Της Μάρθας Ασημακοπούλου
Μια καλή παρέα ήταν ο Φώτης και ο Μήτσος. Φίλοι αγαπημένοι, ανταμώνανε καθημερινά. Έτσι και ‘κείνο το καλοκαιριάτικο βραδάκι που με το σούρουπο, ο Φώτης πήγε να περάσει την ώρα του στην αυλή του φίλου του. Κάτι φάγανε, κάτι ήπιανε… Το κρασάκι πάντα προοίμιο για ψιλό λακρεντί.
Η μια κουβέντα έφερνε την άλλη. Φάτσα τους ήταν η Αγιά Παρασκευή και το νεκροταφείο. Είπανε για φρέσκους αλλά και για μπαγιάτικους πεθαμένους που βγαίναν λέει στις στράτες τα μεσάνυχτα, για να κανονίσουν τις διαφορές τους με τους ζωντανούς! Αλίμονο σε όποιον είχε νιτερέσο μαζί τους. Είπαν για δαιμονικές συνεργείες με μουσικές και νεράιδες, για στοιχειά, για πνεύματα του κακού που κάποιοι τα καλούσαν στα ρέματα και στ’ αλώνια και μετά τους τσακίζαν στο ξύλο! Για μάγια είπαν… Απολειφάδια, καρφίτσες, μανόγαλο, ξόρια και ξωτικά. Ναι, και για φαντάσματα τυλιγμένα σε μακριούς μανδύες είπαν. Ο Φώτης- αρκετά μεγαλύτερος από τον φίλο του- παλικάρι γερό και μυαλωμένο και που το ‘λεγε η καρδιά του, δε χαμπάριαζε από τέτοια. Βλακείες, χαμένες στους δρόμους της φαντασίας. Χαζομάρες, κρεμασμένες στα φτερά του αλαφροΐσκιωτου ανθρώπινου μυαλού που το πάνε σε κόσμους που δεν υπάρχουν. Έτσι τα χαρακτήριζε όλα τούτα ‘δώ και γελούσε.
Η μάνα του Μήτσου, ισχυριζόταν – από αθωότητα και αγαθοσύνη αυτή- πως πράγματι, εκεί, εκεί και εκεί έβγαινε κάτι… Ο γιός της που δε χάλαγε εύκολα τη ζαχαρένια του και που ήταν μανούλα στις μπαγασιές, σιγοντάριζε τις διηγήσεις της, έτσι κουβέντα να γίνεται και για να μπει στη μύτη του αλλουνού. Επέμενε, «Η νύχτα κρύβει θεριά και αμέτρητα πνεύματα. Βέβαια, άμα έχεις πάνω σου φυλαχτό με Τίμιο Ξύλο, το πράμα αλλάζει! Είσαι υπό την υψηλή του προστασία και δε σε ακουμπάει κανένας και τίποτα». Ο Φώτης όμως δε διέθετε αυτό το όπλο… Έκανε τον σταυρό του, εκκλησιαζόταν ανελλιπώς, το εμπόριο του Τίμιου Ξύλου όμως δεν το παραδεχόταν. «Όλα τα έλατα της Παπαδιάς, δε θα έφταναν για να πάρει ο καθένας μας από ένα κομματάκι, τόσα χρόνια τώρα» είπε. Έριξε δυο φάσκελα στην ξεροκεφαλιά του φίλου του και σηκώθηκε να φύγει. Η θειά Νίκαινα επέμενε ν’ αλλάξουν κουβέντα, μα δεν την άλλαζαν «Μπα σε καλό σας απόψε». Επέμενε να του στρώσει μια βελεντζούλα να πλαγιάσει εκεί, για να μην έχει κανένα συναπάντημα νυχτιάτικα.
Το φεγγαράκι ήταν στη γιόμιση. Του λείπαν δυο τρεις φετούλες ακόμα, αλλά φώτιζε καλά τον έρημο δρόμο. Κάτι λίγα χονδροκομμένα σύννεφα πάνω απ’ το Τσακαλάκι στο Μακρύορο (Μακρυνόρος), άλλαζαν σχήματα και τρέχανε σα να θέλαν κάτι να προλάβουν σπρωγμένα από το δροσερό αεράκι. Δροσερά και μυρωδάτα τα καλοκαιρινά βράδια της Βετοψίστας (Αναβρυτή)! Άρχισε ο Φώτης να σιγοτραγουδά και να σφυρίζει τον αγαπημένο του σκοπό. Νέος ήταν όλο και κατά κάπου είχε τον νού του!
