Γράφει η Μάρθα Ασημακοπούλου
Στα χωριά εκείνα τα χρόνια, οι ραφτάδες ήταν πλανόδιοι. Κάθονταν τέσσερις- πέντε μέρες στο κάθε σπίτι, ανάλογα με τα ραψίματα που είχαν. Ήταν ευκαιρία αφού έφερε ο τάδε τον ράφτη, να ράψουν και οι άλλοι ό,τι λιανοτάρια είχαν, γιατί δεν ήταν εύκολο να ξαναρθεί για τα λίγα. Έτσι μπορεί να βγάζαν πάνω από μήνα σε κάθε χωριό. Γίνονταν άνθρωποι γνωστοί, σπιτικοί, άνθρωποι εμπιστοσύνης.
Τα υφάσματα που ύφαιναν οι γυναίκες στον αργαλειό, γίνονταν κάπες, γιλέκα, παντελόνια. Ο μάστορας- καλλιτέχνης, έπαιρνε τα μέτρα ήρεμα και με σκέψη έκοβε το υφαντό. «Πέντε μέτρα, μία κόψε» λέγανε, για να μη γίνει λάθος. Δούλευε με την ψυχή και την πείρα του το ρούχο, δημιουργώντας μόνος του τα σχέδια. Φορεσιές όμορφες, με κεντήματα και σιρίτια, διαφορετική η μία από την άλλη, μη βγουν οι άνθρωποι στο μεσοχώρι να κάνουν το κομμάτι τους και είναι όλοι ίδιοι. Έραβαν ρούχα ανδρικά αλλά και γυναικεία, σιγκούνια και νυφιάτικα.
Έτσι ξεκίνησε ο Γιαννακός. Κοντά στον πατέρα του. Φόρτωναν τα εργαλεία τους στο ζώο. Βαριά ψαλίδια- να κόβουν καλά τα χονδρά υφάσματα- μικρά βελόνια, χονδροβέλονα δαχτυλήθρες και τη χειροκίνητη μηχανή τους. Ο πατέρας του ήταν ο πρώτος από το σινάφι του που πήρε μηχανή. Έτσι, η δουλειά έβγαινε γρήγορα και καλύτερη. Εφ’ ίππου ο πατέρας, ποδαράτο ο Γιαννακός, άλλαζαν που και που στη διαδρομή. Ο μόνος που μπορεί να διαμαρτυρόταν για το φορτίο, ήταν το ζώο.
Με τα χρόνια, μπήκαν στην αγορά τα «Ευρωπαϊκά». Έτσι λέγανε τα λεπτά υφάσματα, τα φερμένα από την Ευρώπη αλλά και τα ελληνικά, ευρωπαϊκά τα λέγανε. Αυτός που τα’ ραβε λεγόταν φραγκοράφτης. Τα υλικά τα’ αγόραζαν από όπου βολευόταν ο καθένας. Από τα εμπορικά της Ναυπάκτου ή στα κεφαλοχώρια όπου υπήρχαν μαγαζιά που διέθεταν τα πάντα.
Ο Γιαννακός συνέχισε τη δουλειά του πατέρα του. Απέκτησε τσιγκελωτό μουστάκι και έναν κάλφα που κοντά του θα μάθαινε την τέχνη. Έραβε καλά αλλά είχε και τη φήμη ότι έραβε καλά! Καλοπερνούσαν στα σπίτια που τους καλούσαν, έτρωγαν και κοιμούνταν εκεί. Εκλεκτό φαγητό, κρασί, μοσχοβολιστά σκεπάσματα. Οι νοικοκυρές, τους πρόσεχαν γιατί γύριζαν και σε άλλα χωριά και σε άλλα σπίτια, δε θέλανε να τις κακολογούν και να τις κουτσομπολεύουν. Άσε που οι ραφτάδες πήγαιναν και έφερναν συμπεθεριά. Γνώριζαν κόσμο. Έπρεπε να ‘χουν τα καλύτερα να πουν! Κουβαλούσαν μαζί τους ιστορίες και χωρατά αλλά και λόγια που κολάκευαν τις κυράδες. Άνθρωποι της γύρας!
