φωτο Κ. Πέτσας |
Ο Λάμπρος Ξύτσας είναι ένας άνθρωπος με πολλές καλλιτεχνικές ανησυχίες. Έχοντας καταπιαστεί έως σήμερα με το θέατρο, τη φωτογραφία και τον χορό, αντιμετωπίζει την κάθε μία από αυτές τις εκφάνσεις ως μέρος ενός συνόλου. Μας μίλησε στην «Ε» για τη δική του οπτική γωνία αναφορικά με το πώς ο ίδιος εκφράζεται μέσα από την τέχνη. Παράλληλα μας απάντησε και στο τι μπορεί να προσφέρει η Ναύπακτος σε έναν άνθρωπο με καλλιτεχνικές ανησυχίες, και τι όχι.
Καταρχάς Λάμπρο, με αφορμή και την προσωπική σου έκθεση φωτογραφιών, που είναι σε εξέλιξη εδώ και λίγες ημέρες στο Adagio II, να ξεκινήσουμε από τη φωτογραφία. Η φωτογραφική μηχανή μοιάζει να είναι προέκτασή σου, αρκεί να παρακολουθήσει κανείς λίγο τις αναρτήσεις σου στο facebook. Πώς προέκυψε αυτό;
Θα έλεγα ότι ο φωτογραφικός φακός πλέον αποτελεί προέκταση λίγο πολύ όλων μας, καθημερινά η χρήση της φωτογραφικής εφαρμογής των κινητών μας τηλεφώνων μας κάνει να βλέπουμε την καθημερινότητά μας μέσω μίας οπτικής που προσομοιάζει στο φωτογραφικό κάδρο. Όμως η ίδια η συνειδητή φωτογραφική πρακτική αποτελεί επιλογή. Προσωπικά με συγκινούσε ανέκαθεν η φωτογραφία ως μέσον απεικόνισης και επικοινωνίας. Μέσω μίας φωτογραφικής εικόνας μπορείς να κοινωνήσεις τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνεις, αντιλαμβάνεσαι και επικοινωνείς. Με απλά λόγια, θέτεις τον άλλον στη δική σου θέση, του παρουσιάζεις τον κόσμο μέσα από τα δικά σου μάτια. Φυσικά όσο εξελίσσεται η ανάγκη δημιουργίας εικόνων, τόσο εξελίσσεται και η αναγκαιότητα χρήσης πιο εξελιγμένων φωτογραφικών μηχανών, φακών, τεχνικών εφαρμογών και αισθητικών κριτηρίων. Και εδώ έχουμε τη διάκριση που προσδιορίζει κάποιον ως φωτογράφο.
Είσαι μέλος της φωτογραφικής ομάδας της Ναυπάκτου. Μίλησέ μας λίγο για το πώς λειτουργεί αυτή, και τι έχει δώσει σε σένα τα χρόνια που αποτελείς κομμάτι της;
Η Φωτογραφική Ομάδα Ναυπάκτου λειτουργεί ως μία ανοικτή ομάδα εκμάθησης της φωτογραφικής τέχνης, υπό την αιγίδα της Παπαχαραλάμπειου Βιβλιοθήκης και με εισηγητή το φωτογράφο κ. Δημήτρη Δημητρίου. Στις δράσεις της ομάδας συμπεριλαμβάνονται τακτικά μαθήματα φωτογραφίας με έμφαση τόσο στην τεχνική, όσο και στη σύνθεση, την αισθητική – εικαστική δηλαδή κατάρτιση. Στις δράσεις της ομάδας μας συμπεριλαμβάνονται φωτογραφικά προγράμματα, φωτογραφικές εξορμήσεις και εκδρομές, εκθέσεις φωτογραφίας, αλλά και εκδόσεις, όπως το λεύκωμα «Ναυπάκτου Όψεις» που κυκλοφόρησε πρόσφατα ως έκδοση της Παπαχαραλάμπειου Δημόσιας Βιβλιοθήκης Ναυπάκτου. Η ενεργή συμμετοχή μου στην ομάδα θεωρώ ότι μου προσέφερε εκτός από γνώση, τη χαρά της συμμετοχής, της προσωπικής έκφρασης αλλά και της προσφοράς στην πόλη μας.
