Γράφει η Μάρθα Ασημακοπούλου
Η Ναύπακτος μαζί με το κάστρο της, τις παραλίες, τα γάργαρα νερά και τα ωραία της, είχε και πολλά καφενεία. Κάθε αρσενικός της κάτοικος που ήθελε να λέγεται «κοινωνικό ον» έπρεπε να περνάει κάποιες από τις ελεύθερες ώρες του στον καφενέ. Στην ανατολική άκρη της πλατείας Φαρμάκη, υπήρχε και το ψηλοτάβανο καφενείο του Καπορδέλη( Wind σήμερα). Κέντρο συνάντησης και σημείο αναφοράς για δικηγόρους, μηχανικούς, εμπόρους αλλά και όλων των ειδικοτήτων, εργαζομένων στην οικοδομή. Τεχνίτες και μαστοράτζες. Αρχές της δεκαετίας του 1960, οι τηλεφωνικές συνδέσεις ήταν λιγοστές. Εδώ γίνονταν συμφωνίες, έκλειναν δουλειές και ξεχρεώνονταν λογαριασμοί.
Εκτός από την αίθουσα, τραπεζοκαθίσματα είχε στο πεζοδρόμιο και στην μικρή πλατεία, δυτικά του. Με το «έφτασεεεε», οι θαμώνες απολάμβαναν το ελληνικό τους καφεδάκι- βαρύ γλυκό, μέτριο, σκέτο, με ολίγη- γλυκά του κουταλιού, υποβρύχιο, λεμονοπορτοκαλαδογκαζόζες, ουζάκι, κονιάκ και ποντς τον χειμώνα για ζέσταμα. Στα τραπεζάκια με την πράσινη τσόχα, παίζανε χαρτιά. Ο μπαμπάς μου όταν κέρδιζε στην κολτσίνα ή στην ξερή, έφερνε στο σπίτι ένα μεγάλο τετράγωνο λουκούμι με αμύγδαλο, πότε σε γεύση τριαντάφυλλο και πότε μαστίχα, κολοτυλιγμένο σε λαδόκολλα. Αυτό ήταν το στοίχημα! Την μαμά μου, πάντα την πονούσε το στομάχι της. Ψεματούρα ήταν, το έλεγε για να το φάω όλο εγώ.
Εκείνο τα ανοιξιάτικο πρωινό, το καφενείο ήταν γεμάτο. Έβρεχε κάμποσες μέρες ασταμάτητα και ήταν αδύνατη η οποιαδήποτε εργασία για τους παρευρισκομένους. Ο Γιώργος με την παρέα του, κουβέντιαζε για δουλειές, αλλάζανε πειράγματα, αστεία και νέα. Γκρίνιαζε για τη βροχή ο άλλος, που έβλεπε να χάνει και το σημερινό μεροκάματο. «Στον καταραμένο τόπο τον Μάη μήνα βρέχει». Ως εδώ όλα πήγαιναν κανονικά και συνηθισμένα. Να σου και ο Θανάσης ο Φιδάς.
Θανάσης Παπαδημητρίου ήταν τ’ όνομά του με καταγωγή από την Μακρυνεία. Παντρεύτηκε γυναίκα από τη Στύλια και έμεινε στα μέρη μας. Ήταν φιλαράκια με τον Γιώργο. Ο Θανάσης είχε μια κλούβα ξύλινη με σήτα γύρω- γύρω και ένα πέτσινο λουρί για να την κρεμάει στον ώμο. Μέσα είχε φίδια, απ’ όλες τις ντόπιες ράτσες. Πολλές φορές, στα πανηγύρια αλλά και όπου είχε κόσμο παρουσίαζε ατραξιόν. Τα κρεμούσε στον λαιμό του σαν κορδέλες, τα έπαιζε στα χέρια του. Το πλήθος έκανε το χάζι του και αγόραζε τη φιδόσκονη. Ένα παρασκεύασμα- αγνώστων συστατικών- που πρόσφερε άμυνα για τα τσιμπήματα ερπετών και εντόμων. Κατάλληλο για τον άνθρωπο αλλά και για τα ζωντανά. Και όπως λέγανε ήταν θαυματουργή! Επίσης λέγανε πως μεγάλο νοσοκομείο της Αμερικής ζήτησε τη συνταγή για έρευνα.
