Η Μαρία Σφήκα μιλά στην «ε» με αφομή τη νέα της ποιητική συλλογή
Η Μαρία Σφήκα πριν λίγες ημέρες βραβεύτηκε με το 1ο βραβείο του 26ου Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού «Κούρος Ευρωπού» της ΤΕΧΝΗΣ Κιλκίς, για τις εκδηλώσεις «Ελευθέρια 2021» του Δήμου Κιλκίς, με αφορμή τη νέα της ποιητική συλλογή «Άλογα στο στήθος». Όπως αναφέραμε και στο δημοσίευμά μας την προηγούμενη εβδομάδα, δεν είναι η πρώτη φορά που συνέβη αυτό, καθώς στην έως τώρα διαδρομή της έχει παραλάβει έξι συνολικά βραβεία! Εδώ λοιπόν, κάτι καλό συμβαίνει! Η Μαρία κατοικεί μόνιμα στη Ναύπακτο από το 2003, καθώς είναι εκπαιδευτικός, όμως σπανίως μιλά δημοσίως για το έργο της. Σήμερα είναι μία από τις φορές αυτές! Διαβάστε όλα όσα μας είπε για την κλίση της να αποτυπώνει στο χαρτί πολλά από εκείνα που φέρει στο εσωτερικό της κόσμο, για το τι αποτελεί έμπνευση για την ίδια, αλλά και για το αν η ποίηση υπάρχει εντός του σχολείου.
Μαρία, τρίτη ποιητική συλλογή το «Άλογα στο Στήθος» και η πορεία συνεχίζεται! Είναι ένα κουβάρι που συνεχώς ξετυλίγεις με μία λογική συνέχεια;
Η γραφή είναι μια συνεχής εσωτερική διαδικασία, σαν την προσευχή των μοναχών. Προχωράει πάντα, είτε γράφουμε είτε όχι. Τις περισσότερες φορές με σιωπές (αναβράζουσες) και άλλες φορές με ευλογημένες, εκρηκτικές εκφορτίσεις. Η σιωπή των ποιητών πάντα εγκυμονεί κάτι. Ο τρόπος με τον οποίο προχωράει η γραφή ποτέ δεν είναι γραμμικός ή προβλέψιμος: στη δική μου περίπτωση θα έλεγα ότι είναι μάλλον κυκλικός: μια επαναφορά. Κάθε νέο ποίημα είναι και μια επιστροφή. Επιστροφή σε μια σταθερή θεματική εμμονή ή μια ανεξάντλητη ιδέα ή συγκίνηση με σκοπό μια εκ νέου διαπραγμάτευση μέχρι την απόλυτη εξουδετέρωση του αρχικού συναισθήματος ή την εξαντλητική διερεύνηση της ιδέας. Η ποιητική γραφή στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ασυνείδητες διεργασίες: εδώ ο εαυτός είναι πάντα ένα βήμα μπροστά από μένα, του αφήνω λοιπόν την πρωτοβουλία, δεν του υπαγορεύω συντεταγμένες μέσα στις οποίες μπορεί να κινηθεί.
Το κουβάρι της ιστόρησης σε ένα ποίημα ή σε μια συλλογή είναι ένα, κι ακόμη κι όταν μοιάζει να ξετυλίγεται άναρχα ή ανακόλουθα, έχει τη δική του εσωτερική νομοτέλεια και τάξη. Η αφήγηση ακολουθεί την εξωτερική ζωή αλλά όχι κατά πόδας και όχι απαραίτητα γραμμικά ή εξελικτικά. Πολλές φορές τις «άκρες» του κουβαριού αυτού πρώτα τις ανασύρουμε και τις διαπραγματευόμαστε και μετά τις αναγνωρίζουμε συνειδητά. Οι τίτλοι αλλά και το περιεχόμενο των ποιημάτων μου σε κάθε συλλογή συντάσσονται σε μια ευρύτερη σχεδιαστική δομή και πειθαρχούν οπωσδήποτε θεματικά σε μια ενότητα αλλά δεν εξυπηρετούν κάποια κρυμμένη ρητορική ή «κεντρική ιδέα». Υπ’ αυτήν την έννοια η τρίτη μου συλλογή δεν αποτελεί μια συνέχεια των δύο προηγούμενων, δεν υπακούει σε κάποιου είδους «αρχιτεκτονική», δεν υπάρχει αφήγηση με την έννοια της τριλογίας. Οι βασικές μου αναφορές και θεματικές εμμονές όμως, όπως η διαρκής έκπληξη απέναντι στον φυσικό κόσμο και η δυσπιστία σε κάθε τι που είναι ανθρώπινη σύμβαση, είναι πάντα παρούσες.
