Η συγγραφέας Τζέμη Τασάκου μιλά στην «ε»
Η συγγραφέας Τζέμη Τασάκου, με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του βιβλίου «Ο πρώτος μου Ροΐδης: Η Μηλιά», της σειράς «Η πρώτη μου λογοτεχνία» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, μιλά στην «ε». Σε μία συνέντευξη γνωριμίας απαντά στο γιατί αποφάσισε να γίνει μόνιμη κάτοικος της περιοχής, τι κάνει κάποιον αναγνώστη, αλλά και εάν σήμερα ο κόσμος διαβάζει. Επίσης, μιλά για τη δική της σχέση με το βιβλίο, καθώς και για την άκρως επιτυχημένη πρωτοβουλία του εκδοτικού της οίκου, στην οποία συμμετέχει, να μιλήσουν στα παιδιά για τη λογοτεχνία με έναν διαφορετικό τρόπο.
Καταρχάς κ. Τασάκου, μιλήστε μας για τη σχέση σας με την περιοχή μας, τη Ναυπακτία και τη Δωρίδα.
Σχέση αγάπης που ανατροφοδοτούνταν διαρκώς με αναμνήσεις παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, η καταγωγή όμως του πατέρα μου ήταν απ’ το Μαραθιά Δωρίδας. Ερχόμασταν πάντα τους μήνες του καλοκαιριού, στις διακοπές … Η Ναύπακτος πάντα με μάγευε. Το λιμάνι, το κάστρο της, τα στενορύμια, τα αιωνόβια πλατάνια της στις άκρες του κύματος.
Την ίδια σαγήνη ασκούσαν μέσα μου κι όλα εκείνα τα χωριουδάκια που αραδιάζονται μεταξύ Σπηλιάς Φωκίδας και Ναυπάκτου, χωριά που βρίσκονται στην κόψη των δυο νομών… Θυμάμαι πως τόσο ως έφηβη, όσο κι ως νεαρή ενήλικας, κάθε φόρα που έφευγα απ’ τα μέρη αυτά προσπαθούσα να «κλείσω» μέσα μου, σε «κουτάκια όρασης-μνήμης» όσες περισσότερες εικόνες μπορούσα –για να τις πάρω μαζί μου ως σκευή στην Αθήνα.
Πριν λίγα χρόνια πήρατε την απόφαση να γίνεται μόνιμη κάτοικος αυτής. Εύκολη ή δύσκολη απόφαση; Επιλέξατε να ζήσετε μακριά από το «κέντρο των αποφάσεων», αν μου επιτρέπετε την έκφραση, του τόπου όπου γίνονται και εξελίσσονται πολλά πράγματα στον τομέα της δουλειάς σας. Πως τα μετρήσατε όλα αυτά για να καταλήξετε στην απόφασή σας και φυσικά, σήμερα, αισθανόσαστε δικαιωμένη;
Δεν νομίζω πως εμείς οι άνθρωποι παίρνουμε μεγάλες αποφάσεις. Εμείς έχουμε απλώς «μεγάλες προσδοκίες». Οι συγκυρίες είναι εκείνες, πιστεύω, που «παίρνουν τις αποφάσεις» κι εμείς οι βροτοί καλούμαστε είτε να τις στηρίξουμε με σθένος, είτε να λακίσουμε. Εκείνο που με παίδευε πάντα στη ζωή στην Αθήνα ήταν η απεριόριστη σπατάλη χρόνου. Άπειρες φέτες χρόνου ξοδεμένες μέσα σε ταξί, σε μέσα μαζικής μεταφοράς, εγκλωβισμένη σε … «μποτιλιαρίσματα». Τη ν πρώτη φορά που βρέθηκα να οδηγώ από Μαραθιά – Ναύπακτο, με σκίνα, πεύκα και ριπές χαραυγής πλάι μου, ένιωσα ελεύθερη και σκέφτηκα τότε πως ο χρόνος είναι το πιο πολύτιμο αγαθό και κανείς δεν θα μου το κλέψει…
Όσα για τα «κέντρα των αποφάσεων», ας γύρει ο καθένας στον ομφαλό του : αν έχει πράγματι κάτι ενδιαφέρον να πει, θα υπάρξουν κι άλλοι άνθρωποι που θα βρουν ενδιαφέρον αυτό που έχει να πει. Kανείς δεν χάνεται.
