Φέτος η «Σχολή Τέχνης» της Φωτεινής Πολυχρόνου κλείνει είκοσι χρόνια λειτουργίας. Ήταν βρέφος, έγινε παιδί, πέρασε στην εφηβεία και τώρα ήρθε η ώρα της ενηλικίωσης. Την πορείας της αυτή τη χάραξε στα χέρια της Φωτεινής Πολυχρόνου, ενός ανθρώπου με πνεύμα ανήσυχο, το οποίο το αντιλαμβάνεσαι από την πρώτη συζήτηση μαζί της. Δεν ανήκει στο μέσο όρο και δεν βλέπει τα πράγματα υπό το πρίσμα της συνηθισμένης ματιάς. Γι’ αυτή της την ιδιαίτερη ανάγνωση μας μιλά σήμερα στο «Ε», ξετυλίγοντας μαζί μας το κουβάρι του χρόνου που την έφερε έως εδώ.
Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή τους, πρέπει να πάμε πίσω στο χρόνο και να σε συναντήσουμε στα παιδικά σου χρόνια. Που βρισκόμαστε και πώς μεγαλώνει η Φωτεινή; Είναι ένα παιδί όπως όλα τα άλλα της εποχής του;
Μεγάλωσα σε ένα μικρό σπίτι στην άκρη της Ναυπάκτου. Η χαρακτηριστική ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων είναι η φύση, τα δέντρα, τα λουλούδια και οι έντονες αλλαγές μέσα στις εποχές. Η γειτονιά μου δεν είχε και πολλά παιδιά και δη κορίτσια, το παιχνίδι ήταν μονόδρομος και μάλιστα με δύο μεγαλύτερα αδέρφια…. ποδήλατο, κυνηγητό και μπάλα και στις πιο ήρεμες και μοναχικές καταστάσεις παιχνίδι με τις γάτες. Επίσης υπέροχη ανάμνηση η διαδρομή για το σχολείο ανάμεσα στα χωράφια που κάθε εποχή άλλαζαν χρώματα και αρώματα. Οι αμυγδαλιές το χειμώνα, οι παπαρούνες την άνοιξη και το πορτοκάλι χρώμα στα πλατάνια το φθινόπωρο.
Μπορώ να φανταστώ πως κάπου μεταξύ των παιχνιδιών σου υπάρχουν μπολκ ζωγραφικής, χρώματα κι όλα τα υπόλοιπα, αυτής της κατηγορίας…
Όχι ακριβώς. Θα έλεγα πως οι πρώτες ζωγραφιές που θυμάμαι ήταν στο τετράδιο της ορθογραφίας της Α’ τάξης του δημοτικού που γράφαμε τη λέξη και από πάνω ζωγραφίζαμε μια εικόνα. Η μεγάλη επιρροή εικαστικά για μένα ήταν η δουλειά του πατέρα μου. Εκείνη την εποχή εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση κλωστοϋφαντουργεία Ναυπάκτου ως σχεδιαστής υφασμάτων, στο υφαντήριο δηλαδή πολλές κλωστές, πολλά χρώματα, πολλά πολύχρωμα υφασματάκια, πολλά βιβλία και περιοδικά με μοτίβα και σχέδια. Το πρώτο μου όνειρο σαν παιδί ήταν το σχέδιο μόδας, θαύμαζα τα γρήγορα σκίτσα των σχεδιαστών, τα πολύχρωμα ρούχα που είχαν εξωπραγματικά σχήματα και έντονη γλυπτικότητα.
Πότε άρχισες, και η οικογένειά σου φυσικά, να θεωρείτε πως εδώ υπάρχει μία κλίση προς τα καλλιτεχνικά πράγματα, με αυτή τη μορφή της έκφρασης;
Το μεγάλο ξεκαθάρισμα έγινε στην εφηβεία. Πριν από αυτό πρέπει να σου πω πως ο άνθρωπος που λειτούργησε απίστευτα πάνω μου ήταν η πρώτη καθηγήτρια εικαστικών που είχα στην Α γυμνασίου, δυστυχώς δεν θυμάμαι καν το όνομά της γιατί έμεινε μόνο για μια χρονιά και μετά έφυγε. Εκείνη την εποχή να θυμίσω πως στο δημοτικό τα εικαστικά τα δίδασκε ο δάσκαλος, η δασκάλα, και συνήθως θυσιάζονταν για γλώσσα ή μαθηματικά, οπότε ξαφνικά στα 12 μου βρέθηκε ο πρώτος άνθρωπος που μίλησε για μπλοκ ακουαρέλας, τέμπερες και πινέλα, τεχνικές, και έκφραση μέσω της ζωγραφικής. Εκεί νομίζω πως έκλεισε για μένα το θέμα οριστικά, είχα βρει τον δρόμο μου.
