Ο συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος θα βρίσκεται σήμερα στην πόλη της Ναυπάκτου (διαβάστε εδώ), όπου θα παρουσιάσει το τελευταίο του βιβλίο «Κυρία που λυπάται». Σήμερα μας μιλά στην «ε» γι’ αυτό και για το κίνητρο που τον οδήγησε στο να πλέξει την ιστορία του. Μας βάζει μέσα στην υπόθεση και μας προκαλεί να το διαβάσουμε, υποσχόμενος πως δεν πρόκειται να πλήξουμε. Επίσης μας μιλά για το εάν επηρεάστηκε η συγγραφική του ενέργεια από την πολιτική, καθώς και για τις ταμπέλες που κάποιοι αρέσκονται να βάζουν.
Συνέντευξη στον Βαγγέλη Καρανικόλα
Κύριε Τατσόπουλε, η έκδοση του συγκεκριμένου βιβλίου σας, για πολλούς, σήμανε και την επιστροφή σας στο μυθιστόρημα μετά από πολλά χρόνια. Διάβασα σε μία συνέντευξή σας, όμως, ότι δεν συμφωνείτε με αυτή την άποψη…
Όχι, δεν διαφωνώ. Στη συνέντευξή που αναφέρετε διευκρίνισα απλώς ότι επιστροφή στο μυθιστόρημα δεν σημαίνει κι επιστροφή στη γραφή. Από το προηγούμενο μυθιστόρημά μου, το «Τιμής ένεκεν» (2004) έως την «Κυρία που λυπάται» (2018) πέρασαν 14 χρόνια, αλλά μέσα σε αυτά τα 14 χρόνια δημοσίευσα άλλα επτά βιβλία. Μπορεί να μην ήταν μυθιστορήματα, αλλά ουσιαστικά από τη γραφή δεν αποχώρησα ποτέ. Από το πρώτο βιβλίο που έγραψα, τους «Ανήλικους» (1978), πριν από σαράντα χρόνια, πρέπει να είναι ελάχιστες οι μέρες που δεν έγραψα κάτι, είτε fiction είτε non fiction. Δεν θεωρώ τα non fiction βιβλία μου –όπως την «Καλοσύνη των ξένων» (2006) ή το «Γκαγκάριν» (2016)- κατώτερα από τα fiction, ούτε καταβάλλω μικρότερο κόπο όταν τα γράφω.
Τι είναι αυτό ή αυτά που σας οδήγησε να «πλέξετε» τη συγκεκριμένη ιστορία; Υπάρχουν ενδεχομένως τέτοιου είδους κρυφές αναφορές που ο αναγνώστης θα μπορέσει να βρει κατά την ανάγνωση;
Με την «Κυρία που λυπάται» θέλησα να μιλήσω για την Ελλάδα των ημερών μας. Καλά και χρυσά τα ιστορικά μυθιστορήματα, αλλά πρέπει ν’ αφήσουμε και μαρτυρίες από πρώτο χέρι. Δεν μπορούμε να μιλάμε αποκλειστικά και μόνο για περασμένες εποχές. Φανταστείτε, λόγου χάριν, στο μέλλον, να γράφουν για το 2019 μονάχα συγγραφείς που έζησαν από το 2119 κι έπειτα. Πέρα από τη χαριτωμένη πλευρά του ζητήματος, υπάρχει και κάτι νοσηρό στην όλη υπόθεση: σαν να φοβόμαστε ν’ αναμετρηθούμε με την εποχή μας.
Ο Ισίδωρος, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου σας, είναι ένα πρόσωπο της τηλεόρασης το οποίο χάνει τη δουλειά του. Έχοντας ζήσει εκ των έσω το συγκεκριμένο μέσο θα θέλαμε να μας πείτε την άποψή σας γι’ αυτό…
Η τηλεόραση και, πιο ειδικά, η ιδιωτική τηλεόραση, η κυρίαρχη σε όλες τις μετρήσεις τηλεθέασης τις τρεις δεκαετίες της ύπαρξής της, είναι ένας από τους βασικούς, ίσως ο βασικότερος πυλώνας στην «Κυρία που λυπάται». Έμμεσα ή άμεσα, με την ιδιωτική τηλεόραση έχουν σχέση σχεδόν όλοι οι ήρωες του βιβλίου: ο Ισίδωρος Ζουγανέλης, ο αφηγητής της ιστορίας, η ίδια η «κυρία που λυπάται» που έχει δική της τηλεοπτική φιλανθρωπική εκπομπή, ο σύζυγός της που είναι καναλάρχης• ακόμη και πρόσωπα φαινομενικά άσχετα με την ιδιωτική τηλεόραση, όπως ο μηχανορράφος μητροπολίτης ή ο σατανιστής δολοφόνος, μέσα από την ιδιωτική τηλεόραση προβάλλουν τη «δημόσια εικόνα» τους, μια «εικόνα» που έχει μεγάλη ψαλίδα από την πραγματική… Στην ιδιωτική τηλεόραση εδράζονται πολλές από τις παθογένειες του σύγχρονου βίου μας –και αυτό στο βιβλίο ερευνάται εξονυχιστικά.