Θεωρώ ότι τελικά οι ποιητές δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά να εξερευνούμε εξαντλητικά και σε ομόκεντρους κύκλους το οικείο μας εσωτερικό τοπίο συνεχίζοντας από ποίημα σε ποίημα κι από συλλογή σε συλλογή τον αρχινισμένο διάλογο με τον εαυτό πάνω στα ίδια πάντα θέματα: τις συγκινήσεις μας, τις ιδιοσυγκρασιακές μας προτιμήσεις, τις εμμονές, τα τραύματά μας. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να είναι και αλλιώς. Κάποιοι μάλιστα θεωρητικοί επιμένουν πως ο ποιητής σε όλη τη λογοτεχνική του ζωή δε γράφει παρά ένα και μοναδικό ποίημα, επιμερισμένο στο σύνολο του έργου του. Ένα και μοναδικό, με την έννοια της επίμονης και ισόβιας προσπάθειας να αποδώσει την πραγματικότητα μέσα από τα φίλτρα του εαυτού.
Μ’ αυτή την έννοια το πρώτο μου βιβλίο, ο «Υποκειμενικός Κήπος», ήταν μια ανίχνευση του εξωτερικού κύκλου της ποιητικής εμπειρίας, η «Εισαγωγή στις πονηρίες της χαράς» προχώρησε λίγο πιο μέσα, τα «Άλογα στο στήθος» αποτελούν τον εσωτερικό πια κύκλο, τον ζέοντα πυρήνα, το «δαχτυλίδι της φωτιάς».
Γενικά δεν μ’ αρέσει να εκβιάζω κάποια λογική τάξη ή σειρά στο υλικό μου αν δεν προκύπτει από μόνη της: είμαι πεπεισμένη πια πως η ποίηση είναι ένα φαινόμενο τόσο πειθαρχημένο όσο και χαοτικό. Πρέπει να «αναβλύζει» με χάρη σαν να είναι ένα φυσικό φαινόμενο, αλλά και ταυτόχρονα να στηρίζεται σε μια στιβαρή, τεχνική υποδομή: το «κοίτασμα» πρέπει να μαστευτεί για να αξιοποιηθεί, η έμπνευση πρέπει να υποστεί τη βάσανο της γλωσσικής επεξεργασίας. Όταν γράφω σπάνια λογοκρίνω αυτό που βγαίνει: αφήνομαι σε κάτι μέσα μου που γνωρίζει καλύτερα από μένα, το εμπιστεύομαι και το ακολουθώ. Είναι μια παραίτηση από τη δική μου συνειδητή βούληση, μια μεταφυσικού τύπου παράδοση σε κάποιο άλλο θέλημα, ίσως αταβιστικά αυτό της γλώσσας: εγκαταλείπομαι με ανακούφιση στη φόρα μιας δύναμης που είναι εγώ αλλά και με ξεπερνάει. Ακολουθεί όμως ενδελεχής γλωσσική επεξεργασία για να αποδοθεί με ευκρίνεια η αρχική σύλληψη, το αρχικό συναίσθημα. Χρονολογικά και στυλιστικά μπορεί ν’ ανήκω στην μετα-μοντερνιστική γενιά αλλά η φιλοσοφική προσέγγισή μου απέναντι στη γραφή είναι καθαρά ρομαντική.
Η πρώτη ποιητική συλλογή από τη δεύτερη, ως προς την έκδοσή της, απείχε 5 χρόνια, η δεύτερη από την Τρίτη 10. Γιατί αυτή η χρονική απόσταση;
Δεν πιστεύω στις γεωμετρικού τύπου κανονικότητες, ότι ένας ποιητής πρέπει να βγάζει βιβλίο πχ κάθε 2-3 χρόνια για να συντηρείται στην επικαιρότητα. Είναι μια χρησιμοθηρική, τολμώ να πω χυδαία νοοτροπία και μια εμπορικά προσανατολισμένη πρακτική που ακυρώνει την ίδια την ουσία της ποίησης και την ποιητική διαδικασία, καθιστά δε τον ποιητή φασόν στιχοπλόκο. Κάποια στιγμή και οι καλύτεροι-ες ανάμεσά μας έπεσαν στην παγίδα αυτή, φυσικά με επίπτωση στην ποιότητα του παραγόμενου έργου. Γράφουμε (και εκδίδουμε) όταν έχουμε κάτι να πούμε αλλιώς «δεν οχλούμε τις λέξεις» όπως θα έλεγε και ο αγαπημένος μου Κώστας Μόντης.
