11.2 C
Nafpaktos
Monday, November 25, 2024
spot_img
spot_img

Ναυπακτιακά αφηγήματα: Για την ημέρα της γυναίκας… Αγλαΐα

spot_img

Γράφει η Μάρθα Ασημακοπούλου 

Φτωχός αλλά εργατικός, κοινωνικός με πηγαίο χιούμορ ο Θόδωρος. Άνθρωπος σπαθί. Της πιάτσας άνθρωπος. Περιζήτητος στις παρέες για τα ωραία που έλεγε. Καθαρά Δευτέρα στο Μοναστηράκι, σουρωμένος βγήκε απ’ τον χορό και κοίταζε τους άλλους. Ζαλισμένος από τις γυροβολιές του μόρτη χορευτή λέει « Όχι άλλαι στροφαί, όχι άλλαι στροφαί», φράση που έμεινε στις παρέες των Ναυπάκτιων γλετζέδων.

Στο τέλος της δεκαετίας του 1940 παντρεύτηκε ο Θόδωρος, ένα από τα τρία κορίτσια του Μήτρου του Φασκιά, την Αγλαΐα. Οι δερβισόμαγκες του Επάχτου, δεν άφησαν την ευκαιρία για να κάνουν πλάκα στο φίλο τους. Έβγαλαν κεραμίδια της φτωχικής κάμαρης του νιόπαντρου ζευγαριού για ν’ ακούσουν την παροιμιώδη φράση της νύφης- η καψαρή δεν είχε καταλάβει τι γινόταν- «Είδεις Θόδωρη μ’, ως κι τ’ αστέρια μπήκαν απόψι στου σπίτι μας, να χαρούν μι τ’ χαρά μας».

Κάναν ένα κοριτσάκι. Μηνών ήταν το παιδί όταν ξαφνικά ο Αρχάγγελος σκούντηξε στον ώμο τον Θόδωρο και του ‘πε «Αρκετά έζησες, για πάμε τώρα». Χτυπημένος από εγκεφαλικό ο νεαρός πατέρας, αντιστάθηκε για λίγες μέρες αλλά νικήθηκε και πήγε μαζί του! Παρακάλαγε η δόλια η μάνα του, παρακάλαγε όλη η φαμελιά του. Άτεγκτος ο Αρχάγγελος. Όλα κι όλα, ρουσφέτια δεν κάνει! Σε κανέναν! Τι κι αν είσαι «μέγας και πολύς», τι κι αν είσαι φτωχαδάκι. Έτσι και σε καλέσει, γνώμη δεν αλλάζει.

Τότε η Αγλαΐα- ικανότατη διάδοχος- άδραξε το καρότσι του άνδρα της και βγήκε για να εξοικονομήσει τα προς το ζειν. Εκείνον τον καιρό, κάπου δεκαπέντε καροτσάκια δούλευαν στη Ναύπακτο. Ζούσαν οικογένειες, σπούδαζαν και πάντρευαν παιδιά. Επάγγελμα βαρύ και δύσκολο, ανδροκρατούμενο. Αχάραγα ξεκινούσε για το μεροκάματο. Μέρα- νύχτα στο δρόμο κάνοντας μικρομεταφορές. Βαλίτσες, «Άλλος για πρακτουρείοοοοο». Λαμαρίνες με φαγητά των εστιατορίων προς και από τους φούρνους της πόλης. Άλευρα, καλαμπόκι, τσιμέντα, ζωοτροφές, λιπάσματα και ό,τι άλλο ήθελε ο πελάτης. Με κρύα, με ζέστες, με βροχές… Αγόρασε οικόπεδο, φάτσα δρόμο, λίγο πριν το γήπεδο. Έχτισε σπιτάκι. Αγωνίστρια!

Φορούσε πάντα μαύρα- ως χήρα- και μαύρο μαντίλι στο κεφάλι της που απ’ τον ήλιο είχε αλλάξει χρώμα. Στις εθνικές επετείους, έβαζε την καλή της φορεσιά και για ένα ταλιράκι, έβγαζε τη σημαία κάποιου σωματείου στην παρέλαση, εν μέσω επευφημιών!

