Γράφει η Μάρθα Ασημακοπούλου
Δέκα χρονών, μυλωνάς στο μύλο της εκκλησίας στο χωριό του. Ορφανός από πατέρα. Μοναχός στην ερημιά, εκεί που σήμερα δεν πάει ούτε πουλί πετούμενο. Σηκωνόταν τη νύχτα- χωρίς ρολόι- κάθε δυο ώρες «να κόψει» το αλεύρι. Ζύγισμα. Τριάντα δύο οκάδες στάρι, έπρεπε να παραδώσει είκοσι εννιά οκάδες αλεύρι. Πόλεμος και κατοχή, σταμάτησε το σχολείο στην πέμπτη δημοτικού!
Μέσα στη βιοποριστική του προσωρινότητα στα δώδεκα, τσοπάνης σε άλλο χωριό, σε μακρινό του μπάρπα. Για ένα πιάτο φαΐ. Σε μια κακοκαιρία, τον έκοψε ο Μόρνος από το σπίτι για κάμποσες μέρες. Χωρίς ψωμί, χωρίς προσφάι! Χαμηλά στη γέφυρα οι Ράλληδες, στα ψηλά περάσματα οι αντάρτες. Λιποθύμησε, κόντεψε να πεθάνει από την πείνα! Δεν έπινε βλέπεις και το γάλα.
Ψωμοζητώντας, στα δεκατέσσερα «παιδί για όλες τις δουλειές» σε ζαχαροπλαστείο συγχωριανού του στην Πάτρα. Το αφεντικό τον βάφτισε Κραβαρίτη. Την πρώτη μέρα του έδωσε ένα καλάθι με μεγάλο άνοιγμα, γεμάτο μαντολάτα να τα πουλήσει σε δρόμους και πλατείες. Το βράδυ έκανε ταμείο.
– Πόσα έφαγες;
– Δύο.
-Εδώ λείπουν είκοσι. Πως κράταγες το καλάθι;
Του έδειξε. Να έτσι στο πλάι το κράταγε, κρεμασμένο στο διπλωμένο του χέρι. Δυο μάγκες του πιάναν την κουβέντα και οι άλλοι πίσω τον κλέβανε! Μάθημα πρώτον. «Το καλάθι το έχω μπροστά μου». Το καλό του αφεντικό, δεν τον χρέωσε… Στο κλείσιμο του μαγαζιού το βράδυ, ανέλαβε να πλύνει τη λαμαρίνα του μπακλαβά. «Τι να τα κάνω τα τρίμματα μάστορα;» ρώτησε. «Ριξ’ τα στον νεροχύτη» του είπε. «Μπορώ να τα φάω»; Και αφού η απάντηση ήταν ναι, έβαλε μέσα ψωμάκι, τα καταβρόχθισε, χόρτασε και φχαριστήθηκε. Το ίδιο έκανε και την άλλη μέρα με τη λαμαρίνα του καταϊφιού. Αυτή ήταν ζωή… Ήρθε και σε δυο χρόνια, διπλασίασε το βάρος του! Ψήλωσε, τα πατζάκια του παντελονιού του έφταναν στη μέση στα καλάμια του!
Γρήγορα έγινε ο επικεφαλής στη ομάδα παρασκευής παγωτού. Είχε στην «εποπτεία» του τρία παιδιά. Σε ένα χειροκίνητο μίξερ με μανιβέλα, χτυπούσαν τα υλικά καλά. Βάζαν το μείγμα σε φόρμες, τα κόβανε, χώναν το ξυλάκι, το βουτούσαν στη λιωμένη σοκολάτα, έμπαινε σε σακουλάκι και ήταν έτοιμο για πώληση. Φόρτωνε ο Κραβαρίτης το καροτσάκι του με τριμμένο πάγο και αλάτι για συντήρηση. Τοποθετούσε εκεί τα παγωτά και σπρώχνοντας το από τα δικαστήρια έφτανε ως στα Μποζαΐτικα που είχε κόσμο στις παραλίες. Το ίδιο κάναν και οι άλλοι τρεις συνάδελφοί του, προς διαφορετικές κατευθύνσεις.
Εναποθέτοντας τις ελπίδες του στην Αγιά- Παρασκευούλα του χωριού του -μεγάλη η χάρη της- στα δεκαεπτά του, επιβάτης στο τελευταίο υπερατλαντικό ταξίδι του «Νέα Ελλάς», σαλπάρει για την Αμερική. Δούλεψε πολύ και με τη σπιρτάδα του μυαλού του πρόκοψε. Πήγε σχολείο, δημιούργησε μια ωραία μεγάλη οικογένεια. Για δώδεκα χρόνια, δημοτικός σύμβουλος στην πόλη που πήγε, με λόγο και σεβασμό από τους γύρω του. Δεκαετίες πρόεδρος στα σωματεία της ομογένειας. Φορτωμένος με μια ωραία τρέλα παιδιού που σε κάνει να χαμογελάς, έζησε έντονα και γλέντησε πολύ! Πιστεύω πως ο ορισμός που δίνει η εγκυκλοπαίδεια για το «Αμερικάνικο όνειρο» έχει τα’ όνομά του!
Περάσαν τα χρόνια και γέμιζε με σφραγίδες εισόδου- εξόδου τα διαβατήριά του, επισκεπτόμενος κάθε χρόνο τα πάτρια εδάφη. Με την πρώτη ευκαιρία, βρέθηκε στο ζαχαροπλαστείο της Πάτρας. Το παλιό του αφεντικό είχε μεγαλώσει πολύ αλλά κρατιόταν καλά, δεν το έβαζε κάτω. Εκεί με την άσπρη του ρόμπα, παρών στο καθήκον! Ο επισκέπτης φορούσε λευκό κοστούμι, πουκάμισο και γραβάτα. Μπήκε αλύγιστος, αγέρωχος και με έναν τόνο κομπορρημοσύνης στη φωνή «Υγειονομικό», είπε. Προσπέρασε τον πάγκο -γνωστά τα κατατόπια- διάβηκε την πόρτα του εργαστηρίου. Όλα αλλαγμένα εκεί μέσα. Σύγχρονα εργαλεία, ψυγεία. Το χειροκίνητο μίξερ, σ’ ένα ράφι σε περίοπτη θέση ως μουσειακό είδος πια! Ο γέρο- ζαχαροπλάστης ταράχτηκε και με την ώρα η ταραχή του αυγάτιζε προσπαθώντας να δικαιολογήσει την κατάσταση που επικρατούσε στο εργαστήριο. «Να καλοκαίρι είναι, πολύ δουλειά…». Ο «Αστίατρος» βλέποντάς τον να πνέει τα λοίσθια, φοβήθηκε μην του μείνει και γίνουν τούτα δω τα στερνά του λόγια, ρώτησε.
-Είχες ποτέ στη δούλεψή σου κάποιον που τον φώναζες Κραβαρίτη;
Αγκαλιαστήκανε, κλάψανε, γελάσανε. Είχαν τόσα να πούνε… Ο Αμερικάνος πήρε το παλιό του αφεντικό και πήγαν στο χωριό τους -δεν είχε ξαναπάει από τότε που έφυγε ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του- παιδί ξυπόλητο, κυνηγημένο και ‘κείνο από τη φτώχεια!
Αγώνας για τα αναγκαία και αν έρθουν περισσότερα, καλοδεχούμενα! Καθότι άνευ των αναγκαίων αδύνατον το ζην και άνευ των παραπανίσιων αδύνατον το εύ ζην!
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «Εμπρός»