Ο ποιητής είναι έξω απ’ το χρόνο, βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με τους πριν απ’ αυτόν ποιητές και με τους μετέπειτα. Ως εκ τούτου έχει την πολυτέλεια να μη βιάζεται, να κινείται δημιουργικά μέσα στο χρόνο όπως του αρέσει. Αν, εν τω μεταξύ τον προλάβει ο θάνατος, τον πρόλαβε. Αν εξαιρέσουμε κάποιους φύσει πολυγράφους ποιητές, η ποίηση που βγαίνει βεβιασμένα, που δεν είχε τον χρόνο να ωριμάσει, είναι ως επί το πλείστον κακή ποίηση.
Έρχεται κάποιος και σου λέει ότι πριν διαβάσει τη νέα σου συλλογή, θα ήθελε από μέρους σου να του κάνεις μία μικρή εισαγωγή. Τι θα του έλεγες;
Με κίνδυνο να φανώ αγενής θα του έλεγα ότι καλά θα κάνει να μην το πάρει το βιβλίο, η ποίηση απολαμβάνεται από πρώτο χέρι, δε χρειάζεται διάμεσους και διερμηνεία.
Είναι σαν να ζητάς από κάποιον να σου περιγράψει το φαγητό που γεύεται: θα σου πει μεν αλλά κακήν-κακώς και στο περίπου, δεν είναι δυνατόν να σου μεταφέρει την αίσθηση της εμπειρίας. Στην ποίηση, στην καλή ποίηση εννοώ, έχουμε μεγάλο βαθμό σωματικότητας, συμμετέχει στην ανάγνωση όχι μόνο το μυαλό αλλά και το ίδιο το σώμα: πρέπει οι λέξεις να περάσουν μέσα σου, να ανασηκωθεί το δέρμα, οι τρίχες, να φαγουρίσει η μύτη, να σχηματιστεί ίσως κι ένας κόμπος δάκρυ κι αυτό δεν είναι δυνατόν να μεταφερθεί από λόγια τρίτων. Η συγκίνηση πρέπει να βιωθεί κι αυτό είναι μια απόλυτα προσωπική εμπειρία. Πρέπει να μπεις ιδίοις εξόδοις στην ανάγνωση, απροετοίμαστος, εντελώς αθώος, περιδεής και ευγνώμων και να ρισκάρεις την έκπληξη, την ταραχή, ίσως και το αναποδογύρισμα όλων όσων είχες επιμελώς μέχρι τότε τακτοποιήσει μέσα σου.
Πρόσφατα, όμως, είχαμε και τη βράβευσή σου με το 1ο μάλιστα βραβείο σε ένα πανελλήνιο διαγωνισμό ποίησης! Δεν είναι κάτι ξένο για σένα, καθώς είναι το 6ο βραβείο που παίρνεις έως σήμερα. Ικανοποίηση, σίγουρα, αλλά και ευθύνη για τη συνέχεια μιας και ο πήχης είναι πλέον ψηλά;
Ένα βραβείο είναι πάντα ένα βραβείο. Ικανοποιεί την ανάγκη της διάκρισης κι αυτό είναι ανθρώπινο. Κάθε ποιητής πρέπει όμως να επιλέγει τις μάχες του: υπάρχουν ένα σωρό εφήμεροι ποιητικοί διαγωνισμοί αμφίβολου κύρους που μοιράζουν βραβεία χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Οι σοβαρές διοργανώσεις στην Ελλάδα είναι μετρημένες στα δάχτυλα. Ο «Κούρος Ευρωπού» είναι μια τέτοια σοβαρή διοργάνωση, καθώς τελεί υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού και μετράει 26 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας στην πολιτιστική ζωή της χώρας. Ήταν μια ευτυχισμένη συγκυρία το βραβείο αυτό, αν και κατά βάθος πιστεύω ότι οι ποιητικοί διαγωνισμοί, γενικά, δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Η ποίηση και η «ποιητικότητα» δεν μπορούν να αποτιμηθούν, να ποσοτικοποιηθούν, να χωρέσουν σε κριτήρια. Είναι κάτι πέρα και πάνω από τις λέξεις αυτό που κάνει την ποίηση ποίηση, που σηκώνει το ρίγος. Είναι απλουστευτικό να συγκρίνουμε ποιητικά έργα μεταξύ τους, πρόκειται για διαφορετικά σύμπαντα. Άλλωστε, το βραβείο, όποιο κι αν είναι αυτό, το δίνει πάντα ο αναγνώστης, όχι ο ειδήμων ακαδημαϊκός κριτικός. Ο μέσος αναγνώστης: αυτός που επιλέγει να στερηθεί κάτι άλλο για ν’ αγοράσει ένα ποιητικό βιβλίο και που αναζητάει στην ποίηση αυτή την άλλη διάσταση της πραγματικότητας, την ανάταση, για να εμπλουτίσει τη ζωή του. Όπως έχει ειπωθεί πολύ σωστά ένα ποίημα διαβάζεται με τα νεύρα: ή συγκινεί ή όχι. Ή αρέσει ή όχι. Αλλά και για τον δημιουργό η ποίηση δεν «συμβαίνει» στους διαγωνισμούς: συμβαίνει στο πριν, στις δημιουργικές ωδίνες και στο μετά, στην παύση και στον αναστοχασμό.