Η πόλη γενικά, την αντιμετώπιζε με συμπάθεια. Ήταν η δική της γνώριμη, γραφική φιγούρα. Ποιός δε θυμάται το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα της φωνής της. «Κορνάριζε» για να της κάνουμε τόπο να περάσει. «Μπίπ- μπίπ, στην πάντα- στην Πάτρα τσούπες, μη σας χαλάσου». Ή το άλλο «Γειτόνισσα- γειτόνισσα για σένα δεν κοινώνησα». Ερχόταν στο γυμνάσιο που φοιτούσε η κόρη της εν ώρα μαθήματος, να της αφήσει μήνυμα στο Γυμνασιάρχη. «Κυρ-Τσοτσορέ μ’, να πεις στ’…, ζύμουσα κιφτέδις, να τγανίσ’ να φάει. Μη τ’αστουχήεις…». Είχε τον δικό της ξεχωριστό τρόπο σε όλα!

Βαριά φορτωμένο το όχημά της- πόση δύναμη έβαζε Θεέ μου στα χέρια και στα πόδια- για να το συγκρατήσει, να μη την πάρει σβάρνα ο κατήφορος της μεγάλης στροφής πριν το λιμάνι (Benetton σήμερα). Πίσω της, ο φορτηγατζής κορνάριζε και από το ανοιχτό του παράθυρο, χειρονομώντας της φώναζε να τον αφήσει να περάσει. Βιαζόταν να προλάβει το καράβι στο Καστέλι. Μόλις έπιασε ισάδα η Αγλαΐα, σταμάτησε μες’ τη μέση του δρόμου και του λέει ήρεμα.

-Τι θέλ’ς συνάδελφε, έχου προυτιριότητα!

Ο κόσμος της πιάτσας, του Στενοπάζαρου και οι τακτικοί θαμώνες των ταβερνίων της «κολλάγανε» και ‘κείνη έπαιζε το παιχνίδι τους για να επιβιώσει. Λέγανε εκείνοι, έλεγε κι αυτή. Στη χλεύη απαντούσε και έβαζε τους «έξυπνους» εκεί που τους έπρεπε. Δε μάσαγε. Έπινε και τα κρασάκια της. «Θα έρθει η Φρειδερίκη η βασίλισσα στη Ναύπακτο» της είπαν. «Ποια Φρειδερίκ’, ιγώ είμι η Βασίλισσα». Και έτσι της απένειμαν τον τίτλο της Βασίλισσας. Εκεί γίνονταν οι μεγάλες πλάκες.

Αξέχαστα απογεύματα στο Παπαχαραλάμπειο…  Έπαιζε ο Ναυπακτιακός Αστέρας. Κατάμεστο το γήπεδο. Οι φίλαθλοι την περίμεναν κι αυτή το διασκέδαζε! Λίγο πριν αρχίσει ο αγώνας, κατέφτανε κραδαίνοντας την Ελληνική σημαία με το πελώριο δίχρωμο καντάρι. Μόλις φαινόταν στην είσοδο με τους μακρόβιους ευκαλύπτους, ο κόσμος άρχιζε να την αποθεώνει, αποκαλώντας την, Βασίλισσα! Ακολουθούσε κάτι σαν τον γύρο του θριάμβου. Κάτι σαν την είσοδο Βυζαντινού αυτοκράτορα στον Ιππόδρομο. Καθόταν σε περίοπτη θέση στο κέντρο των κερκίδων. Κάθε φορά που η φάση είχε ενδιαφέρον ή έμπαινε γκολ, σηκωνόταν όρθια και κυμάτιζε τη σημαία δεξιά- αριστερά, εμψυχώνοντας την ομάδα. Πανδαιμόνιο στο γήπεδο!

Για πολλά χρόνια, ήταν το σήμα κατατεθέν της Ναυπάκτου! Έφυγε, αφήνοντας το αποτύπωμά της στην πόλη και σε όλους εμάς, γλυκές αναμνήσεις από τα μικράτα μας. Σίγουρα το χώμα που σκέπασε το ταπεινό της σαρκίο, είναι πιο ελαφρύ από τα βάρη που σήκωσε στον απάνω κόσμο!
Αιωνία σου η μνήμη, Αγλαΐα του Επάχτου…

Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός» 

spot_img
Newspaper WordPress Theme
spot_img
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme

Περισσότερα

Newspaper WordPress Theme