Τι θα δει κάποιος ερχόμενος στο Adagio II;
Στο φιλόξενο χώρο του Adagio II επέλεξα να εκθέσω εννέα φωτογραφίες με τις οποίες έχω συμμετάσχει στις ετήσιες εκθέσεις της Φωτογραφικής Ομάδας κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας. Στις φωτογραφίες απεικονίζεται μεν η προσωπική εξέλιξη στο χρόνο μίας τέχνης η οποία σαφώς διδάσκεται, όμως ο επισκέπτης θα παρατηρήσει στην ουσία το πώς μία φωτογραφία αποτελεί στην ουσία ένα κείμενο με πολλαπλές αναγνώσεις και σημαίνοντα νοήματα, καθορισμένη γεωμετρία και φορέα σχολιασμού του φυσικού και κοινωνικού μας περιβάλλοντος. Το να κοιτάζει κανείς φωτογραφίες, είτε επισκεπτόμενος μία θεματική έκθεση φωτογραφίας, είτε απλά ξεφυλλίζοντας έντυπα ή περιηγούμενος κάποιο ηλεκτρονικό μέσω ενημέρωσης ή κοινωνικής δικτύωσης, θεωρώ ότι συνηθίζει το μάτι να παρατηρεί, να αναλύει και να συνθέτει νοηματικά και όχι απλά να «βλέπει», και όσο καλύτερες εικόνες συναντάμε ενώπιων της όρασής μας, τόσο αυτή εκπαιδεύεται, βελτιώνεται και αναβαθμίζεται ποιοτικά και αισθητικά.
Η καλλιτεχνικές σου διέξοδοι, όμως, δεν μένουν μόνο στη φωτογραφία. Μία άλλη δραστηριότητά σου είναι το θέατρο. Μίλησέ μας λίγο γι’ αυτό;
Ναι. Το θέατρο ξεκίνησε για μένα την ίδια περίπου εποχή με τη φωτογραφία. Είχε προηγηθεί ο χορός. Και θα ήθελα να διευκρινίσω ότι για εμένα η τέχνη αποτελεί ενιαία οντότητα, η φωτογραφία εμπεριέχει θεατρικότητα, το θέατρο, όπως άλλωστε και ο κινηματογράφος εμπεριέχουν φωτογραφία, χορό επίσης, αλλά και παραστατικότητα. Το θέατρο σωματοποιεί ένα κείμενο, η φωτογραφία αποτελεί «γραφή με φως», μπορεί να μετουσιωθεί ακόμη και σε σκηνικό. Όλα συνδέονται. Ξεκίνησα την ενασχόληση μου από τα θεατρικά εργαστήρια του Δήμου Ναυπακτίας και τη συμμετοχή σε εκδηλώσεις της πόλης όπως η αναπαράσταση της ναυμαχίας ή χορευτικές παραστάσεις και στη συνέχεια παρακολούθησα και εξακολουθώ να συμμετέχω σε σεμινάρια υποκριτικής και κινησιολογίας σε Ναύπακτο και Πάτρα, παίζοντας παράλληλα τα τελευταία τέσσερα χρόνια στις παραγωγές της Θεατρικής Ομάδας Εκπαιδευτικών Ναυπάκτου «Η Αυλαία», η οποία την περυσινή περίοδο γνώρισε μεγάλη επιτυχία με το έργο «Βαριέμαι» του Ρ. Ταλεσνίκ σε σκηνοθεσία Μαρίας Καλλιαμβάκου τόσο στη Ναύπακτο, όσο και στην Πάτρα και το Μεσολόγγι.
Αυτή την περίοδο υπάρχει κάτι που δουλεύεις, σε συνεργασία βέβαια με άλλους, στο οποίο μπορούμε να σε δούμε; Μιλάμε πάντα για το θέατρο…
Έχω τη χαρά να συμμετέχω σε δύο θεατρικά σχήματα. Αφενός μεν στη θεατρική ομάδα του «Τεχνουργείου» με εμψυχωτή και σκηνοθέτη τον κ. Δημήτρη Σιούντα, με τον οποίο δουλεύοντας στην τεχνική του devised theater υλοποιούμε ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα θεατρικής αγωγής το οποίο πρόκειται να παρουσιαστεί τόσο τμηματικά ως θεατρικό δρώμενο αλλά και ως αυτοτελής παράσταση, αφετέρου δε στη Θεατρική Ομάδα Εκπαιδευτικών Ναυπάκτου, όπου με την καθοδήγηση και τη σκηνοθεσία της κας Μαρίας Καλιαμβάκου ετοιμάζουμε να παρουσιάσουμε ένα έργο της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας το οποίο προσεγγίζει τα όρια της επιθεώρησης και ευελπιστούμε ότι θα χαρίσει γέλιο, αλλά και προβληματισμό. Οπότε… μείνετε συντονισμένοι!