Κλισέ ερώτηση αλλά δεν μπορώ να την αποφύγω. Τι είναι έμπνευση για σένα;
Υπάρχει γενικά μια μυθολογία γύρω απ’ το θέμα της έμπνευσης που πολλές φορές την συντηρούν και οι ίδιοι οι ποιητές και που οδηγεί σε μεγάλες παρανοήσεις. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι είναι μια θεόσταλτη σφαλιάρα που τρώει ξαφνικά κάποιος και κάθεται και γράφει το ποίημα, ένα δώρο εξ ουρανού, αναπάντεχο. Αυτό είναι αλήθεια κατά το ήμισυ. Η έμπνευση είναι μια στιγμή χάριτος και σαν τέτοια αποτελεί μια κατ’ εξαίρεσιν συνθήκη στη ζωή του ποιητή, όχι ο κανόνας ή η καθημερινότητά του. Οι περισσότεροι γράφουμε σβήνοντας. Όπως σε κάθε τέχνη χρειάζεται και πολλή άχαρη δουλειά τεχνικής φύσης για να φτάσεις στο τελικό αποτέλεσμα, χρόνος, επιμονή και αρκετές αναθεωρήσεις, αν θέλεις να προχωρήσεις πέρα από την κοινοτυπία στην περιοχή της πραγματικής έκφρασης. Οι λέξεις είναι σκληρό, δύσκαμπτο και εύθραυστο υλικό. Κάτι ελάχιστο να προσθέσεις ή να αφαιρέσεις και, δίχως να το καταλάβεις, έφυγες μακριά από το συναίσθημα που θέλεις να εκφράσεις.
Αν έπρεπε ν’ απαντήσω οπωσδήποτε θα έλεγα ότι έμπνευση είναι το μέρος του ποιήματος που μου δίνεται, που δεν μου ανήκει, ένα μεταφυσικό μέγεθος. Κλείνω τα μάτια και το δέχομαι μ’ ευγνωμοσύνη, ξέροντας όμως ότι τότε ακριβώς είναι που αρχίζει η πραγματική δουλειά…
Ζεις στη Ναύπακτο από το 2003. Σε λέμε και δικό μας άνθρωπο πλέον, μας το επιτρέπεις…
Στη Ναύπακτο ήρθα το 2003 ως νεοδιόριστη του ΑΣΕΠ. Δε σου κρύβω ότι η εικόνα του λιμανιού με άρπαξε από την πρώτη στιγμή και πολύ γρήγορα αποφάσισα μέσα μου ότι αυτό ήθελα να είναι το σκηνικό της ζωής μου. Αργότερα γνώρισα τους ανθρώπους, το γοητευτικό αυτό μείγμα στεριανής μπέσας και ντομπροσύνης και θαλασσινής ευστροφίας και χάρης, σιγά- σιγά οι γνωστοί έγιναν φίλοι, και έτσι δέθηκα ακόμη περισσότερο. Έκτοτε ζω εδώ, ελπίζω για πολλά χρόνια ακόμη.
