Σάς γράφω από τη Ναύπακτο. Μόλις προσκύνησα το ωραιότατο άγαλμα του Μιγκέλ Θερβάντες που βρίσκεται στα τείχη του παλιού λιμανιού. Τι δουλειά έχει εδώ ο μέγας συγγραφέας; Πολέμησε στις 7 Οκτωβρίου 1571, στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, όπου οι ευρωπαϊκές δυνάμεις κατέστρεψαν τον οθωμανικό στόλο και διέσωσαν τον δυτικό πολιτισμό. Έχασε μάλιστα ο Θερβάντες το αριστερό του χέρι – με το δεξί έγραψε λίγα χρόνια αργότερα τον Δόν Κιχώτη.
Γιά ποιό λόγο να μάς συγκινεί τόσο ο Δον Κιχώτης; Γιατί να αποτελεί διαχρονικό σύμβολο, εξίσου ισχυρό με τον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα – οι οποίοι ενσαρκώνουν τον θρίαμβο του έρωτα επί της εξουσίας, της νεότητας επί του γήρατος; Και με τον Φάουστ, που πουλάει την ψυχή του στον Διάβολο για να αποκτήσει ό,τι δεν γίνεται να αποκτηθεί και μένει ο δόλιος τελικά δίχως ψυχή;
Διότι ο Δον Κιχώτης είμαστε όλοι εμείς. Που εκλαμβάνουμε τις επιθυμίες μας ως γεγονότα. Που μπερδεύουμε την τσίγκινη λεκάνη του κουρείου με το κράνος του ιππότη, σκουπίζουμε τις σαπουνάδες της, τη φοράμε λεβέντικα στο κεφάλι μας και καλπάζουμε εναντίον των ανεμόμυλων – “πίσω λήσταρχοι και σας έφαγα!” παραληρούμε ηρωικότατα.
Όλοι εμείς ποζάρουμε αυτάρεσκα στον εντός μας καθρέφτη. Θαυμάζουμε το ωραιοποιημένο είδωλο μας, ζούμε τις μέρες μας μυθιστορηματικά, κατάγουμε φανταστικούς θριάμβους, καθαγιάζουμε κάθε πληγή ή ακόμα και αμυχή μας. Κάνουμε ισοβίως την πορδή βροντή. Ώσπου, μιά μέρα η πραγματικότητα παίρνει την εκδίκησή της. Μέχρι και ο Οιδίπους, ο εξυπνότερος των ανθρώπων, είδε τον κόσμο, που έχει οικοδομήσει με υλικά τις ψευδαισθήσεις του, να σωριάζεται και να τον πλακώνει. Ο κάθε βασιλιάς αποκαλύπτεται στο τέλος γυμνός.
Να, πάρτε τον Παύλο Πολάκη. Κορδώνεται και στρίβει το τσίγαρο ή το αρειμάνιο μουστάκι του. Κεραυνοβολεί τους εχθρούς του. Απολαμβάνει τη δημοφιλία του. Νομίζει ότι είναι επαναστάτης ποπολάρος, εκδικητής Ζορό, Άρης αντάμα και Ζορμπάς. Έτσι και ηττηθεί πολιτικά -εάν τον απομακρύνει ο κύριος Τσίπρας ή αν τον αποδοκιμάσουν οι ψηφοφόροι-, θα αντιληφθεί τον εαυτό του ως άλλο Προμηθέα Δεσμώτη. Θα βογκάει καρφωμένος σε έναν νοερό Καύκασο, αγωνιζόμενος να συντρίψει τις αλυσσίδες του. Θα βιώνει την προσωπική του κατακρύμνιση με ένταση παναθρώπινης τραγωδίας. “Ήρθανε χρόνια δίσεκτα, πέσαν καιροί οργισμένοι…” θα βρυχάται. Ώσπου κι ο τελευταίος οπαδός να τού γυρίσει την πλάτη.
Πώς να το υποψιαστεί ο εκ Σφακίων υπουργός, έτσι όπως μαστουρώνει με τις αναθυμιάσεις τού εγώ του, ότι εάν κάτι θυμίζει στα αλήθεια είναι “greek kamaki”;
Από τη δεκαετία του 1960 (γράφω για τους νεότερους), στην τουριστική Ελλάδα, Κρήτη, Αιγαίο, Ιόνιο αλλά και στα στενά της Πλάκας, ήκμασε το είδος του εγχώριου καθ’έξιν εραστή. Αγόρια από δεκαπέντε μέχρι εξήντα χρονών μοστράρονταν στα καφενεία και στις ταβέρνες. Με ανοιχτό πουκάμισο για να δείχνεται το τριχωτό τους στήθος και η χρυσή καδένα. Με ύφος βαρύ συνάμα και νωχελικό. Με μπριγιαντίνη, μπόλικη φτηνή κολώνια, γυαλιστερό σκαρπίνι κι άσπρη κάλτσα. Ορδές κοριτσιών από τον ξανθό Βορρά -Βρεττανίδες δακτυλογράφοι και Σκανδιναβές νοσοκόμες- κατηφόριζαν κάθε καλοκαίρι για να θαυμάσουν τα καμάκια να ρίχνουν ζεϊμπεκιές, ενίοτε και μπαλωθιές. Για να μελώσουν με τα χάδια και με τα χαριτωμένα, στοιχειώδη αγγλικά τους.
Τα greek kamakia ένοιωθαν παραπάνω από Δον Ζουάν, κατακτητές και κύριοι του σύμπαντος κόσμου. Το στρώμα ήταν το γήπεδό τους κι εκείνα σκόραραν ανελέητα, πρωί, μεσημέρι και βράδυ, σπάζοντας ένα δόντι απ’την τσατσάρα για κάθε τους επιτυχία. Οι πιό στυγνοί βιοπορίζονταν απ’τις σεξουαλικές υπηρεσίες τους, έφτιαχναν κομπόδεμα για να μην τους τρώει τους χειμώνες το μηχανουργείο και η οικοδομή. Οι πιό ρομαντικοί ερωτεύονταν στο τέλος. Ακολουθούσαν τη Δουλτσινέα τους στην πατρίδα της ή την εγκαθιστούσαν στο χωριό τους, να τη διδάξει η μάνα τους πώς να ανοίγει το φύλλο, πώς να λιβανίζει τα εικονίσματα…
Με την επιδρομή του aids στις αρχές των 80΄ς, ο ελεύθερος έρωτας τέθηκε εκποδών. Οι τουρίστριες το πήραν βαριά, μέχρι διαδήλωση οργάνωσαν στην Κρήτη εναντίον των νεών συντηρητικών ηθών. Τα greek kamakia είχαν -φευ!- κατατρομοκρατηθεί, δεν εμπιστεύονταν το προφυλακτικό ως ασπίδα ενάντια στην επιδημία. Η εποχή, έτσι κι αλλιώς, άλλαζε. Ο πουριτανισμός έπαιρνε παγκοσμίως την εκδίκησή του. Οι ανέμελοι επιβήτορες βγήκαν στη σύνταξη, τούς κέρναγες ούζο ή ρακή και αναπολούσαν τα περασμένα μεγαλεία τους.
Πού να το ήλπιζαν ότι -σαράντα χρόνια αργότερα- θα μετεμψυχώνονταν σε υπουργό;
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Τα Νέα”