«Όλο το μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί ως το κλείσιμο του ματιού πάνω σε μια θεωρία συνωμοσίας», αναφέρετε σε μία συνέντευξή σας για το βιβλίο. Είναι μία τεχνική για να κρατηθεί ο αναγνώστης σε εγρήγορση ή παίζετε ταυτοχρόνως και με τα σημεία των καιρών μας;
Αναμφίβολα και τα δύο. Δεν θέλω ο αναγνώστης να βαριέται ή να υποφέρει όταν διαβάζει ένα μυθιστόρημά μου –κατ’ επέκτασιν, δεν θέλω να βαριέμαι ή να υποφέρω κι εγώ όταν το γράφω. Ποτέ δεν θα έγραφα ένα βιβλίο που θα βαριόμουν να διαβάσω. Από εκεί κι έπειτα, οι θεωρίες συνωμοσίας είναι συνήθως αφελείς, ακόμη πιο συχνά είναι εμφανώς ανισόρροπες, αλλά έχουν και μια ανακουφιστική πλευρά: δίνουν ένα ολιστικό «νόημα», μια ολιστική «εξήγηση» σε ανθρώπους που εναγωνίως ψάχνουν για κάποιο «νόημα» και κάποια «εξήγηση». Το ίδιο, άλλωστε, δεν κάνουν και οι θρησκείες; Στην «Κυρία που λυπάται» οι θρησκείες αντιμετωπίζονται ως εξαιρετικά πετυχημένες θεωρίες συνωμοσίας. Τέλος, δίνοντας το μικρόφωνο στον Ισίδωρο Ζουγανέλη, ένα προδήλως διαταραγμένο και οργισμένο άτομο, θεωρώ πως κλείνω το μάτι και στον αναγνώστη: όσα μας αφηγείται ο Ζουγανέλης μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά μπορεί να είναι κι επινοήσεις ενός μυθομανούς.
Το βιβλίο διαπερνά διάφορα είδη, το έχουν χαρακτηρίσει μαύρη κωμωδία, το έχουν πει ψυχολογικό θρίλερ… είστε ένας άνθρωπος που σας αρέσει η ζωή και η πορεία σας να μην αποκτά μία ταμπέλα αλλά να μπαίνετε σε διάφορους χώρους…
Συμφωνώ –και αυτό, αν μου επιτρέπετε, νομίζω ότι χαρακτηρίζει τη γραφή μου, όχι μονάχα στην «Κυρία που λυπάται», αλλά και στα προηγούμενα μυθιστορήματα. Έτσι συμπεριφέρομαι και ως αναγνώστης: έχω αναγνωστικές προτιμήσεις, σίγουρα, αλλά δεν έχω αναγνωστικές εμμονές. Μπορεί να τραβήξει την προσοχή σου εξίσου ένα καλό μυθιστόρημα κι ένα καλό δοκίμιο. Δεν βάζω τις επιθυμίες μου σε «κουτάκια»: αυτό πρέπει ή αυτό δεν πρέπει… Και για να σας το πω και με λίγο στόμφο, ούτε η ζωή μάς βάζει σε «κουτάκια». Η ζωή μάς επιφυλάσσει διαρκώς «εκπλήξεις». Θα ήταν κρίμα να μην μεταφέρουμε αυτές τις «εκπλήξεις» και στα μυθιστορήματα.
Τα τελευταία χρόνια, και με την ενασχόλησή σας με την πολιτική, αισθανθήκατε ποτέ να χάνετε από την ενέργειά σας ως συγγραφέας;
Από την ενέργειά μου όχι, από τον χρόνο μου ναι. Η ενασχόληση με την ενεργό πολιτική αναπόφευκτα συρρικνώνει τον διαθέσιμο χρόνο για τη συγγραφή. Δεν είναι τυχαίο ότι η λιγότερο παραγωγική συγγραφική μου περίοδος συμπίπτει με την περίοδο που ήμουν βουλευτής, πρώτα συνεργαζόμενος με τον ΣΥΡΙΖΑ κι έπειτα ανεξάρτητος. Δεν το μετανιώνω πάντως. Κάτι χάνεις στη μία πλευρά, κάτι κερδίζεις στην άλλη. Εξάλλου, με είκοσι βιβλία σε σαράντα χρόνια, δεν κινδυνεύω να χαρακτηριστώ ολιγογράφος.