Γυρίζοντας το χρόνο πίσω, κάντε μαζί μας ένα ταξίδι στις σημαντικότερες επαγγελματικές σας «στάσεις» έως σήμερα, συμπεριλαμβανομένων και των σπουδών σας φυσικά…
Σίγουρα ένα απ’ τα καλύτερα «κομμάτια» της ζωής μου ήταν το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το τμήμα Επικοινωνίας κ ΜΜΕ. Την αγάπησα πολύ αυτή την σχολή. (Είχε προηγηθεί ένα πέρασμα απ’ τη Γαλλική Φιλολογία κι είχα εργαστεί ως δημοσιογράφος σε κρατικό κανάλι…) Ξεχωριστή επίσης θέση στις αναμνήσεις έχουν τα τρία χρόνια συνεργασίας με την Κίττυ Αρσένη, στη θεατρική ομάδα του Παντείου. Τον τελευταίο καιρό σκέφτομαι αρκετά συχνά την Κίττυ. Μου πρόσφερε πολλά.
Περνώντας στο κεφάλαιο βιβλίο, αν σας ζητούσα να μας πείτε καταρχάς τι είναι αυτό που σας έκανε αναγνώστρια, αλλά και τι είναι αυτό που ακόμα σας κρατά «δεμένη» με αυτό, τι θα μας λέγατε;
Η ανάγνωση ήταν πάντα «καταφύγιο» για μένα. Θυμάμαι εκείνα τα καλοκαιρινά μεσημέρια της παιδικής ηλικίας των έξι με οκτώ ετών, με Λουντέμη, Άλκη Ζέη, Καζαντζάκη, Μαρκ Τουέιν, Ντίκενς, Αλέξανδρο Δουμά και Λάγκερλεφ… Θυμάμαι ακόμη τον εαυτό μου να διαβάζει με φακό κάτω απ’ τις κουβέρτες τον «Ρομπέν των Δασών»! Νομίζω πως σ’ αυτά τα πρώτα χρόνια χρίζεται κανείς «αναγνώστης». Μεγαλώνοντας, απλώς, δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την ανάγνωση.
Έχοντας πλέον πολύχρονη εμπειρία αλλά και συναναστροφή με πολλούς κύκλους ανθρώπων, ποια είναι η άποψή σας, ο κόσμος διαβάζει, και μιλώ τόσο για τα παιδιά, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, όσο και για τους ενήλικες….
Πιστεύω πως ο «κόσμος» δεν διαβάζει. Υπάρχει βέβαια ένας «σκληρός πυρήνας» παθιασμένων βιβλιόφιλων, ο οποίος συντηρεί τα βιβλιοπωλεία. Συνάμα υπάρχει κι εκείνο το διαβόητο «γυναικείο (;) κοινό» που καθιστά best-sellers τα αρλεκινοειδή… Ακόμη κι αν δεχτούμε πως ο «κόσμος» διαβάζει, το ερώτημα είναι: τι διαβάζει; Τόμας Μαν ή Καλπούζο;
Όσο για τα παιδιά, παρατηρώ πως στα χρόνια του δημοτικού σχολείου τα περισσότερα θέλγονται απ’ το εξωσχολικό βιβλίο, το ψαύουν (αν μη τι άλλο) με λαχτάρα…, μεγαλώνοντας όμως είναι τόση η πίεση που τους ασκείται λόγω «πανελλαδικών» ή άλλων «εξετάσεων», ώστε η χαρά της ανάγνωσης χάνεται.
Στο βιογραφικό σας υπάρχουν μεταξύ άλλων διακρίσεις σε διαγωνισμούς, ως πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας το 1996, δύο χρονιές επίσης από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά για μυθιστορήματά σας, ενώ δεν λείπουν φυσικά οι αναφορές αναγνώρισης του έργου σας ακόμα και στο εξωτερικό. Προσθέτει «βάρος» όλο αυτό σε κάθε επόμενο βήμα σας καθώς ο πήχης των προσδοκιών είναι πλέον ψηλά;
Οι διακρίσεις προσθέτουν χαρά! Και μας οδηγούν να … ακονίζουμε κάπως το «στοίχημα»: να επαληθεύσουμε τους ανθρώπους εκείνους που μας τίμησαν.
Ένα σημαντικό μερίδιο πλέον του έργου σας εστιάζει στη λεγόμενη «παιδική λογοτεχνία». Εδώ όμως συνάντησα σε μία συνέντευξή σας μία ένσταση ως προς τους όρους. Είπατε συγκεκριμένα: «Για μένα η Λογοτεχνία είναι μία. Δεν υπάρχει «παιδική», ενήλικη, μεσήλικας λογοτεχνία». Μπορείτε να μας το εξηγήσετε αυτό;
Ναι, ο όρος είναι μάλλον αδόκιμος. Ας μιλάμε, καλύτερα για Λογοτεχνία που απευθύνεται ΚΑΙ σε παιδιά. (Με έμφαση στο ΚΑΙ). Ο μικρός Πρίγκιπας του Εξυπερύ είναι… «παιδικό βιβλίο»; Τα παραμύθια του Ουάιλντ ή του Άντερσεν (στην πρωτότυπη μορφή τους) που στηλιτεύουν ανηλεώς, καυστικότατα κι απολαυστικά τα κακώς κείμενα της εποχή τους μα και της ανθρώπινης ψυχής, κι έχουν απίστευτη διαχρονία είναι… «παιδικά»; Ο Τζόναθαν Σουιφτ ή ο Λούις Κάρολς για ποιους έγραφαν; Μόνο για … «παιδιά»;
Νομίζω πως ο μύθος είναι ένα πολύ ισχυρό όχημα ιδεών κι απόψεων, από την εποχή του Αισώπου και του Πλάτωνα, έως την εποχή του Λαφοντέν και του Βολτέρ και πολλά έτη ακόμη…. Ο μύθος με την αλληγορία, το σύμβολα, την οικονομία του λόγου μπορεί να γειτονέψει, κάποιες φορές με την πολυσημία της ποίησης.
