε η διδασκαλία του και δημιουργήθηκε ένα επίγειο βασίλειο, με εξουσία και τρόμο, ελεγχόμενο, εν προκειμένω στο έργο από την ρωμαιοκαθολική εκκλησία του 16 ου αιώνα, και την αποτρόπαια Ιερά εξέταση.
Φυσικά ο συγγραφέας, γράφει το έργο το 1870 και εμμέσως το συνδέει με την εποχή του, όπου συγκρούονταν παθιασμένα, έντονες ιδεολογικές αντιθέσεις και κινήματα. Άλλωστε και ο ίδιος στάλθηκε στην Σιβηρία εξόριστος και υπέστη τρεις εικονικές εκτελέσεις.
Εκθέτει τα ερωτήματα , τα διλήμματα, αφυπνίζει την συνείδηση του θεατή και αφήνει, όπως κάθε καλός συγγραφέας, τον αναγνώστη, τον θεατή, να διαλέξει μόνος του να απάντηση.
Αλήθεια, σε συνέχεια του προηγούμενου ερωτήματος, κι αυτό έχει να κάνει γενικά με το τι θα πρέπει να αναζητά ο θεατής από την τέχνη, όποια μορφή κι αν έχει αυτή, πιστεύετε ότι θα πρέπει να ψάχνει την αλήθεια του δημιουργού ή τη δική του με βάση τα «φίλτρα» που αυτός διαθέτει;
Η τέχνη είναι το οξυγόνο του πνεύματος και της διάνοιας, χωρίς αυτήν ο άνθρωπος αποκοιμιέται και γίνεται αντικείμενο χειραγώγησης , εκμετάλλευσης.
Όπως είπα πριν, το έργο των άξιων καλλιτεχνών δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι είτε διακοσμητικό είτε προπαγάνδα. Εκθέτει το ερώτημα μέσω της ποίησης και προκαλεί τον θεατή να σκεφτεί, να διακρίνει, να αποφασίσει για τη ζωή του, την ατομική και συλλογική. Αυτό έκανε πάντα το θέατρο, γι’ αυτό δημιουργήθηκε η αρχή του με το αρχαίο δράμα, εκεί βρίσκει την ουσία της φύσης του και της δύναμής του.
Είναι ένας ακόμα ρόλος στο πλούσιο βιογραφικό σας ή τον κατατάσσετε σε εκείνους που έχετε ξεχωρίσει; Εάν μπορεί βέβαια ένας-μία ηθοποιός να μπει σε αυτή τη διαδικασία…
Το εγχείρημα αυτό αποτελεί ίσως το πιο απόλυτο, απαιτητικό έργο που έχω αντιμετωπίσει, πρόκληση για το σώμα, τη φωνή, τον νου του ηθοποιού. Χρειάζεται μια συγκρότηση και ωριμότητα καλλιτεχνική, που πάντα εμπεριέχει ένα μεγάλο ρίσκο.
Με την ευκαιρία της συζήτησής μας, και από τη στιγμή που έως πρόσφατα ήσαστε υπουργός Πολιτισμού της χώρας, τι γεύση σας άφησε η συγκεκριμένη ενασχόλησή σας με τον τομέα αυτό; Μπορούμε να πούμε και η ενασχόλησή σας με την πολιτική;
Η θητεία μου στο ΥΠΠΟΑ ήταν μια πολύτιμη εμπειρία. Προσπάθησα με όλες μου τις δυνάμεις να προσφέρω τις γνώσεις μου, την πίστη και την αγάπη μου για τον Ελληνικό πολιτισμό και τους καλλιτέχνες, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, χωρίς ιδιοτέλεια και προσωπική ατζέντα, και με καμιά απολύτως φιλοδοξία πέρα από αυτήν την υπηρεσία.
Χάρηκα που μου δόθηκε ο χρόνος, αν και κάτω από αντίξοες συνθήκες, να προλάβω να προχωρήσω και σε κάποιες περιπτώσεις να καταθέσω ένα έργο που θα μείνει για το καλό όλων .
Παράλληλα με έφερε κοντά στους ανθρώπους του υπουργείου, συνεργάστηκα και συνδέθηκα με αυτούς, ακόμα και μέσα από διαφορετική γνώμη, εκτίμησα την αφοσίωση που έχουν στο έργο τους, ιδιαίτερα αυτό των αρχαιολόγων, των αναστηλωτών και των συντηρητών.
Με αρκετούς από αυτούς μας συνδέει αμοιβαίος σεβασμός με ωραίες αναμνήσεις συνεργασίας.
Ακόμα ήταν μια προσωπική μελέτη του χώρου της “εξουσίας” και πως αυτή μπορεί να αλλάξει τον άνθρωπο. Θέλω να πιστεύω πως, παρότι πιο σοφή, παρέμεινα αναλλοίωτη.
Γιατί θα λέγατε στους αναγνώστε μας πως θα πρέπει να έρθουν να δουν την παράστασή σας; Ένα είδους κάλεσμα σας ζητώ με λίγα λόγια;
Ζούμε μια εποχή με πολύ μεγάλες ανακατατάξεις, αλλαγές που θα επηρεάζουν όλο και περισσότερο τη ζωή μας, η κλιματική καταστροφή, οι πόλεμοι και το προσφυγικό, που έχουν σαν κοινό παρονομαστή την απληστία του κέρδους που αψηφά ακόμα και την ανθρώπινη επιβίωση στον πλανήτη. Είναι ένα έργο συγκλονιστικά προφητικό που συμβάλλει στη σημερινή ανάγκη των πολιτών για προβληματισμό και συνειδητή στάση .
Και τέλος, μία ερώτηση που απευθύνουμε σε όλους τους καλλιτέχνες που έρχονται στην πόλη μας, όταν ακούτε τη λέξη Ναύπακτος, τι σας έρχεται στο μυαλό;
Η Ναύπακτος, πέρα από την πλούσια ιστορική της σημασία, είναι πλέον μια πανέμορφη, ζωντανή πόλη, που θέλεις να μείνεις, να την γνωρίσεις , και να περιηγηθείς την μοναδική φυσική ομορφιά που την περιβάλλει.
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “εμπρός”