Με το θάρρος της γνωριμίας ο Θανάσης, τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα στον Γιώργο ακουμπώντας την κλούβα στο δάπεδο. Οι αλλόκοτη παρέα θύμισε στο Γιώργο τη δυσάρεστη παιδική του περιπέτεια. Ήταν ανήμερα του Αγίου Κων/νου το 1930. Γιόρταζε ο πατέρας! Η μάνα είχε φτιάσει μπακλαβά με σαράντα φύλλα στο μεγάλο χαλκοματένιο ταψί, έψησε και άλεσε καφέ στον χειρόμυλο, ζύμωσε ψωμιά, γαλατόπιτα, λαχανόπιτα, έπηξε γιαούρτι. Ο πατέρας έψηνε στη σούβλα. Περίμεναν κόσμο σήμερα στη Μαράγδω. Συγγενείς αλλά και φίλοι του πατέρα από τη Ναύπακτο. Μαζί και ο Γιωργάκης ο Νόβας, ο κουμπάρος τους. Είχε βαπτίσει τον Σπύρο τους.
Ο δεκάχονος Γιώργος με το ξαδερφάκι του τον Γιάννη που είχαν μεγαλώσει μαζί και είχαν μεγάλη αγάπη μεταξύ τους- πάνω από αδέρφια, πάνω από φιλαράκια- ανέβηκαν στην Αγία Τριάδα( Σκάλα), να γυρίσουν πίσω τα πρόβατα και να επιστρέψουν για το τραπέζι. Πριν το μεσημέρι τα δυο παιδιά ήρθαν στο σπίτι κλαίγοντας. «Τον Γιώργο τον έφαγε φίδι» είπε ο Γιάννης. Αμέσως ο πατέρας έδεσε σφιχτά το πόδι του παιδιού πάνω από το τσίμπημα, το χαράκωσε και ρούφηξε το δηλητήριο. Έζεψε το κάρο και το έφερε στο γιατρό τον Σωτηρόπουλο στη Ναύπακτο. Γλίτωσε μετά από μεγάλη ταλαιπωρία. Έκανε σαράντα μέρες να περπατήσει. Το μετάνιωσε πικρά ο μικρός που πολλές φορές σκεφτόταν «Αχ ν’ αρρώσταινα, να πάω στη Ναύπακτο!»
-Θανάση, βγάλε έξω το κλουβί, έχω θέμα. Μικρόν με τσίμπησε οχιά!
Ο Φιδάς δεν τον πήρε στα σοβαρά. Η γνωστή κομπανία, σαν ζεστάθηκε άρχισε να αναρριχάται, επιδεικνύοντας τις πολύχρομες φορεσιές με τα κεντίδια και τα όπλα της, δόντια και γλωσσίδια. Εκπρόσωποι από όλα τα ντόπια πνεύματα του κακού εκεί μέσα. Μερικοί ήταν ντυμένοι σοβαρά με σκούρα χρώματα. Η κυρία όμως με το πιο πλουμιστό πουκάμισο, είχε κάτι το πολύ αμαρτωλό στην εμφάνιση και στο σκληρό της βλέμμα! Αν και γνώριζε τις προθέσεις της ο Γιώργος, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Τον μαγνήτιζε με τις χαριτωμένες φιγούρες της. «Να δεις που κάποια προγιαγιά της είχε δαγκώσει εμένα και απ’ αυτό το σόι πρέπει να ήταν και ‘κείνη που έστησε τη βίαιη απομάκρυνση των φουκαράδων Πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο» σκέφτηκε.
– Θανάση, βγάλε την κλούβα έξω…Αγρόν ηγόρασε ο Θανάσης!
Μέσα στην έκρηξη των παιδικών του αναμνήσεων ο Γιώργος, τραβάει μια γερή κλωτσιά στο κλουβί! Το περίεργο οίκημα, σύρθηκε κάμποσο, χτύπησε στην κολώνα, άνοιξε το πορτάκι του και οι αντιπαθείς του ένοικοι βρέθηκαν να σουλατσάρουν στο δάπεδο, ελεύθεροι! Επικράτησε πανικός. Ο κόσμος πετάχτηκε έξω. Ο Φιδάς, έκλεισε τις πόρτες του καφενείου και με ηρεμία τα ξαναστρούγκιασε. Είχε τον τρόπο του!
Εγώ όπου τον έβλεπα, άλλαζα πεζοδρόμιο. Το ίδιο κάνω και σήμερα αν και η κλούβα έχει αντικατασταθεί με καλαθάκι που έχει μέσα ένα ψεύτικο φίδι και φιδόσκονες. Συνεχίζει την παράδοση η εγγονή του. Η άνοιξη ήρθε. Τα αποδημητικά επιστρέφουν από τα χειμαδιά τους. Τα κοιμισμένα «ζούμπερα» ξυπνούν, βάζουν τα καινούργια τους μοντελάκια και αρχίζουν το σεργιάνι στας εξοχάς. Κοιτάξτε μην έχετε κανένα κακό συναπάντημα! Φιδόσκονη πήρατε;
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»