Αναμφίβολα, φαντάζομαι, η ενασχόλησή σας με την πολιτική σας έχει τροφοδοτήσει με υλικό και για το μέλλον, όσον αφορά το συγγραφικό σας έργο…
Για λόγους που εξηγώ εκτενώς στο «Ήμουν κι εγώ εκεί» (2016), το βιβλίο όπου καταγράφω την εμπλοκή μου στην ενεργό πολιτική, αυτή η ενασχόληση προσφέρεται περισσότερο για να καταθέσεις ευθέως τη μαρτυρία σου παρά για να την κρύψεις κάτω από τη λεοντή ενός μυθιστορήματος. Αμιγώς πολιτικό μυθιστόρημα δεν νομίζω ότι θα γράψω ποτέ (αν και ποτέ μη λες ποτέ). Πολιτικά ψήγματα, πάντως, υπάρχουν σε όλα μου τα μυθιστορήματα –και στην «Κυρία που λυπάται»- στο βαθμό που εξυπηρετούν καθαρά μυθιστορηματικές ανάγκες.
Και επειδή αφορμή της συζήτησής μας είναι η Ναύπακτος, όταν ακούτε το όνομα της πόλης μας, ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σας έρχεται στο μυαλό;
Όσες φορές επισκέπτομαι τη Ναύπακτο –όχι πολλές, είναι αλήθεια- μένω με την αίσθηση πως παραμένει ένα από τα λίγα μέρη στην Ελλάδα που εμείς, οι δαιμόνιοι Νεοέλληνες, δεν καταφέραμε να καταστρέψουμε. Και αυτή, σας βεβαιώ, είναι μια πολύ παρήγορη αίσθηση.
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»
Το βιβλίο
Ο Ισίδωρος Ζουγανέλης, ένας σαραντάχρονος ψυχολόγος με τραυματικό παρελθόν, οικογενειακός σύμβουλος, συγγραφέας βιβλίων Αυτοβελτίωσης και τηλεοπτική περσόνα, χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του όταν η σύμβασή του με το ιδιωτικό κανάλι Kronos δεν ανανεώνεται. Η δεύτερη ευκαιρία που θα του προσφέρει μια κυρία της υψηλής κοινωνίας, με πλούσιο φιλανθρωπικό έργο αλλά κι έντονα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, θα τον οδηγήσει στα παρασκήνια μιας σαγηνευτικής όσο κι επικίνδυνης υπόθεσης, σε απόσταση αναπνοής από το χείλος της αβύσσου.
Μετά από απουσία χρόνων, ο Πέτρος Τατσόπουλος επιστρέφει στα γνώριμα εδάφη του μυθιστορήματος. Στην “Κυρία που λυπάται” συνδυάζει στοιχεία από το σύγχρονο ψυχολογικό θρίλερ και την αχαλίνωτη μαύρη κωμωδία με τον αισθησιασμό και το μυστήριο ενός παραδοσιακού pulp fiction. Κλείνει το μάτι στις θεωρίες συνωμοσίας και ρίχνει ένα διεισδυτικό όσο και συμπονετικό βλέμμα σ’ έναν κόσμο που αρνείται πεισματικά ν’ αναγνωρίσει το είδωλό του στον καθρέφτη.
Από τη στιγμή που ο σοφέρ ειδοποίησε να μας ανοίξουν την κεντρική πύλη έως τη στιγμή που μου έδωσε το βρεγμένο χέρι της, οι πάντες κινήθηκαν με ακρίβεια χορευτών σε χορογραφία. Άνθρωποι που εμφανίζονταν από το πουθενά κι εξαφανίζονταν στο πουθενά, έπαιρναν το βαλιτσάκι μου από την κούρσα, με τράταραν γκουρμεδιές, μου έβαζαν στο χέρι το τζιν τόνικ που ζήτησα πριν καν προλάβω να το ζητήσω, με ξάπλωναν σε μια σεζλόνγκ δίπλα στην πισίνα, με θέα προς την οικοδέσποινα που κολυμπούσε κάτω από το νερό κι έβγαζε κάπου κάπου το κεφαλάκι της, όπως το προϊστορικό τέρας, η Νέσι, στη λίμνη του Λόχνες.