Γράφει η Μάρθα Ασημακοπούλου
Άνοιξε τις πόρτες του στη μεταπολεμική Ναύπακτο, με αλματώδη εξέλιξη στα χρόνια που ακολούθησαν. Για τους πολλούς εκείνα, ήταν χρόνια μέσα στη φτώχεια και τη φουκαραδοσύνη και για άλλους με δύναμη στο πορτοφόλι τους. Όλοι όμως διψασμένοι για το ωραίο! Έγινε το πρώτο, το μεγαλύτερο και το καλύτερο πολυκατάστημα της πόλης, φέρνοντάς της έναν αθηναϊκό αέρα. Πολύ μπροστά από την εποχή του!
Βιτρίνες φωτισμένες που τραβούσαν την ψυχή και το μάτι του ανθρώπου! Κόβαμε βόλτες και ζαχαρώναμε τα όμορφα που φορούσαν οι ψηλόλιγνες κούκλες! «Αχ και να ΄χαμε λεφτά, θα τα αγοράζαμε όλα». Υφάσματα, με τον πήχη ως το 1953, με το μέτρο μετά. Το χρατς του ψαλιδιού που συνοδευόταν με την ευχή «Με ‘γειά» μας έδινε τόση χαρά! Μαζί η φόδρα, η ανέμη στο σωστό χρώμα, τα κουμπιά. Πρόταση για παπούτσια και ίδια τσάντα. Μετά μπήκε στην αγορά το έτοιμο ρούχο. Μοντελάκια δελεαστικά. Έμπαινες, προβάριζες. Σου έκανε; Καλώς, το έπαιρνες, δε σου άρεσε το άφηνες, ενώ στη μοδίστρα το ρούχο είχε ένα ρίσκο αν και οι μοδίστρες μας ήταν πραγματικά χρυσοχέρες! Βαλίτσες, εσώρουχα, χαλιά, είδη προικός για ν’ ανοίξουν σπίτι οι «μέλλωσι να έλθωσι εις γάμον…». Η Ναύπακτος- τα χωριά της που είχαν πληθυσμό περισσότερον από αυτόν της πόλης- αλλά και η Δωρίδα, έβρισκαν εκεί μέσα τα πάντα για όλες τις ηλικίες, για όλα τα γούστα και όλες τις περιστάσεις.
Ρούχα για ιερείς. Για τα κοριτσόπουλα, μπλε πλισέ φούστες και κορδέλες για τις παρελάσεις. Βαπτιστικά. Ρούχα για γαμπρούς. Αμέτρητα κρυνοκόριτσα γίναν νύφες με τα ενοικιαζόμενα πέπλα και νυφικά (δεν τα’ αγοράζανε τότε). Μπομπονιέρες, στέφανα, λαμπάδες, ανθοδέσμες. Ως και κίβδηλες βέρες γι’ αυτόν που είχε μεν «καλό σκοπό», αλλά δεν είχε φράγκο στην τσέπη για να «κόψει» χρυσές! Ακόμα βλέπεις χέρια ρυτιδιασμένα από τη δουλειά και τον χρόνο, να φορούν εκείνες τις βέρες που χάσανε με το πρώτο πλύσιμο το χρυσό τους χρώμα και πήραν το χρώμα του χαλκού. Εκείνα τα ζευγάρια μπορεί να μην τα έφερε πιο κοντά ο χρυσός αλλά τα ένωσαν δεσμά πιο ουσιώδη και προκόψανε. Νεκροσκούτια για το «Άμωμοι εν οδώ αλληλούϊα…», σάβανα, λαμέ υφάσματα- μωβ και λευκά ανάλογα με την ηλικία του εκλιπόντος- για το στολισμό της κάσας. Πένθη για το μανίκι των ανδρών. Χειρομάντηλα με μαύρη πένθιμη μπορντούρα. Κι όταν το χαροδρέπανο χτύπαγε νύχτα ή μέρες που τα μαγαζιά ήταν κλειστά, το κατάστημα αυτό θα άνοιγε για να εξυπηρετήσει τον έχοντα την ανάγκη του αυτήν τη δύσκολη ώρα. Τους νεκρούς τότε τους ετοιμάζανε και τους ξενυχτούσαν στα σπίτια τους.
