16.1 C
Nafpaktos
Saturday, November 23, 2024
spot_img
spot_img

Ορφέας Χαραλαμπόπουλος: «Η μέθη της ανάγνωσης σου βάζει την πένα στο χέρι»

spot_img

Ο συγγραφέας του βιβλίου «Ανθρώπων δέρμα» Ορφέας Χαραλαμπόπουλος μιλά στην «ε»

 «Ανθρώπων δέρμα» είναι ο τίτλος του πρώτου βιβλίου του Ορφέα Χαραλαμπόπουλου, ένα Ψυχολογικό θρίλερ μυστηρίου που διαδραματίζεται στη Ναύπακτο του 1958 και υφαίνει ένα σκηνικό αγωνίας μέσα από την κατάδυση στη σκοτεινιά της ανθρώπινης ψυχής. Σήμερα ο Ορφέας μιλά στην «ε» για τη συγγραφική του αυτή απόπειρα, το τι τον οδήγησε να γράψει αλλά και αν εκδώσει την εν λόγω ιστορία, το πως συνδέονται η αλήθεια με τη μυθοπλασία μέσα της, αλλά και την κατάρρευση της πεποίθησης ότι η επαρχία είναι ένας… αγνός τόπος σε σχέση με τη μεγαλούπολη. 

 

Καταρχάς, για να σε συναντήσουμε εν συνεχεία ως συγγραφέα πρέπει πρώτα να σε γνωρίσουμε ως αναγνώστη. Πως θα περιέγραφες τον εαυτό σου στον τομέα αυτό;

Ποτέ δεν είχα την ικανότητα να διαβάζω μεγάλο όγκο βιβλίων σε μικρό χρονικό διάστημα. Διαβάζω αργά. Κι έτσι δεν μπορώ να κατατάξω τον εαυτό μου στους βιβλιοφάγους, πράγμα που μπορεί να μοιάζει μειονέκτημα. Που σίγουρα είναι. Όμως αυτό ποτέ δεν με πτοούσε από το να διαβάζω πολύ και, κυρίως, να διαβάζω σωστά. Μου άρεσε να αναλύω τους χαρακτήρες του βιβλίου μέσα μου, να σκαλίζω τα νοήματα, να φτιάχνω ζωντανές εικόνες, ολοζώντανες, να βιώνω τα συναισθήματα των ηρώων με τον τρόπο μου και φυσικά να απολαμβάνω την ανάγνωση. Πρόσφατα διάβασα τον όρο «βιβλιοσκώληκας» και νομίζω ότι, ως προς την ανάγνωση, μου ταιριάζει απόλυτα, υπό την έννοια της σχολαστικής εμβάθυνσης στις ιδέες ενός βιβλίου, έστω κι αν αυτό μου κλέβει χρόνο από την ανάγνωση περισσότερων βιβλίων. Βιβλιοσκώληκας, λοιπόν κι όχι βιβλιοφάγος.

 

Περιγράφοντας τον εαυτό σου διαβάσαμε ότι σου άρεσε ανέκαθεν να αφηγείσαι ιστορίες. Εδώ μπαίνει όμως πάντα και το προσωπικό ύφος στην εξιστόρηση ενός θέματος. Είναι οι πρώτες δικές σου πινελιές πάνω σε μία ιστορία;

Κλείνω τα μάτια και ανακαλώ μνήμες. Τέλη δεκαετίας ’80, όταν κάθε δρόμος ήταν και διαφορετική γειτονιά (χωρίς αυτοκίνητα!), με παιδιά να παίζουν, να τρέχουν, να γελούν, να σηκώνουν τον τόπο. Αναπολώ εκείνες τις μαγικές στιγμές του παρελθόντος, μα πιο πολύ τα βράδια, όταν άκουγα τα μεγαλύτερα παιδιά (ήμουν ο μικρότερος της παρέας των μεγάλων) να διηγούνται μύθους φαντασμάτων και στοιχειωμένων σπιτιών. Θυμάμαι να αφοσιώνομαι στις ιστορίες, να τις ρουφάω ως το μεδούλι, να τις χωνεύω, να ζω μ’ αυτές.

Την επόμενη μέρα τις αφηγούμουν όλο ζήλο στα μικρότερα παιδιά. Με κύρος, με σοβαρότητα, ενίοτε και με λίγο τουπέ. Να υψώνω τον τόνο της φωνής μου, να ανεβάζω το ενδιαφέρον, να δίνω μια μικρή παράσταση και στο τέλος να νιώθω σπουδαίος, πανευτυχής.