Σκέφτηκες ποτέ να επιλέξεις κάποιον από αυτούς τους τομείς και για τον επαγγελματικό σου δρόμο;
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφέρω ότι η επαγγελματική μου δραστηριότητα είναι εντελώς διαφορετική από τις καλλιτεχνικές μου ενασχολήσεις. Έχοντας σπουδάσει Ναυτιλιακά και Διεθνείς επιχειρήσεις, ακολουθώ μία επιτυχημένη σταδιοδρομία από το 1999 στο χώρο της ναυτιλίας, στο λιμάνι της Πάτρας. Η φωτογραφία όμως, το θέατρο και ο χορός, αποτελούν «μεράκι». Φυσικά ποτέ δεν αποκλείεται η επαγγελματική ενασχόληση και στους τομείς αυτούς, άλλωστε ως οι πλέον επιτυχημένοι άνθρωποι θεωρούνται αυτοί οι οποίοι μετέτρεψαν την αγαπημένη τους ενασχόληση σε επάγγελμα. Ωστόσο το να ασχολείται κανείς ως ερασιτέχνης με την κυριολεκτική έννοια του όρου με αυτό που τον ενδιαφέρει, του παρέχει μία μορφή ελευθερίας την οποία μία ενδεχόμενη επαγγελματική πρόταση θα μπορούσε στην καλύτερη περίπτωση να του θέσει περιοριστικά όρια στον τρόπο έκφρασης και δημιουργίας.
φωτο Γ. Παγώνης |
Θα θέλαμε την άποψή σου και για την πόλη της Ναυπάκτου, χαρτογραφώντας λίγο τα πολιτιστικά πράγματα που γίνονται εδώ. Προφανώς εχθρός του καλού είναι το καλύτερο, όμως θεωρείς ότι είμαστε σε καλό επίπεδο;
Η Ναύπακτος είναι μία πόλη μάλλον παρεξηγημένη. Η επικρατούσα αντίληψη είναι ότι ένας νέος άνθρωπος δεν έχει ευκαιρίες ή διεξόδους έκφρασης, ψυχαγωγίας, διασκέδασης, αθλητισμού και αυτό φαίνεται από τις καθημερινές μας συζητήσεις. Εδώ θα διαφωνήσω. Στην πόλη μας υπάρχει μία πληθώρα επιλογών που κυμαίνεται από τις παραστατικές τέχνες όπως το θέατρο και ο χορός, τη φωτογραφία που αναφέραμε προηγουμένως, τα εικαστικά εργαστήρια, τον αθλητισμό με επιλογές αθλημάτων από το ποδόσφαιρο, το τέννις και το βόλλευ έως τη ξιφασκία. Βεβαίως η έλλειψη δημόσιων παροχών προσδίδει ένα οικονομικό κόστος και υπάρχουν σαφείς ελλείψεις σε χώρους και κατάλληλο εξοπλισμό, όμως η πλειοψηφία των παραπάνω δεν απαιτεί κάποιο σημαντικό έξοδο και η ατομική πρωτοβουλία αντισταθμίζει πολλές φορές τις ελλείψεις. Δεν είναι ασφαλώς όλα ρόδινα, απλά είμαι αισιόδοξος και κοιτάζω πάντα τη θετική πλευρά.
Τέλος, κλείνοντας, και αφού μιλάμε και για την πόλη, αν σου ζητούσα να μου πεις κάτι που δεν έχει και θα έπρεπε να πασχίσουμε για να αποκτήσουμε… τι θα ήταν αυτό;
Αγαπητέ Βαγγέλη σε ευχαριστώ πολύ για τη συζήτηση και ολοκληρώνοντας θα ήθελα να πω ότι αυτό που κατά τη γνώμη μου λείπει ουσιαστικά από την πόλη είναι η διάθεση συνεργασίας, η εξωστρέφεια και η πρωτοβουλία. Η Ναύπακτος προσφέρει πολλές ευκαιρίες και όσο η πόλη παραμένει αδρανής, οι ευκαιρίες αυτές δυστυχώς θα χάνονται. Εξωστρέφεια και τόλμη λοιπόν, αυτό θα έπρεπε να αποκτήσουμε.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «εμπρός» στις 11/1/2019