Γράφει η Μάρθα Ασημακοπούλου
Στο Ξηροκάμπι της Σπάρτης, κατακαλόκαιρο παρουσιάστηκε ο Μήτσος για να εκτίσει τη στρατιωτική του θητεία. Παιδί σκληραγωγημένο και μαθημένο στα δύσκολα, όπως και τα περισσότερα παιδιά εκείνης της εποχής. Άγνωστος και ξένος ψάρακας, ανάμεσα σε αγνώστους και ξένους ψάρακες που θα γίνονταν όμως σύντομα, γνωστοί και φιλαράκια μεταξύ τους! Καταχάρηκε σαν αντάμωσε τον βαθμοφόρο συντοπίτη του Λυκούργο. Του φάνηκα σα να είδε μπροστά του όλη τη Ναυπακτία μαζωμένη.
Όμορφος ο τόπος εδώ κάτω, αλλά πολλή ζέστη αδερφέ! Όμορφο και το σουξεδάκι που ακουγόταν από το κοντινό ταβερνάκι της κυρά- Φρόσως- το έπαιζε το τζουκ- μποξ Αmi– «Να ‘ταν η θάλασσα μελάνη να ‘ταν και ο ουρανός χαρτί…». Εκείνο το βράδυ ήταν σα να είχε μπει το σύμπαν στο φούρνο. Πού οι δροσιές του χωριού και το μαϊστράκι της Ναυπάκτου, σκεφτόταν ο Μήτσος που δεν τον κόλλαγε ύπνος.
Εκείνη την ώρα επέστρεφε και ο Λυκούργος στη μονάδα από βραδινή έξοδο, σουρωμένος. Είναι να γελάς και να κλαις με τη βίδα και τις ορέξεις του κάθε μεθυσμένου. Ετούτος εδώ εκείνη τη στιγμή, μπορεί να ταυτίστηκε με τον συνονόματο του Λακεδαιμόνιο νομοθέτη. Εκείνον ντε, που καθιέρωσε τον στρατιωτικό προσανατολισμό της Σπαρτιατικής κοινωνίας. Μπορεί πάλι να εμπνεύστηκε από τα Ιερά Άλση, τα Γυμναστήρια, τις Παλαίστρες, τις καλαμιές του Ευρώτα, τη θέα του Ταΰγετου. Μπορεί και να έκανε ό,τι έκανε, στο όνομα της αρχαίας στρατιωτικής πειθαρχίας. Ποιάς πειθαρχίας δηλαδή… Το ποτό δεν του επέτρεπε να αντιληφθεί πως μια λεπτή γραμμή, χώριζε την πειθαρχία από την τυραννία. Μπορεί και να ‘θελε να εκπαιδεύσει τους δικούς του νεοσύλλεκτους, όπως στα αρχαία χρόνια σε τούτα εδώ τα μέρη. Να τους κάνει δυνατούς, θαρραλέους για να αντέχουν τις ακραίες καιρικές συνθήκες… Τι σου κάνει κι αυτή η ιστορία καμιά φορά! Βάζει ιδέες εκεί που δεν πρέπει…
Με τη σούρα και την τόση ζέστη, αντί να πέσει να ξεραθεί ο σύγχρονος Λυκούργος, τα ‘βαλε με τους φαντάρους. Τους ξύπνησε και τους επέβαλε να ντυθούν πλήρως. Όπλα, παλάσκες, κουβέρτα περιλαίμιο, όλα τα συμπράγαλα και τα τσαματσίρια. Άρχισε τα γυμνάσια και τα καψόνια. «Εν- δυο κάτω…». Ο νεοσύλλεκτος Μήτσος, ένιωθε τα πόδια του να κολυμπάνε μέσα στις κανά δυο- τρία νούμερα μεγαλύτερες αρβύλες του. Ο ιδρώτας έτρεχε ποταμάκι στο μέτωπό του με τις εκβολές του στα μάτια, που άρχιζαν κι αυτά να τσούζουν. Τα χείλη του ξεράθηκαν, είχε γκανιάξει για νερό. Και αφού πια ο εκπαιδευτής είχε υπερβεί τα εσκαμμένα, ο Μήτσος σαν συντοπίτης του, πήρε το θάρρος.
–Ρε φίλε Λυκούργο, νισάφι πια! Έλεος… Ο βαθμοφόρος είπε να εφαρμόσει και το «λακωνίζειν» για να εισπράξει ως απάντηση ο στρατιώτης μαζί με κάμποσα χριστοκάντηλα και ένα στεντόρειο,
–Σκασμόοοοος. Εδώ διατάζω εγώ! Ως είθισται, όταν διατάζουν τα γαλόνια το ταπεινό φανταράκι μένει στήλη άλατος, κάνει ό,τι του λένε και βγάζει τον σκασμό…
Πέρασαν δυο- τρία χρόνια. Πολίτης πια ο Μήτσος, με ειδικότητα αποκτηθείσα στον Ελληνικό Στρατό, δούλευε οδηγός σε φορτηγό αυτοκίνητο. Εκείνον τον καιρό χτιζόταν η Τεχνική Σχολή(ΕΠΑΛ σήμερα) και μετέφερε τα υλικά- τσιμέντα, σίδερα κ.λ.π.- κάνοντας καθημερινά δρομολόγια Ναύπακτος- Αθήνα. Σ’ ένα τέτοιο δρομολόγιο, βαρυφορτωμένος με μαρμαρόσκονη – πάντα υπέρβαρος κατ’ εντολή του αφεντικού- στα πρώτα χιλιόμετρα καταλάβαινε ότι το αυτοκίνητο δεν τράβαγε από το βάρος. Σιγά- σιγά πατώντας το γκάζι, το όχημα άλλαξε συμπεριφορά μαζί και η διάθεση του νεαρού οδηγού. Πετούσαν… Φτάνοντας στη Ναύπακτο και κάνοντας ανατροπή, το φορτίο που είχε μείνει στη καρότσα δεν ήταν ούτε το μισό! Άπειρος ο νέος, δεν του είπε και κανένας πως έπρεπε να βρέξει τη μαρμαρόσκονη!
Ένα μεσημέρι που έψηνε ο ήλιος το καρβέλι- κάπου εκεί πριν τον Σκαραμαγκά- βλέπει ο Μήτσος έναν να κάνει ΩΤΟ- ΣΤΟΠ. Αναγνώρισε τον Λυκούργο. Σταμάτησε και τον πήρε. Χαιτετούρες, χαρές… Είπαν για τον τόπο τους. Ποιός πέθανε, ποιός παντρεύτηκε, ποιός ξενιτεύτηκε. Ήταν τα χρόνια που τα νιάτα της Ελλάδας τραβούσαν ο καθένας για ‘κεί που ίσως θα περνούσε καλύτερα. Σαν πήραν την ανηφόρα- σημείο δύσκολο να σταματήσει άλλος να τον πάρει- δένει χειρόφρενο ο οδηγός, ανοίγει την πόρτα και του λέει.
— Κατέβα! Διαμαρτύρεται ο άλλος ξαφνιασμένος και μουδιασμένος…
–Κατέβα λέω. Εδώ, διατάζω εγώ! Και κατέβηκε…
Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο! Μέχρι σήμερα που τα αψιά νιάτα πήγαν περίπατο και χιόνια πέσαν στα εναπομείναντα μαλλιά τους, όταν ανταμώνουν χαμογελούν ένοχα, μα όπως λέει ο Μανώλης Μητσιάς «Για το φονικό δεν κάνουνε κουβέντα».
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»