Η πόλη μας, ο τόπος μας είναι πηγή έμπνευσης;
Η Ναύπακτος έχει μια εγγενή ποιητικότητα. Τόση ομορφιά σκορπισμένη απλόχερα, τόσο γαλάζιο για το μάτι να βουτάει και τόσο πράσινο για ν’ αναπαύεται, και ταυτόχρονα η ιστορία, μια διαρκής υπόμνηση, η ιστορική μνήμη αποτυπωμένη σε κάθε πέτρα. Θα πρέπει κάποιος να είναι εντελώς ανάλγητος στην ομορφιά για να μείνει ασυγκίνητος. Και είναι κάτι που με τον καιρό δεν ξεθωριάζει, δε συνηθίζεται, τουλάχιστον για μένα, που δεν γεννήθηκα εδώ. Έχει μια ιδιαίτερη αύρα, ιδιαίτερα σε κάποιες γειτονιές όπως τα Μποτσαρέικα ή η περιοχή κάτω από το Ρολόι που μ’ αρέσει συχνά να περπατάω,εκεί έχεις την εντύπωση ότι εισέρχεσαι στον χώρο του άχρονου… Παρά τα προβλήματά της, τα ρυμοτομικά και τα άλλα με τα οποία καθημερινά όλοι αναμετρούμαστε, είναι ένας ιδιαίτερο τόπος. Στην τελευταία συλλογή, στα «Άλογα στο στήθος» κάνω μάλιστα μια σαφή αναφορά στην πόλη και στο όνομά της καθώς και στη σημασία που έχει αυτό για μένα προσωπικά. Προδημοσιεύω λοιπόν ένα απόσπασμα, τους τελευταίους στίχους, από το ποίημα «Συμβιωτική αναπηρία»:
«Εδώ, δεν είναι στάσιμες
οι ώρες
και οι λέξεις
δεν ησυχάζουνε στιγμή:
συνέχεια πάνε κι έρχονται,
ολημερίς πλανίζουν
κατάρτια
και ξυλοδεσιές
δεν είναι αραξοβόλι
για να σαπίζουν όνειρα,
-εδώ φτιάχνουν καράβια.
Να πάω λίγο και στην ιδιότητά σου ως εκπαιδευτικός. Υπάρχει ποίηση στο σχολείο; Έρχεται σε επαφή το παιδί μαζί της, ώστε να πάρει ερεθίσματα ή πρόκειται καθαρά και μόνο μία προσωπική διεργασία του καθενός να την ανακαλύψει;
Η ποίηση υπάρχει και ταυτόχρονα είναι ανύπαρκτη στο σχολείο. Υπάρχει στο αναλυτικό πρόγραμμα ως υποχρεωτική ύλη, άρα είναι εξ ορισμού ανύπαρκτη.
Υπάρχει κάτι βαθιά αντι-ποιητικό στην εκπαιδευτική διαδικασία και στον τρόπο που διδάσκεται η ποίηση στο σχολείο. Όλος αυτός ο πειθαναγκασμός, η ad nauseam τεχνολόγηση των κειμένων, η εμμονή με το νόημα. Μα, είναι δυνατόν να βαθμολογείται και να μπαίνει μάλιστα και στις εξετάσεις κάτι που είναι στα όρια της αισθητικής, της ψυχολογίας και της φιλοσοφίας; Πολλά παιδιά τη φοβούνται ή και τη μισούν και δεν τα αδικώ, στη θέση τους πιθανότατα να ένιωθα κι εγώ το ίδιο: δεν νιώθουν άνετα με την αοριστία, την αμφισημία, τα άλματα της φαντασίας, νιώθουν αμήχανα με όλη αυτή την ελευθερία που προϋποθέτει, δεν μπορούν να διαχειριστούν. Και δεν λέω ότι οι συνάδελφοι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους: η ρίζα του κακού είναι βαθύτερα, ο σχεδιασμός είναι από την αρχή λάθος, η θέση της λογοτεχνίας γενικότερα στο σχολικό πρόγραμμα. Θα έπρεπε να διδάσκεται σε λογοτεχνικά εργαστήρια από ανθρώπους ειδικά επιμορφωμένους που να την αγαπάνε και οι ίδιοι και σίγουρα να μην βαθμολογείται, να είναι αντικείμενο επιλογής, τόσο για διδασκόμενους όσο και για διδάσκοντες. Αλλά αυτό δεν είναι δυνατό όπως είναι σήμερα δομημένο το δημόσιο σχολείο. Όταν ο ίδιος ο συνάδελφος που τη διδάσκει το κάνει διεκπεραιωτικά όντας κι ο ίδιος αμύητος και ανατρέχοντας στα λυσάρια, μεταφέρει στα παιδιά άθελά του τη δική του ανεπάρκεια..Αν δεν μάθουμε τα παιδιά να αγαπάνε την ποίηση, ν’ αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σ’ αυτή, τις σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους, αυτά πάντα θα τη φοβούνται και θα την μισούν και πάντα για εκτόνωση θα προτιμούν να σπάσουν ένα τζάμι απ’ το να γράψουν έναν στίχο.
