16.1 C
Nafpaktos
Saturday, November 23, 2024
spot_img
spot_img

Ναυπακτιακά αφηγήματα: Ο μπάρπα-Κώστας

spot_img

Γράφει η Μάρθα Ασημακοπούλου   

Είδα αρχοντόσπιτο- κόσμημα της πόλης, να το χαίρονται οι νοικοκυραίοι του, να το χαίρονται και οι περαστικοί- που ‘χε τις πόρτες του βαμμένες με ένα υπέροχο άλικο (βαθυκόκκινο) χρώμα και θυμήθηκα τον μπάρπα -Κώστα.

Ορφάνεψε στα μικράτα του από πατέρα. Στην κατοχή, ανταρτόπουλο του ΕΛΑΣ. Μετά παντρεύτηκε σε διπλανό χωριό. Έκανε πέντε παιδιά, προκομμένα και με ωραίες οικογένειες σήμερα! Φτωχός, μα νοικοκύρης και δουλευταράς. Πέρα από το κοπάδι και τα χωραφάκια του, δεν άφηνε μεροκάματο να πάει χαμένο. Μέρα- νύχτα αγωνιζόταν να μη λείψουν τα χρειαζούμενα απ’ τα παιδιά του και προπάντων τα γράμματα! Προς το τέλος της δεκαετίας του 1960, τρία του παιδιά φοιτούσαν στο Γυμνάσιο Ναυπάκτου.
  
Το χωριό δεν είχε συγκοινωνία, ερχόταν ποδαράτο- δυο ώρες δρόμο- τακτικά, να φέρει μέσα στο σακούλι το καρβέλι, το τυρί, το αυγό και ό,τι άλλο είχαν. Να πληρώσει το νοίκι της μικρής κάμαρης, να ξοφλήσει τα βερεσέδια στον μπακάλη, να ρωτήσει για τη συμπεριφορά και την πρόοδο των παιδιών.
  
Τα πορτοπαράθυρα, από το χρόνο και τους καιρούς, πήραν να χαλάνε. Θέλανε συντήρηση. Αγόρασε ένα ωραίο κόκκινο χρώμα και τα « πέρασε». Φωτίστηκε το φτωχικό πλην πεντακάθαρο σπιτάκι του. Το κόκκινο έκανε αντίθεση με τους ασβεστωμένους τοίχους και έδειχνε όμορφο! Ο μπάρπα-Κώστας καμάρωνε!
   
Ο άγρυπνος- έμμισθος φρουρός του χωριού- κατέγραψε το «συμβάν» και έκανε την  αναφορά του στο Α. Τ. Ναυπάκτου. Εκείνη την εποχή, υπήρχε ένα άλλο είδος δημοσίου υπαλλήλου που για κάθε « πληροφορία» που έδινε στις αρχές, εισέπραττε αμοιβή. Είχε το χάρισμα αν δεν ήξερε κάτι να το πλάθει ή να διαστρεβλώνει τα δεδομένα ούτως ώστε να ταιριάζουν στις θεωρίες του αλλά και στις επιδιώξεις του! Να μετατρέπει το προφανές σε κάτι το περίπλοκο και το απλό σε κρυφά νοήματα…Και κάπως έτσι φούσκωνε ο φάκελος του κάθε ταλαίπωρου πολίτη! Από ‘κει μέσα έβγαινε το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων που τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή και σε όλα του τα βήματα. Από την έκδοση διαβατηρίου, τη στράτευση ως τον διορισμό του ως καντηλανάφτη.
  
Γυρίζοντας απ’ το μεροδούλι το βράδυ ο μπάρπα -Κώστας, βρήκε ένα γράμμα με σφραγίδες, συνθήματα, πουλιά και υπογραφές να τον περιμένει. Έπρεπε λέει, το συντομότερο να παρουσιαστεί στο Α. Τ. «δια προσωπικήν του υπόθεση». Ταράχτηκε. «Κάτι θα κάμαν τα παιδιά» σκέφτηκε. Αξημέρωτα, πήρε το δρόμο για την πόλη, το τμήμα ήταν στη Βαρδακουλά. Κοντά εκεί ‘μέναν και τα παιδιά του…
  
Έδειξε το γράμμα στο όργανο της τάξης. Εκείνος σοβαρός- σοβαρός, τράβηξε έναν παραγεμισμένο φάκελο. Έμεινε για λίγο σκεφτικός και μετά δυνατά.
 – Τι πάμε να κάνουμε εδώ, Σοβιέτ; Κομμουνιστική προπαγάνδα; Βάψαμε τα πορτοπαράθυρα κόκκινα;

Ο μπάρπα- Κώστας ανακουφίστηκε, δεν ήταν για τα παιδιά… Και έπιασε να του εξηγεί.
  -Πήγα στο μαγαζί του Σ…για μπογιά και μου είπε «Θα σου δώσω άλφα ποιότητα ριπουλίνη, κάτω απ’ το κόστος. Είναι κόκκινο χρώμα και δεν έχει πέραση, δεν ξοδεύεται. Την παίρνουν κάπου – κάπου να τραβήξουν καμιά γραμμή σε βάρκα». Γι’ αυτό την πήρα, να μου ‘ρθεί φτηνά!
  
Ο αξιωματικός τον κοίταξε πατόκορφα, κούνησε το κεφάλι του, έκλεισε το φάκελο και του είπε.
  -Άμε χριστιανέ μου στη δουλειά σου…

Ήταν άνθρωπος! Ίσως να ήξερε από φτώχεια και βιοπάλη. Ίσως να είδε στο πρόσωπό του, τον δικό του πατέρα! Γιατί θα μπορούσε εύκολα να τον «τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί» και να τον τραβολογάει στο Στρατοδικείο της Τρίπολης. Θυμήθηκε τη δασκαλίτσα του χωριού που πριν λίγον καιρό είχε μια ανάλογη περιπέτεια. Στη Θεσσαλία ήταν ο τόπος της, πρωτοδιοριζόμενη υπηρετούσε εδώ. Την κάλεσαν στην αστυνομία. Ο πληροφοριοδότης κατέθεσε: «Μένω κοντά στο σχολείο και ακούω τη δασκάλα στη γυμναστική να λέει διαρκώς στα παιδιά «Εν- δυο, εν-δυο κλίνατε επ’ αριστερά».
  
Έτσι ήταν τα πράγματα εκείνον τον καιρό. Αναπαύσου εν ειρήνη μπάρπα- Κώστα, γιατί στη ζωή σου έδωσες τον αγώνα τον καλό και τον τίμιο! Ήθελα να ‘ξερα όμως, πως αυτοί οι «έμμισθοι» κοιμούνται τα βράδια! Ή μήπως πιστεύουν πως κάνοντας μακριούς σταυρούς «καθάρισαν». Από αυτό το σινάφι πρέπει να ήταν και ‘κείνοι που σταύρωσαν τον Χριστό! «Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου και θύραν περιοχής περί τα χείλη μου».

Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»

spot_img
Newspaper WordPress Theme
spot_img
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme

Περισσότερα

Newspaper WordPress Theme