 

Η απόσταση από το διαβάζω και το αφηγούμαι προφορικά… στο γράφω κιόλας δεν είναι μικρή. Πότε και πώς ξεκίνησες να αποτυπώνεις σκέψεις στο χαρτί;

Θυμάμαι να ψάχνω πυρετικά στο υπόγειο του πατρικού μου σπιτιού να βρω εκείνο το πρώτο μυθιστόρημα που είχα σκαρώσει στα τέλη της πέμπτης δημοτικού. Μια ιστορία που μιλούσε για τις συναρπαστικές περιπέτειες μιας παρέας παιδιών σε κάποιο δάσος. Δεν το βρήκα ποτέ. Δεν ξέρω πώς προέκυψε η συγγραφή, αλλά φαντάζομαι ότι ήταν μια αυτόματη διαδικασία. Ή, καλύτερα, μια ανάγκη που προέκυψε ξαφνικά, ανάγκη για δημιουργία και έκφραση που, φυσικά προϋποθέτει κάποιες ώρες ανάγνωσης. Αρκετές ώρες ανάγνωσης. Δεν είναι κάτι άλλο. Είναι η μέθη της ανάγνωσης που σου βάζει την πένα στο χέρι και σε ωθεί στη συγγραφή.

 

Θέλει θάρρος κάποιος να πει ότι δίνω της σκέψεις μου, την πνευματική μου αυτή εργασία σε κοινή θέα, άρα και στην κρίση του κόσμου…

Σίγουρα μιλάμε για ένα κάπως παράξενο συναίσθημα, που εκ πρώτης όψεως φαντάζει λίγο δυσάρεστο. Η έκθεση στις γνώμες των αναγνωστών μοιάζει δύσκολη, αφού πρέπει να παραθέσεις αυτούσιο ένα κομμάτι του εαυτού σου, της ιδιοσυγκρασίας σου, σε κοινή θέα. Αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Αυτό που προσωπικά βιώνω είναι ότι όσο περισσότερο διαβάζεις, τόσο πιο δεκτικός γίνεσαι στις απόψεις των άλλων, τόσο πιο καλόπιστος και λιγότερο εγωιστής. Διαπιστώνεις ότι οι προβληματισμοί, τα άγχη και οι φοβίες του συγγραφέα δεν είναι μοναδικά φαινόμενα, αλλά κοινά για τους περισσότερους ανθρώπους, για όλους θα έλεγα.

Κι αυτό νομίζω σε βελτιώνει ως άνθρωπο, ως οντότητα μιας κοινωνίας. Θέλω να το πιστεύω. Όταν έρχεται λοιπόν η στιγμή να γράψεις, έχεις εξοικειωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μη σε φοβίζει η έκθεση της εργασίας σου σε κοινή θέα, αλλά να την αποζητάς κιόλας. Κι εν τέλει μια τέτοια αλληλεπίδραση μόνο θετικά μπορεί να φέρει.

 

Το συναίσθημά σου όταν κράτησες στα χέρια σου το βιβλίο;

Ασφαλώς και ένιωσα βαθιά ικανοποίηση όταν είδα το βιβλίο μου τυπωμένο, μια αίσθηση πληρότητας. Τολμώ να πω όμως ότι αυτή την ικανοποίηση δεν τη βίωσα στον βαθμό που φανταζόμουν και, τέλος πάντων, δεν κράτησε πολύ. Γρήγορα ένιωσα ένα αίσθημα χρέους, κάτι σαν ανυπομονησία να συνεχίσω την παραγωγή έργου. Αδικαιολόγητο ίσως, θα πει κανείς ή υπερβολικό. Δεν το αρνούμαι. Αλλά δεν μπορώ να παραβλέψω κι αυτή την ανάγκη να επανέλθω με μεγαλύτερη ακόμα δυναμική στα επόμενα έργα μου. Δηλαδή ενώ από τη μία αισθάνθηκα τη χαρά της πρώτης έκδοσης, από την άλλη ένιωσα εξίσου έντονα την ευχάριστη δέσμευση να τοποθετήσω τον πήχη ψηλότερα και να ριχτώ στη μάχη του επόμενου βιβλίου. Δεν κρύβω ότι θα το κάνω με μεγάλη χαρά.