Ο μάστορας ήταν καλός άνθρωπος. Εκεί που δούλευαν, ορμήνευε τον μικρό του βοηθό που θα ‘κανε χρόνια να πάρει την τέχνη που του δίδασκε. «Παιδί μου να είσαι τίμιος». «Παιδί μου να μη λες ψέματα». «Παιδί μου να σέβεσαι το σπίτι που μπαίνεις». Που και που γύριζε και τον κοίταζε να βεβαιωθεί πως ο μικρός τον ακούει και πως οι κουβέντες του δεν πάνε στο βρόντο. Ένα «αλλά» είχε ο Γιαννακός… Άδειαζε με απίστευτη ταχύτητα τον στρωμένο σοφρά! Ο μικρός δεν πρόκανε ν’ αρτηθεί. Ενώ ήταν δίκαιος άνθρωπος, εδώ το χάλαγε. Ταχυδακτυλουργικά του αφαιρούσε τα δικαιώματά του στο φαΐ και τα κρατούσε για τον εαυτό του. Είναι αλήθεια πως τα μαστόρια δευτέρας κατηγορίας, ποτέ δεν τρώνε καλά, αλλά όχι κι έτσι… Ήταν φορές- όταν προλάβαινε- έχωνε με τρόπο ο μικρός, μισοφαγωμένους μεζέδες στις τσέπες του για να τους αποτελειώσει και να τους ευχαριστηθεί με την ησυχία του, κάτω απ’ τη βελέντζα.
Εκείνη τη φορά όμως ο κόμπος έφτασε στο χτένι. Πρώτη τους μέρα στο σπίτι, για δουλειά. Ζύμωσε η νοικοκυρά και ώσπου να γίνει το ψωμί, έριξε στη γωνιά μια τυροκουλούρα για το καλωσόρισμα. Μοσχοβόλησε ο τόπος! Ο πρωτομάστορας έδωσε δουλειά στον κάλφα του και πήγε μόνος του να φάει. «Που είναι το παιδί» ρώτησε η κυρά. «Άστο αυτό, δεν τρώει κουλούρα» είπε ο μοναχοφάης. Τον άκουσε ο μικρός, λυπήθηκε και πείσμωσε θανάσιμα.
Το βράδυ σαν τέλειωσαν το ράψιμο, το αφεντικό βγήκε για λίγο από το σπίτι να ξεμουδιάσει.
– Κυρά, ο Γιαννακός δεν είναι ο άνθρωπος που ξέρατε. Τον έχει βρει βάσανο. Κάθε βράδυ τέτοια ώρα, κάτι τον καβαλάει, σπάει τα πάντα γύρω του και βαράει όποιον λάχει να ‘ναι κοντά του. Ευτυχώς που του περνάει γλήγορα. Τώρα που θα ‘ρθεί, να τον δέσετε για να μην πάθετε κανένα κακό!
Κοιτάχτηκαν, η γυναίκα με τον μεγάλο της γιο τρομαγμένοι! Μόλις μπήκε ο ράφτης χαλαρός και ανυποψίαστος, τον άρπαξαν και τον δέσαν σε μια καρέκλα. Εκείνος διαμαρτυρήθηκε. Τι χουνέρι ήταν τούτο δω! Του εξήγησαν τον λόγο. Κοιτάχτηκαν αμφότεροι εχθρικά- στάζοντας φαρμάκι ο ένας για τον άλλον- γυρίζοντας προς το καλφούδι ο μάστορας, λέει.
– Ποιός σου είπε εσένα ωρέ ότι με πιάνει φλάτο το βράδυ;
– Εκείνος που είπε και σε ‘σένα αφεντικό, πως εγώ δεν τρώω τυροκουλούρα…
Εκατό η αλπού και το αλπόπλου εκατόν δέκα! Αμ πως… Από τότε και ύστερα πάντως, τα πράγματα άλλαξαν προς το καλύτερο για τον μικρό ραφτάκο. Απαίτησε μερίδα μπροστά του και καταδικιά του. Και την έλαβε! «Άμα δεν κλάψει το παιδί δεν το ταΐζει η μάνα».
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «Εμπρός»