Βεβαίως και κυκλοφορούν στο εμπόριο πολλά βιβλία για παιδιά με απλουστεύσεις και διδακτισμό, αλλά αυτά, καλύτερα, ας μην μας αφορούν.
Η σειρά «Η πρώτη μου λογοτεχνία» στην οποία συμμετέχετε, από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο», με διασκευές κλασικών έργων, γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και το τελευταίο βιβλίο της με τίτλο «Ο πρώτος μου Ροΐδης: Η Μηλιά». Είναι οι «σπόροι» αυτά τα βιβλία για τη δημιουργία αναγνωστικού κοινού; Ποια η στόχευσή τους;
Από την πρώτη στιγμή λάτρεψα αυτή τη σειρά. Είναι σαν να προσπαθείς να πεις σε κάποιον νεότερο, σ’ ένα παιδί του σήμερα: «Έλα να σου αφηγηθώ κάποια βιβλία που αγάπησα». Στην σειρά συμμετέχουν άξιοι συνάδελφοι: Κώστας Πούλος, Αργυρώ Πιπίνη, Αγγελική Δαρλάση, Λίνα Σωτηροπούλου, Κατερίνα Ζωντανού και τόσοι μα τόσοι εξαιρετικοί εικονογράφοι. Η λίστα των εικονογράφων είναι μακρά κι αν ανέφερα κάποια ονόματα κάποιους θα αδικούσα. Σίγουρα, η συμβολή της εικονογράφησης σ’ αυτήν την σειρά είναι σημαντική: φθάνει σε κάποιες περιοχές όπου δεν φθάνουν οι λέξεις…
Σίγουρα, στόχος μας δεν ήταν να υποκαταστήσουμε τα μεγάλα έργα, στόχος ήταν να χτίσουμε μια μικρή «γέφυρα» προς το πρωτότυπο. Να γνωρίσουν τα παιδιά τον Σαίξπηρ και τον Θερβάντες, τον Κορνάρο, τον Β ιζυηνό, τον Μαρκ Τουέιν, τον Όσκαρ Ουάλντ, τον Ντίκενς, την Πηνελόπη Δέλτα, τη Λάγκερλεφ, τον Εμμανουήλ Ροϊδη… Πάντα μου άρεσε ο Εμμανουήλ Ροϊδης. Η ειρωνεία του… Διαβάστε τις τελευταίες αράδες της «Μηλιάς», τόσο επίκαιρες…
Τώρα τριβελίζει το μυαλό μου ο Παπαδιαμάντης, «Η Γυφτοπούλα», πώς σας φαίνεται ως ιδέα;
Επόμενα επαγγελματικά βήματα; Μπορείτε να μας μιλήσετε γι’ αυτά;
Με δεδομένο το ζοφερό, ερεβώδες τοπίο γύρω μας, πώς να μιλήσει κανείς για «επόμενα επαγγελματικά βήματα»; Με απασχολεί το γεγονός πως παλιότερα βιβλιαράκια μου, εκείνα που, όπως αναφέρατε, έχουν διακριθεί, βραβευθεί, -κυρίως, αγαπηθεί-, βρίσκονται σε άλλους οίκους… Ονειρεύομαι κάποια στιγμή να στεγαστούν όλα «στο σπίτι» του Μεταιχμίου. (Εδώ προφανώς, στέλνω ένα μήνυμα στην αγαπημένη μου εκδότρια!!!!) Ε, και μετά βλέπουμε…
Και τέλος, ένα μήνυμά σας προς τους αναγνώστες μας για όλο αυτό που βιώσαμε, συνεχίζουμε να βιώνουμε και που έχει καθώς φαίνεται ακόμα δρόμο μπροστά του. Η ανάγνωση είναι μία καλή «άμυνα»;
Το μήνυμα είναι: «Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου, όπως τη θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις»
Ναι, η ανάγνωση είναι μια καλή «άμυνα».-