 

Η ιδέα του βιβλίου «Ανθρώπων Δέρμα» πως προέκυψε;

Ξεκίνησα τη συγγραφή του βιβλίου περίπου πριν δύο χρόνια. Ήταν η μέρα που έμαθα μια τραγική, ξεχασμένη ιστορία για το παρελθόν της Ναυπάκτου και ένιωσα συγκλονισμένος. Προσπάθησα, αλλά δεν μπόρεσα να βρω επαρκή στοιχεία και να ενώσω το παζλ, μιας και μιλάμε για πολύ μακρινό παρελθόν και καθόλου γραπτές μαρτυρίες. Από τη μία λοιπόν δεν συγκέντρωσα τα στοιχεία που έψαξα, αλλά απ’ την άλλη δεν μπορούσα να αφήσω έτσι μια σοβαρή υπόθεση. Για κάποιο λόγο ένιωσα την ανάγκη να γράψω κάτι, να συνδέσω την αλήθεια με τον μύθο ώστε να βγάλω στο φως μια καινούρια εκδοχή, προϊόν μυθοπλασίας πια, κι έτσι είχα έτοιμη τη δική μου ιστορία έναν χρόνο αργότερα.

 

Φτιάχνεις την πλοκή με κύριο σκηνικό την πόλη της Ναυπάκτου. Μονόδρομος λόγω βιωμάτων;

Σίγουρα οι δεσμοί αγάπης με την πόλη στην οποία έζησα, καθιστά την εξέλιξη της πλοκής πιο οικεία υπόθεση. Όμως δεν ξέρω να πω αν αυτό το βιβλίο είναι φόρος τιμής στη Ναύπακτο, δεν ξέρω καν αν είναι μια ελάχιστη προσφορά. Που σίγουρα τής αξίζει. Γιατί η πόλη που μεγάλωσα, αυτός ο πανέμορφος τόπος, με αγκάλιασε από παιδί και μού χάρισε μια θάλασσα να ταξιδεύω, ένα φημισμένο λιμάνι να καμαρώνω, μού χάρισε κι ένα βουνό και τόσες γειτονιές και ίσκιο πλατανιών και χίλια νερά και χίλια πλούτη.

Οπότε τελικά ναι, πολύ πιθανόν η επιλογή της Ναυπάκτου ως κύριο σκηνικό του βιβλίου να ήταν μονόδρομος. Όμως όχι λόγω εξοικείωσης. Ίσως λόγω ευγνωμοσύνης.

 

«Σ’ αυτή την άδικη πάλη η πρωταγωνίστρια είναι καταδικασμένη να γνωρίσει πόσο λίγο απέχει η ανεμελιά της επαρχίας από την απόλυτη αγριότητα». Προϊόν φαντασίας η εκτίμηση για να γραφτεί η ιστορία ή αλήθεια αυτό;

Εν πολλοίς είναι αλήθεια. Η γενική πεποίθηση περί αγνής ελληνικής επαρχίας και πως η βιαιότητα είναι φαινόμενο των μεγάλων πόλεων, νομίζω ότι άργησε να καταρριφθεί. Συνέβη όμως. Για το άδικο και το δίκαιο, για το έντιμο και το παράνομο, για την αιώνια πάλη του καλού με το κακό δεν υπάρχει τόπος, δεν υπάρχουν εποχές. Ο φθόνος, ο εγωισμός και το μίσος, ανέκαθεν φώλιαζαν στις καρδιές των ανθρώπων και πάντα εμφανίζονταν ως συμπεριφορές και μάλιστα ακραίες, ακόμα και στα πιο μικρά χωριά. Όπως αντίθετα η καλοσύνη και η μεγαλοψυχία. Μα όσο κι αν ξενίζει κάποιους η ζοφερή ατμόσφαιρα της ιστορίας αυτής, τουλάχιστον δεν είναι ψεύτικη. Κι αυτό ακριβώς λέει το βιβλίο. Ότι έτσι είναι η ζωή, κατά κόρον σκληρή. Ότι έτσι είναι ο κόσμος. Άδικος. Κι όμως σ’ αυτόν τον κόσμο αξίζει κανείς να προσπαθεί, να αγωνίζεται μέχρι το τέλος και συχνά να πεθαίνει. Ή, μερικές φορές, να επιβραβεύεται.

 

Μοιραία το τελευταίο ερώτημα δεν μπορεί να είναι άλλο, η επόμενη ιστορία είναι ήδη στο μυαλό σου;

Αν έχω ήδη σκεφτεί την επόμενη ιστορία μου; Μα φυσικά!

