Γράφει ο Γιάννης Κριδεράς
Γεννήθηκε 3 Μαρτίου του 1915, στη Ζαγορά του Πηλίου και μεγάλωσε στην Αθήνα στην περιοχή του Βοτανικού. Αυτοδίδακτος, ασχολήθηκε από μικρή ηλικία με την μουσική παίζοντας κιθάρα πλάι στον πατέρα του, ο οποίος έπαιζε μαντολίνο και τραγουδούσε. Στα 12 του χρόνια και μετά από ατύχημα τραματίζεται στο πόδι.
Το 1936 κάνει την εμφάνιση του στην δισκογραφία, κερδίζοντας τις εντυπώσεις και το 1937 γνώρισε την πρώτη του μεγάλη επιτυχία με το τραγούδι « Ήθελα να’ μουνα Αδάμ’» για να ακολουθήσει το « Άσπρα πουλιά». Τα επόμενα χρόνια κιόλας συνεργάζεται με τα μεγαλύτερα μαγαζιά και κοσμικά κέντρα της εποχής.
Να σημειωθεί πως υπήρχε ένας έντονος διαχωρισμός ανάμεσα στο λαϊκό και το ελαφρό τραγούδι, αυτό που ο Νίκος Γούναρης υπηρετούσε με μεγάλη επιτυχία, γεγονός που προκύπτει και από την μεγάλη αποδοχή του στους ακροατές αλλά και σε ογκόλιθους του λαϊκού τραγουδιού όπως ο Τσιτσάνης, Καζατντζίδης, Παπαϊωάννου κ.α.
Το 1946 υπέστη ακρωτηριασμό ποδιού και τοποθέτηση ξύλινου, γεγονός που δεν τον καθηλώνει, αντιθέτος, το 1947 φεύγει για πρώτη φορά στην Αμερική, όπου οι εμφανίσεις του γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία όπως και στους επομένους προορισμούς του στην Αυστραλία, Αφρική και σε διάφορα μέρη που υπήρχε Ελληνισμός.
Το 1953 επιστρέφει από τα ταξίδια του και βρίσκεται πάλι στην ενεργό δράση χωρίς να χάσει τίποτα από τις μουσικές εξελίξεις που είχαν επισκεφθεί την Ελλάδα. Ήταν άλλωστε λαοφιλής και με διαχρονικές επιτυχίες όπως το «Ένα βράδυ πού ’βρεχε» το οποίο γνώρισε τέτοια επιτυχία που είχε ως αποτέλεσμα την ηχογράφηση – απάντηση του «Αυτός ο άλλος που σε πήρε από μένα, αυτός ο άλλος, είν’ ευεργέτης μου μεγάλος» το 1956.
Η συνεργασία του με τον Μιχάλη Σουγιούλ άφησε παρακαταθήκη διαχρονικά τραγούδια με υπέροχες ενορχηστρώσεις και συγκλονιστικές ερμηνείες, καθώς και η συμμετοχή του στο Τρίο μπελκάντο. Τιμήθηκε με το Αριστείο της Εθνικής Αντίστασης για την συνεισφορά του στα χρόνια της Κατοχής. Τα τραγούδια που έχει τραγουδήσει ή έχει συμμετάσχει είναι γύρω στα 500.
Έφυγε 5 Μαΐου του 1965 από την επάρατη νόσο, εξαιτίας ενός παλιού τραύματος που τον είχε αναγκάσει άλλωστε να φέρει ξύλινο πόδι.
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»