Γράφει η Μάρθα Ασημακοπούλου
Μικροφαμελίτης, πατέρας τριών μικρών κοριτσιών ήταν εκείνο τον καιρό που ‘γινε το κακό ο Φασκιάς. Αυτό ήταν το παραγκώμι του. Δούλευε όπου του τύχαινε. Κουβάλαγε, φόρτωνε και ξεφόρτωνε σακιά, αποσκευές, μπάλες τριφύλλι και ό,τι του λέγανε στα καΐκια του λιμανιού. Τότε άνθρωποι και εμπορεύματα μετακινούνταν από τον θαλάσσιο δρόμο. Βοηθούσε που και που στο ξεψάρισμα της τράτας.
Τα μεσημέρια και τα βράδια, τα κουτσόπινε στις ταβέρνες του μέσα παζαριού. Καλοζωισμένοι μεγαλονοικοκύριδες, χασομέριδες και τραμπούκοι, τον κερνούσαν κανένα κρασί και σπάγαν πλάκα μαζί του. Τον τρελαίνανε στην κοροϊδία. Σε χλωρό κλαρί δεν τον αφήνανε. Μια φορά κάπου κονόμησε ένα καρπούζι, το ‘βαλε κάτω από τη βρύση για να κρυώσει, πήγαν και του το μαγαρίσανε κι αυτό. Τον παίδευαν, τον παίδευαν… Χρόνια ήταν το κλωτσοσκούφι και ο περίγελος του λιμανιού. Στην έκκλησή του «Μη μι πράζτει ωρέ» κανένας δεν έδινε βάση, κανένας δεν άκουγε! Του πλερώνανε τα κρασί και όλα μέλι – γάλα. Άνθρωποι που πίστευαν πως είναι βασιλιάδες επειδή παρίσταναν τον βασιλιά!
Χειμώνας καιρός και θεοσκόταδο ήταν εκείνο το βράδυ που ο Φασκιάς φεύγοντας από την ταβέρνα για το ρημαδόσπιτό του, έστησε καρτέρι στο στενό της Μέμαινας (Benenton σήμερα). Είδε ένα καλοκουμπωμένο πανωφόρι να ‘ρχεται προς το μέρος του και πάνω στο σεκλέτι του, του ‘χωσε το λεπίδι! Μέσα σε δευτερόλεπτα σωριάστηκε το πανωφόρι. Μετέφεραν με το καΐκι τον άτυχο Τουρνάρα στο νοσοκομείο της Πάτρας. Μετά από λίγες μέρες, έσβησε το καντήλι του.
Είπαν πως το τραγικό ήταν, ότι τούτος εδώ ο χριστιανός δεν τον είχε πειράξει ποτέ… Δεν ήταν από τα μέρη μας. Λάθος έκανε; Άλλον περίμενε, άλλος βρέθηκε στο δρόμο του; Το θολωμένο του μυαλό γύρισε ανάποδα τα γεγονότα και τις εικόνες; Ή μήπως δεν ήταν έτσι… Γιατί άλλοι είπαν πως και το θύμα του κόλλαγε εκείνο το βράδυ στην ταβέρνα του Κοντόβλαχου. Καλά οι ντόπιοι αλλά τώρα και ο ξενομερίτης… Ήθελε να ουρλιάξει, να βλαστημήσει, να πετάξει απ’ το λαιμό του αυτό που τον έπνιγε. Μα σώπασε όπως και τις άλλες φορές, όπως και κάθε μέρα. Πάνω του θα έπεφτε το κρίμα.
Σηκώθηκε να φύγει «Μη μι πράζτει ωρέ» είπε ξεψυχισμένα. Ούτε τώρα άκουσε κανένας. Σαν άδειο σακί ξανάπεσε στην καρέκλα του παίρνοντας το κεφάλι του στα δυο λερά του χέρια. Για μια ακόμη φορά, αυτός ήταν ο χαμένος. Άναψε πυρκαγιά ο θυμός μέσα του και ξύπνησε το αγρίμι της ψυχής του. Αυτό που τόσα χρόνια έμοιαζε με γαλήνη, έγινε βουβή λύσσα για εκδίκηση. Το άδικο αλλά και όλα τα άσχημα που φέρνει το πιοτό όπλισαν το χέρι του. Τράβηξε αργά τον ανήφορο, πέρασε τις κάσες του Μαράτου, τον καρτέρεσε και τον σουγιάδιασε.
Τον πιάσαν τον Φασκιά οι χωροφύλακες. Τι κι αν θα ψοφολόγαγε σε κάποιο μπουντρούμι. Δεν τον ένοιαζε. Έτσι κι αλλιώς καθημερινά βασανιζόταν και ψοφολόγαγε στην κόλαση που ζούσε. Καταδικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση. Ήρθε η κατοχή. Βγήκε…
Κοινωνικός αποκλεισμός, στιγματισμός και επικίνδυνο περιθώριο! Συμπεριφορές που τυράννησαν ανθρώπους, κλείσαν σπίτια και ρημάξανε ζωές…
Ο Γιάννης Χαλάτσης, όταν έκανε έρευνα για την ακτοπλοΐα στον Κορινθιακό, ήρθε σε επαφή με συγγενείς του θύματος οι οποίοι δώσαν τη δική τους εκδοχή. Πρόκειται για περιστατικό που έγινε το 1932. Ο Γιάννης Τουρνάρας, ο αδερφός του Αλέκος και ο πατέρας τους Γιώργος ήταν ναυτικοί, με καταγωγή από τη Σκόπελο. Είχαν εγκατασταθεί από τις αρχές του 1900 στο Μοναστιράκι Δωρίδος. Από το 1920, με τη μεγάλη τους βάρκα «Θοδωρούλα» – ιστιοφόρο στο οποίο χωρούσαν τριάντα άτομα- έκανε το πέρασμα Μοναστιρακίου- Ψαθόπυργος, διασχίζοντας καθημερινά τη θάλασσα του Κορινθιακού, ακόμα και σε μεγάλες φουρτούνες. Ο Γιάννης Τουρνάρας μαχαιρώθηκε στη Ναύπακτο! Κάποιοι υπαινίχτηκαν ότι η ενέργεια αυτή, είχε σχέση με ανταγωνισμό ναυτικών συμφερόντων, αλλά δεν είναι δυνατόν να διασταυρωθεί η πληροφορία. Αυτή την εκδοχή την αιτιολόγησαν με το σκεπτικό ότι σχεδίαζε να συνεργαστεί με Ναυπάκτιο πλοιοκτήτη. Την αλήθεια την ήξεραν μόνο οι πρωταγωνιστές.
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»