Όλα όσα αποφάσισε το δημοτικό συμβούλιο για τους πρώην εργοταξιακούς χώρος στο Αντίρριο (διαβάστε εδώ), αποτελούν τη συνέχεια, λογική ή όχι θα το κρίνει ο χρόνος, των όσων κατά καιρούς έχουν ξανά αποφασιστεί, με το δήμο να «τρέχει» για το «συμφέρον» του, επιδιώκοντας να βάλει στοπ σε πιθανές επενδύσεις, προκρίνοντας κάποιες άλλες. Το μέγα ζήτημα που γεννάται βέβαια εδώ είναι το εάν αυτές που επιθυμεί είναι και εφικτό να γίνουν, μιας και μόνο προβληματισμό μπορεί να προκαλέσει το ότι έως σήμερα ουδείς φαίνεται να ενδιαφέρθηκε σοβαρά για μία τέτοιου είδους επένδυση στην περιοχή. Καταθέτουμε τα όπλα λοιπόν; Η απάντηση προφανώς και είναι «όχι», όμως θα πρέπει να γνωρίζουμε βάσει δεδομένων πως ο δρόμος δεν είναι και ο πιο εύκολος που έχουμε να βαδίσουμε, κρατώντας πόρτες ανοιχτές σε διάφορες κατευθύνσεις.
Οι ενέργειες του δήμου να έρθει σε επαφή με πιθανούς ενδιαφερόμενους, μέσω επιμελητηρίων εντός και εκτός χώρας, είναι μια πρώτη σωστή κίνηση, όμως, πέραν του τυπικού της υπόθεσης, θα πρέπει ταυτόχρονα να έχει τα μάτια του ανοιχτά προς πάσα κατεύθυνση (κι όταν λέμε προς πάσα εννοούμε από πολύ κοντά μας έως πολύ μακριά), εξαντλώντας κάθε πιθανή περίπτωση ανθρώπων που δραστηριοποιούνται στο χώρο. Στην ατζέντα του παράλληλα, βέβαια, θα πρέπει να έχει από τη δική του πλευρά και ένα, έστω γενικό, πλαίσιο δράσης μεταφέροντάς τους το ότι θα είναι σύμμαχός τους στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, προσφέροντας όλα όσα απαιτεί μία τέτοιου είδους επένδυση ως συνοδευτικό πλαίσιο. Διότι το περιβάλλον μέσα στο οποία γίνεται μία επένδυση, τα υπόλοιπα κομμάτια δηλαδή που συνοδεύουν το παζλ, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο για το εάν και κατά πόσο ένας επενδυτής θα πάει κάπου να «ρίξει» τα χρήματά του. Και για να είμαστε ειλικρινείς, τόσο ο ίδιος ο χώρος σήμερα, όσο και το άμεσο περιβάλλον μέσα στο οποίο υπάρχει, κάθε άλλο παρά ελκυστικό μπορεί να θεωρηθεί. Οφείλει λοιπόν ο δήμος, να φτιάξει το «περιτύλιγμα» προσφέροντας ως «προϊόν» τους εργοταξιακούς χώρους, έστω κι ως ενδιάμεσος καθώς τυπικά δεν του ανήκουν, με τρόπο τέτοιο που να γίνουν θελκτικοί. Κάνοντάς τα όλα αυτά, ακόμα κι αν ο στόχος δεν επιτευχθεί, τουλάχιστον θα μπορεί να υποστηρίξει πως προσπάθησε έχοντας πλάνο και σχέδιο πάνω στο οποίο πάτησε.
Επειδή όμως καλό είναι να έχουμε κατά νου κάθε σενάριο, εμείς ως «ε» επαναλαμβάνουμε κάτι που από την πρώτη στιγμή παραθέσαμε τον προηγούμενο Οκτώβριο, ως στοιχείο του ρεπορτάζ μας. Μιλώντας τότε για το σχέδιο του ΤΑΙΠΕΔ να βγάλει το διαγωνισμό, και αναφερόμενοι στο κεφάλαιο των χρήσεων γράφαμε συγκεκριμένα: «Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «ε» κατά καιρούς διάφοροι υποψήφιοι επενδυτές έχουν απευθυνθεί στο ΤΑΙΠΕΔ διερευνώντας το χώρο και τις δυνατότητες επένδυσης σε αυτόν, κάτι που έχει γίνει και σήμερα, για να οδηγηθούμε στην εξέλιξη που αναφερόμαστε (σσ το διαγωνισμό δηλαδή)(…) Το ρεπορτάζ μας από ανθρώπους που γνωρίζουν λεπτομέρειες της υπόθεσης καταλήγει, καταρχάς, σε αυτό που αναφέρει και το ίδιο το ΤΑΙΠΕΔ στη ιστοσελίδα του, δηλαδή στη δυνατότητα επένδυσης στον τομέα των logistics, με μία ακόμα όμως αρκετά πιθανή πρόβλεψη, αυτή της δημιουργίας υποδομών για τη διαχείμαση σκαφών». Θεωρώντας πως η πηγή μας είναι καλή, μιας και έως σήμερα τέτοια αποδείχτηκε, αν υποθέσουμε πως ο τομέας των logistics μας φαίνεται… αποκρουστικός, εκείνος της διαχείμαση σκαφών γιατί να ανήκει στην ίδια κατηγορία;
Το κλείνουμε εδώ, για σήμερα ως θέμα. Από τη μία, κρούουμε στο δήμο τον κώδωνα πως θα πρέπει να έχει τα μάτια του ανοιχτά προς πάσα κατεύθυνση για την εξεύρεση επενδυτών γι’ αυτό που θέλει. Κι από την άλλη, θέτουμε το θέμα στη βάση που πρέπει να είναι, φρονώντας πως θα πρέπει να έχουμε την πόρτα ανοιχτή, στην περίπτωση που ο πρώτος στόχος δεν επιτευχθεί, και σε κάποιες εναλλακτικές προτάσεις οι οποίες μπορεί να προκύψουν, και που μέσα από ένα πλαίσιο διαλόγου και φυσικά σχεδιασμού μπορούν επίσης να προσφέρουν στην περιοχή.
Από τα παραπολιτικά σχόλια της εφημερίδας «εμπρός»