Τα παιδιά ξεκίνησαν αυτή την εβδομάδα τις πανελλαδικές εξετάσεις, ποιο το μήνυμά σου προς αυτά;
Αυτές τις εξετάσεις τις θυμάμαι αμυδρά πια, σαν εφιάλτη, αλλά κάθε χρονιά (τύχη αγαθή που με απάλλαξαν φέτος) αναγκάζομαι να τις αναβιώνω σαν επιτηρήτρια.
Πραγματικά δεν ξέρω γιατί ακόμη και σήμερα η κοινωνία μας ως συλλογικό ασυνείδητο εξακολουθεί να βασίζει πάνω τους τόσες προσδοκίες, με συνθλιπτικά αποτελέσματα για την ψυχολογία των παιδιών, κάποτε τουλάχιστον οι εξετάσεις αυτές μπορούσαν να εγγυηθούν μια σίγουρη δουλειά. Σήμερα όλα είναι εν αμφιβόλω.
Παρόλα αυτά εύχομαι σε όλα τα παιδιά καλή επιτυχία, κάθε προσπάθεια δικαιούται να φέρει καρπούς. Αυτό όμως που πάνω απ’ όλα θέλω να τους πω είναι να μην το βάζουν κάτω, να μην παραιτούνται. Αν δεν είναι φέτος, θα είναι την επόμενη χρονιά, τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στην επιμονή. Η ζωή δεν αρχίζει ούτε τελειώνει με μια εξέταση, άλλωστε δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο πολλοί «αριστεύσαντες» των Πανελλαδικών να κόβονται «στον τόπο» στις πραγματικές εξετάσεις, της αληθινής ζωής.
Η Μαρία Σφήκα
Η Μαρία Σφήκα γεννήθηκε στη Λαμία. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Α.Π.Θ με μεταπτυχιακή ειδίκευση στην Δημιουργική Γραφή (Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας) και Υποψήφια Διδάκτορας του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του Ε.Κ.Π.Α. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, παρουσιαστεί σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις και βιβλιοθήκες ανά την Ελλάδα, διακριθεί σε Πανελλήνιους Ποιητικούς Διαγωνισμούς και συμπεριληφθεί σε συλλογικές εκδόσεις και ανθολόγια.
Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, τον «Υποκειμενικό Κήπο» (εκδ. «Οιωνός» 2006) και την «Εισαγωγή στις πονηρίες της χαράς» (εκδ.«Οιωνός» 2011). Η τρίτη της συλλογή με τίτλο «Άλογα στο στήθος» είναι υπό έκδοση.Από το 2003 ζει μόνιμα στη Ναύπακτο όπου και εργάζεται ως καθηγήτρια Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Διακρίσεις
- 2021: 1o Βραβείο στον 26ο Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό «Κούρος Ευρωπού» για την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Άλογα στο στήθος»
- 2O18: 1ο Βραβείο Haiku στον Β Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης «Πνευματικών Οριζόντων Κύπρου»
- 2017: 3ο Βραβείο Haiku στον 2ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Haiku της Ιαπωνικής Πρεσβείας
- 2015: 1ος Τιμητικός Έπαινος στον 20ο Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό «Κούρος Ευρωπού» για την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Καιρός του λίθους συναγαγείν και άλλα ποιήματα»
- 2015: 1ος Τιμητικός Έπαινος στον 4ο Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό «Ελικών» για το ποίημα «Άνοιξη»
- 28-6-2014: 1ο Βραβείο στον 3ο Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό «Ελικών» για το ποίημα «Στο ανθοπωλείο»
- 28-1-2012: 2ο Βραβείο στον 5ο Πανελλήνιο Ποιητικό Διαγωνισμό «Κωνσταντίνος Χατζόπουλος» για το ποίημα «Σύνοψις περασμένου Αυγούστου»
- 30-1-2011: 1ο Βραβείο στον 29ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών για το 2010 για το ποίημα «Το πολύ και το λίγο».