20.2 C
Nafpaktos
Friday, November 22, 2024
spot_img
spot_img

Μουσικό ημερολόγιο: Μπέλα Μπάρτοκ

spot_img

Γράφει ο Γιάννης Κριδεράς

Γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1881 σε μια μικρή κωμόπολη που ανήκε τότε στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία στο Nagyszentmiklós. Οι γονείς του ήταν και οι δύο ερασιτέχνες μουσικοί και από μικρή ηλικία τον μύησαν σε αυτή. Ο πατέρας του ήταν διευθυντής της τοπικής αγροτικής σχολής και η μητέρα του καθηγήτρια. Σε ηλικία 8 ετών ο Μπέλα χάνει τον πατέρα του με αποτέλεσμα για την οικογένεια να αλλάζει συχνά τόπους διαμονής ώστε η μητέρα του να βρει σταθερή εργασία ως καθηγήτρια πιάνου.

Το 1892 κάνει την πρώτη του δημόσια εμφάνιση παίζοντας ένα έργο του Μπετόβεν και μια δική του σύνθεση.

Το 1984 μένουν μόνημα πλέον στην Μπρατισλάβα. Ο Μπάρτοκ σπουδάζει πιάνο στη Βασιλική Μουσική Ακαδημία της Βουδαπέστης από το 1899 όπου και δημιουργεί μια μακρόχρονη φιλία με τον Ζόλταν Κόνταλυ. Το 1902 συναντιέται με τον Ρίχαρντ Στράους από τον οποίο και επηρεάζεται συνθετικά. Το 1903 συνέθεσε το πρώτο μεγάλο του έργο, το συμφωνικό ποίημα “Κόσουτ” και το κουϊντέττο για πιάνο. Από το 1904 και μετά το ενδιαφέρων του στράφηκε στα παραδοσιακά τραγούδια και το 1906 αναλαμβάνει καθηγητής πιάνου στη Βασιλική Ακαδημία της Βουδαπέστης, θέση στην οποία θα παραμείνει ως το 1934. Από εκείνη την περίοδο παράλληλα αρχίζει και την συλλογή παραδοσιακών τραγουδιών όπου αργότερα και με πάνω από 6.000 τραγούδια εκδίδει το “Hungarian Folk Music” έργο που παραμένει σημείο αναφοράς.

Το πρώτο έργο του, στο οποίο η επίδραση της παραδοσιακής μουσικής είναι φανερή είναι το κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 1 σε λα ελάσσονα του 1908 και συνεχίζει με τα “Δύο Πορτρέτα” op. 5. και τις “Δεκατέσσερις Μπαγκατέλλες” για πιάνο op. 6 λαμβάνοντας διθυραμβικές κρητικές.

Ο Μπάρτοκ παντρεύτηκε τη Μάρτα Τσίγκλερ, η οποία επίσης ενδιαφερόταν για τη λαϊκή μουσική και τον βοηθούσε στην αντιγραφή της παρτιτούρας αλλά και στις μεταφράσεις των στίχων. Τον Αύγουστο του 1910 απέκτησαν ένα γιο, τον οποίο ονόμασαν επίσης Μπέλα.

Το 1911 ο Μπάρτοκ παρουσιάζει την όπερα “Το κάστρο του Κυανοπώγωνα” συμμετέχοντας στο διαγωνισμό της επιτροπής Καλών Τεχνών της Ουγγαρίας, η οποία το απέρριψε ως ακατάλληλο για σκηνική παρουσίαση. Τα επόμενα χρόνια φέρνουν διάφορες αλλαγές στο έργο, το 1917 αναθεωρεί το έργο, το 1918 το παρουσιάζει και αναδιαμορφώνει το τέλος πάλι το 1919 όπου η νέα Σοβιετική κυβέρνηση τον υποχρεώνει να απαλείψει από το έργο το όνομα του συγγραφέα του λιμπρέτου Béla Balázs, τον τοποθετεί σε “μαύρη λίστα” και ο Μπάρτοκ υποχρεώνεται να εγκαταλείψει την Ουγγαρία και να εγκατασταθεί στη Βιέννη. Το 1936 ο Μπάρτοκ εγκαταλείπει την Ευρώπη.

Κατά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου η συνθετική του δραστηριότητα περιορίστηκε σε διασκευές λαϊκών μελωδιών και στο κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 2. Συνθέτοντας επίσης το μονόπρακτο μπαλέτο “Ο Ξύλινος Πρίγκιπας”.

Με το τέλος του πολέμου επανέρχεται επηρεασμένος πλέον από το κίνημα του εξπρεσιονισμού δίνοντας έργα όπως “Τρεις μελέτες για Πιάνο”, “The Miraculous Mandarin”, ” Αυτοσχεδιασμός σε ουγγρικά αγροτικά τραγούδια” και δύο σονάτες για βιολί. Το 1923 παντρεύεται την Ντίτα Παστόρυ και αποκτούν ένα γιο. Από το 1926 συνθέτει μερικά από τα αριστουργήματά του, χάρη στα οποία έγινε διεθνώς γνωστός: Σονάτα για πιάνο, Κονσέρτο για πιάνο αρ. 1,Cantata profana (1930), Κονσέρτο για πιάνο αρ. 2 (1931), Mikrokosmos (1931), Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 5 (1934) όπου την ίδια χρονιά έλαβε και τη θέση του εθνομουσικολόγου στην Ακαδημία Επιστημών της Βουδαπέστης. Σύνθεση για έγχορδα, κρουστά και τσελέστα (1936), Σονάτα για δύο πιάνα και κρουστά (1937), Κοντσέρτο για βιολί αρ. 2 (1938) και το Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 6 (1939).

Το 1940 εγκαθίσταται πλέον μόνημα στην Αμερική όπου ακολουθούν συναυλίες και εμφανίσεις και η απονομή του τίτλου Διδάκτορα της Μουσικής από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια και η ανάθεση της μεταγραφής μιας πολύ μεγάλης συλλογής ηχογραφήσεων λαϊκών ασμάτων της Γιουγκοσλαβίας. Από το ίδιο έτος η υγεία του επιβαρύνεται. Το 1944 διαγνώσθηκε με λευχαιμία. Εκείνη την περίοδο συνέθεσε το Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 6 και, ύστερα από παραγγελία της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστόνης, το Κοντσέρτο για ορχήστρα, το οποίο έγινε δημοφιλέστατο, αν και ο ίδιος δεν έζησε για να το δει. Το 1944 ο Γεχούντι Μενουχίν του παράγγειλε μια «Σονάτα για σόλο βιολί» και το 1945 ο Μπάρτοκ συνέθεσε το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 3. Απεβίωσε στις 26 Σεπτεμβρίου 1945 σε ηλικία 64 ετών στην Νέα Υόρκη.

Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός» 

spot_img
Newspaper WordPress Theme
spot_img
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme

Περισσότερα

Newspaper WordPress Theme