Μου πήρε τρεις μήνες σκέψης να «εκβιάσω» την έμπνευση, αλλά τώρα που ξεκινώ τη συγγραφή νιώθω ότι άξιζε τον κόπο. Η νύχτα με συνεπαίρνει μπροστά στο πληκτρολόγιο, καθώς γράφω μια ιστορία μυστηρίου με στοιχεία φαντασίας. Η σκέψη να δώσω έμφαση στη δράση λειτούργησε ως μία συγγραφική πρόκληση για μένα, αλλά δεν θα αποκαλύψω περισσότερα.

Παλιότερα έλεγα ότι η έκδοση ενός βιβλίου θα ήταν η εκπλήρωση του μεγαλύτερου ονείρου. Έσφαλλα. Είναι η αφετηρία για τα μελλοντικά όνειρα.

Το ββλίο

Η ψυχικά ασταθής φιλόλογος, Χρύσα Μπέγιου, διορίζεται στο 1ο γυμνάσιο Ναυπάκτου και βλέπει την εγκατάστασή της εκεί σαν όνειρο, σαν μια ελπίδα να ξεφύγει από τις δαιμονικές αναμνήσεις της ζωής στην Αθήνα. Και στην αρχή θα τα καταφέρει.

Αλλά μόνο για να μπει στο παιχνίδι…

Η αποκάλυψη του θανάσιμου μυστικού της πόλης και η αλλόκοτη σύνδεση της Χρύσας με μια σειρά ζοφερών εγκλημάτων, θα αναβιώσουν σκηνές από φαντάσματα του παρελθόντος της. Συκοφαντίες και ψεύδη χωρίς τέλος, και μια συνεχιζόμενη φρίκη. Θέλοντας και μη, η ηρωίδα θα μπει στο στόχαστρο του δολοφόνου, θα παίξει το παιχνίδι του και θα δοκιμάσει τα όριά της, σωματικά και ψυχικά.

Όμως θα χρειαστεί να τα ξεπεράσει. Σ’ αυτή την άδικη πάλη είναι καταδικασμένη να γνωρίσει πόσο λίγο απέχει η ανεμελιά της επαρχίας από την απόλυτη αγριότητα.

Ποιος είναι ο συγγραφέας

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ναύπακτο. Σπούδασε Γεωπονική και εργάζεται σε ιχθυογεννητικό σταθμό, ενώ παράλληλα έχει εξασκήσει τα επαγγέλματα του σερβιτόρου, του ασφαλιστικού συμβούλου, του γεωπόνου, του τσαγκάρη και του οικοδεσπότη Airbnb.

Ας δούμε πως μας συστήνεται ο ίδιος:

«Από παιδί αγαπούσα την ανάγνωση ιστοριών μυστηρίου και λάτρευα να τις αφηγούμαι σε φίλους. Κάποτε ξεκίνησα με θέρμη να γράφω δικές μου ιστορίες, κι η αλήθεια είναι ότι ανησυχούσα μήπως στερώ αρκετό από τον προσωπικό μου χρόνο για να γράφω, μέχρι να διαπιστώσω ότι αυτό ακριβώς ονειρευόμουν για τον προσωπικό μου χρόνο, κι όχι κάτι άλλο. Να γράφω.

Με τη γυναίκα και τα δυο παιδιά μου ζω πλέον στη Χιλιαδού Φωκίδας.

Τα καλοκαίρια αφηγούμαι ιστορίες και παραμύθια για παιδιά στα σκαλιά της εκκλησίας. Δεν πιστεύω ότι είμαι ο καλύτερος αφηγητής, συνεπώς είναι μάλλον η φαντασία τους που τα συνεπαίρνει ή η ανάγκη τους για επικοινωνία. Πάντως διασκεδάζουν. Είναι σπουδαίο να βλέπεις τη μαγεία μιας ιστορίας στα παιδικά μάτια, στα χαμόγελα.

Το διήγημά μου «Η απόρριψη», διακρίθηκε σε λογοτεχνικό διαγωνισμό και κυκλοφορεί σε συλλογή.

Το 2021 εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο μυστηρίου με τίτλο «Ανθρώπων δέρμα» από τις εκδόσεις Πηγή».

Καλή σας ανάγνωση!!!!

 

spot_img
Newspaper WordPress Theme
spot_img
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme

Περισσότερα

Newspaper WordPress Theme