Φτάνοντας στο ρέμα του Βροχονίκου, ξαφνικά μαρμάρωσε και στάθηκε κλαρίνο μπροστά σε ένα πρώτης τάξεως φάντασμα! Εκείνο που ήταν τελείως ασυνείδητο, δε σκέφτηκε πως τον έσκιαξε… Γούρλωσε τα μάτια ο Φώτης. Του ‘ρθε να φωνάξει, μα φωνή δεν είχε. Σηκώθηκε η τρίχα του. Τα χείλη του σαλεύανε. Έλεγε τα πατερημά του, έλεγε προσευχές, έλεγε, έλεγε… Μα δεν τα άκουγε. Τάχτηκε στους Αγιά- Αποστόλους στους Αγιά- Σωτήρες στον Πατρό- Κοσμά που λέγαν πως είχε περπατήσει σε τούτα ‘δώ τα χώματα. Έσφιγγε τα δόντια γιατί καταλάβαινε την ψυχή του, έτοιμη να φύγει. Έκανε ν’ ανάψει το τσακμάκι του- είχε ακουστά πως τα αερικά φοβούνται το φως- μα τα χέρια του έτρεμαν και κρέμονταν παράλυτα, χωρίς να υπακούουν στις εντολές του μυαλού. Καταϊδρωμένος σκέφτηκε πως πάει αυτό ήταν, θα τον έτρωγε η μαρμάγκα απόψε. Τα ποδάρια του βάρυναν. Κάνοντας ξεροκουράγιο, περπάτησε εμπρός σαν παιδάκι στα πρώτα του βήματα. Τότε το φάντασμα, άνοιξε τα χέρια του και κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του. Επιχείρησε ο Φώτης λίγα βήματα όπισθεν. Το φάντασμα μαζεύτηκε κουβάρι. Βήμα εμπρός ο άνθρωπος; Άνοιγε το θεριό και ερχόταν κατά πάνω του. Οπισθοχωρούσε ο θνητός; Μαζευόταν το φάντασμα συνεχίζοντας ανελέητα το βιολί του. Αφού κατάφερε να κάνει το σταυρό του, το δαιμονικό μαζεύτηκε και έφυγε τρέχοντας κατά το ρέμα, όπου και χάθηκε!
Ο Φώτης πνιγόταν. Έπεφτε, σηκωνόταν και ξανάπεφτε στην προσπάθειά του να περπατήσει. Τα δένδρα γύρω του έπαιρναν άλλες διαστάσεις. Μαλλιαρά θεριά που τον είχαν βάλει στόχο. Γίγαντες παράξενοι, έτοιμοι να του χιμήξουν και να τον καταπιούν. Άκουσε σαν κάποιος να έκοβε κλαρί με το τσεκούρι. Μπα, η δική του καρδιά ήταν! Κυνηγημένος, κατακίτρινος και αποκαμωμένος έσωσε στο σπίτι του. Η μάνα που λαγοκοιμόταν, σηκώθηκε. Ποιά μάνα κοιμάται ήσυχη σα λείπουν τα παιδιά απ’ το σπίτι. Τον είδε έτσι και της κόπηκαν τα ποδάρια. Του μίλαγε και ‘κείνος δεν αποκρινόταν, σαν να μην την άκουγε, σαν να μην την έβλεπε, σα να ‘ταν σε άλλον κόσμο! «Κακουκόπαθα, άντισει κι μούτιψει του πιδί μ’» είπε κι έτρεξε να κάψει λιβάνι. Πήρε το μεγαλαγίασμα απ’ το εικονοστάσι να τον νίψει και να τον ποτίσει, να φύγουν τα κακά δαιμόνια. Έκανε άσχημο ύπνο ο Φώτης και πεταγόταν διαρκώς… Το πρωί, άρχισε σιγά- σιγά να συνέρχεται και να μιλάει λιγάκι.
Πέρασαν δυο- τρεις μέρες και ο Φώτης δεν είχε φανεί στο μαγαζί ούτε αλλού τον είχε δει κανένας. Ξεκίνησε ο Μήτσος να τον επισκεφτεί. Τον βρήκε καταβεβλημένον. «Κάπου κρύωσα κι αρρώστησα» του είπε. Δεν τολμούσε να του μιλήσει για το χουνέρι που έπαθε και για την τρομάρα που πήρε. Πολύ μετανοών δια την απιστίαν του εις τας υπερφυσικάς δυνάμεις; Θα τον κορόιδευε ο άλλος…
Μετά από πολύν καιρό σε κουβέντα, ο παθών παραδέχτηκε πως εκεί στο ρέμα του Βροχονίκου, πραγματικά κάτι βγαίνει και πως ο ίδιος το είχε δει. Τότε ο Μήτσος πήρε την απόφαση να του ξεδιαλύνει το μυστήριο και ήταν η σειρά του να τον φασκελώσει. «Τον κακό σου τον καιρό! Εμένα είδες, κουκουλωμένον με το σεντόνι που σκεπάζει η μάνα μου τον γίκο. Σαν έφυγες, εγώ πήρα τη γιδόστρατα και βγήκα μπροστά σου στο ρέμα». Ο Φώτης σαν έμαθε πως στήθηκε η βρομοδουλειά, πήρε θάρρος, ένιωσε ελεύθερος και ξαναπερπατήσε τις νύχτες. Είναι αμφίβολο όμως αν για το υπόλοιπο της ζωής του περνώντας από του Βροχονίκου δεν του ερχόταν «κάπως»! Όσο για τον Μήτσο, σίγουρα θα τον κυνηγάει ακόμα να τον βαρέσει και είχε κάτι χερούκλες…
Τέλος πάντων, όλοι εμείς πρέπει να ξέρουμε, πως τέτοια καθάρματα είναι τα φαντάσματα! Χώνονται στο μυαλό του ανθρώπου και κάνουν μεγάλη ζημιά, κι όποιος τα πιστεύει καλά να πάθει.
Καλό, δροσερό καλοκαίρι Πατριώτες, εκεί στα ορεινά!
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»