Οι ιδιοκτήτες αλλά και οι υπάλληλοι, πρόθυμοι περιποιημένοι και περιποιητικοί, με χαμόγελο, με ευγένεια και οικειότητα, χωρίς να επιμένουν. Βοηθούσαν τον πελάτη να βρει από κοστούμι και καμπαρτίνα ντουμπλ φας ως πιτζάμες και κάλτσες. Ξέρανε τι πάει στη μελαχρινή, τι στην καστανή. Τις κατηύθυναν στους μεγάλους καθρέφτες να βεβαιωθούν για τις επιλογές τους. Ήταν μέρες που το προσωπικό- ήταν και μεγάλο- δεν προλάβαινε τους πελάτες.
Η Ντίνα, μπήκε εκεί κοριτσάκι και έφυγε γιαγιά, όπως και οι άλλες εργαζόμενες! Έτρεχε να εξυπηρετήσει πολλούς πελάτες συγχρόνως. Την κοπέλα που ρωτούσε αν έχουν «μανά» για τα νύχια, την άλλη που ήθελε «μαγιά» για τη θάλασσα, τη θεια που ζητούσε μια «μαύρη ρουκέλα», τον νεαρό που έψαχνε γαμπριάτικα παπούτσια.
-Τι νούμερο παρακαλώ; Ρώτησε η κοπέλα. Και ‘κείνος απευθυνόμενος προς τη μάνα του που παζάρευε παραπέρα το κοστούμι.
-Μάναααα, τι νούμερο παπούτσια φοράω;
Τον μπάρμπα που αγόραζε για δώρο στηθόδεσμο «Τι νούμερο;» και η απάντηση «Ξέρω ‘γω, πάντως τριάντα επτά νούμερο παπούτσια φοράει». Τον άλλον μπάρμπα που ήρθε από το χωριό να κάνει εξετάσεις αίματος στην κυρά- Δώρα που τότε ήταν η μόνη μικροβιολόγος στην πόλη. Πήρε τα αποτελέσματα και μπήκε στο κατάστημα να ψωνίσει «Τσικλίκια, πως τα λένε μωρέ; Α ναι σλίπια». Ήθελε να δείξει στην πωλήτρια τις εξετάσεις του. Ήταν ο δικός τους άνθρωπος ο πελάτης. Για να δικαιολογήσει τις ατασθαλίες του στο φαγητό και να εκπαιδευτεί πως να πείσει την κυρά του για να μην τρώει κρυφά. «Έχω ζάχαρο αλλά η γιατρίνα μου είπε να τρώω και πατάτες και μακαρόνια, απ’ όλα να τρώω». Αλίμονο, ψέματα έλεγε και το πλήρωσε σύντομα! Η εργαζόμενη είχε και το ρόλο της ψυχολόγου. Άκουγε τα οικογενειακά τους, τα παράπονα, τα προβλήματά τους και ταυτόχρονα να δώσει βατραχοπέδιλα στο παιδάκι του κυρίου, παντόφλες στη γιαγιά, παπούτσια στον γαμπρό…
– Είναι μεγάλα τα βατραχοπέδιλα, θα θέλαμε μικρότερο νούμερο. Λέει ο πατέρας του μικρού.
– Δεν πειράζει, με τις καλτσούλες του θα του πάνε μια χαρά, θα δεις. Το μικρότερο νούμερο είχε εξαντληθεί. Ο κύριος γέλασε τόσο πολύ και αγόρασε τα βατραχοπέδιλα μόνο και μόνο για την ευθυμία που του προκάλεσαν οι καλτσούλες!
Η μεγαλοκοπέλα ζητούσε να αγοράσει ψαλιδάκι για τα νύχια. Της έβγαλε πάνω στο τζαμάκι της προθήκης, διάφορα να διαλέξει και έτρεξε να εξυπηρετήσει άλλον πελάτη. Όταν επέστρεψε η ενδιαφερομένη είχε κόψει τα νύχια της και λέει. «Αυτό καλό είναι, να το πάρω σπίτι να κόψει και η αδερφή μου τα νύχια της και να σου το φέρω πίσω;»
Ένα κατάστημα που έκανε τους κύκλους του, συνοδεύοντας τους κύκλους ζωής των Ναυπάκτιων και όχι μόνο!
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»