Η απόφασή σου να ασχοληθείς με αυτό το αντικείμενο και στο επίπεδο των σπουδών πότε πάρθηκε και πως ακούστηκε στο περιβάλλον σου; Πολλοί γονείς σε αυτές τις περιπτώσεις λένε το κλασικό «πάτε ένα άλλο πτυχίο να έχεις και μετά παράλληλα ασχολήσου και με αυτό». Το είπαν και σε σένα;
Δεν το θέτεις σωστά. Η κλασσική έκφραση είναι πάρε ένα πτυχίο και έχε τη ζωγραφική σαν χόμπι, λες και η ανάγκη για έκφραση δεν είναι ζωτική σαν το οξυγόνο αλλά δευτερεύουσα και περιστασιακή σαν χόμπι. Ευτυχώς οι γονείς μου δεν είπαν ποτέ κάτι τέτοιο και πάντα με στήριζαν ψυχολογικά και υλικά όσο μπορούσαν, εγώ δεν πίστευα πολύ στις δυνάμεις μου και αυτό ήταν το χειρότερο. Ξέρεις όταν είσαι στην κρίσιμη εποχή των επιλογών έχεις ανάγκη από σωστή καθοδήγηση και προετοιμασία τόσο για την επιτυχία όσο και για την αποτυχία, γιατί μόνο έτσι δεν θα το βάλεις κάτω ότι και αν γίνει.
Ο παράλληλος δρόμος του σχολείου και των μαθημάτων πως ήταν; Διεκπεραιωτικός για να τελειώνει και να πάρεις το δρόμο σου, ή ήσουν επιμελής και στις υπόλοιπες υποχρεώσεις σου;
Το σχολείο ξέρεις ….. Ακούω πολύ κόσμο να λέει θα ήθελα να γυρίσω πίσω στο σχολείο και μέσα μου λέω “μα τι λέει”. Αν και ήμουν επιμελής και καλή μαθήτρια, δυστυχώς για μένα το σχολείο ήταν πολύ βαρετό και κουραστικό, θυμάμαι στο λύκειο ειδικά υπήρχαν μέρες βασανιστικές γιατί ήθελα μόνο να ζωγραφίζω και έπρεπε να καθηλώνομαι σε μια καρέκλα και να ακούω τόσα πράγματα που εκείνη την εποχή μου φαίνονταν αδιάφορα. Γυρνούσα σπίτι και θυμάμαι ότι τότε είχε βρεθεί στα χέρια μου ένα κουτί κάρβουνα και έφτιαχνα με μανία σχέδια που τα κολλούσα στον τοίχο να τα βλέπω και μετά διάβαζα, ήμουν και του καθήκοντος.
Και φτάνουμε λοιπόν στις σπουδές σου. Είχε έρθει η ώρα να κάνεις αυτό που αγαπάς. Ένας στόχος γίνεται εφικτός. Ήταν εύκολο ή δύσκολο όλο αυτό ως αντικείμενο μιας και πλέον περνούσε σε άλλη διάσταση από εκείνη που έως τότε είχες επαφή μαζί του;
Σε αυτό το σημείο ξεκινά η μεγάλη περιπέτεια. Πρέπει να σου πω πως οι εισαγωγικές εξετάσεις για τη Σχολή καλών τεχνών δεν υπάγονται στο σύστημα των πανελληνίων εξετάσεων και διενεργούνται κάθε Σεπτέμβρη στις ίδιες τις σχολές. Το 1993 υπήρχαν μόνο δύο σχολές Αθήνα και Θεσσαλονίκη με 80-100 θέσεις για κάποιες χιλιάδες αιτήσεις, δηλαδή ένα ποσοστό επιτυχίας ένας στους δεκαπέντε, ένας στους είκοσι εξεταζόμενους.
Εγώ από την άλλη στην αναζήτησή μου για σχετικές πληροφορίες πάνω στο θέμα της Σχολής καλών τεχνών απευθύνθηκα στον τότε καθηγητή που μας έκανε σχολικό επαγγελματικό προσανατολισμό, στην ερώτηση μου λοιπόν πώς “μπορώ να μπω στη Καλών τεχνών;” η απάντηση ήταν “Καλλιτέχνης θες να γίνεις; Θα πεινάσεις ” και γελούσε!
Αργότερα έμαθα για το εργαστήρι εικαστικών “Σχολή Τέχνης” του Β. Λουκόπουλου εδώ στη Ναύπακτο και ξεκίνησα από εκεί. Οι απαιτήσεις όμως για να μπεις στη σχολή καλών τεχνών είναι ιδιαίτερα υψηλές και τα μόνα εργαστήρια που τηρούν ακόμα και σήμερα τα στάνταρ αυτών των απαιτήσεων βρίσκονται στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Έτσι λοιπόν βρέθηκα στο εργαστήρι του Σάββα Πουρσανίδη. Το αποτελέσαμε ήταν να δώσω δύο φορές εξετάσεις και να μην περάσω. Απογοήτευση, απαισιοδοξία και αρκετός προβληματισμός.
Ξέρεις δεν είναι εύκολο να δώσεις και να ξαναδώσεις μέχρι να τα καταφέρεις. Η οικονομική επιβάρυνση των δικών σου αλλά και όλη η ψυχοφθόρα διαδικασία σε κάνουν να αναζητάς άλλους δρόμους. Σαν δεύτερη επιλογή είχα την συντήρηση ζωγραφικών έργων τέχνης, πήγα στην Αθήνα σε μια ιδιωτική σχολή και αυτή η επιλογή λειτούργησε σαν μια σωτήρια λέμβος.
Μαθήματα όπως η φωτογραφία, το ελεύθερο σχέδιο, η αγιογραφεία, η ιστορία της τέχνης, αλλά και η καθημερινή ενασχόληση μου με την ζωγραφική στο εργαστήριο του κυρίου Παπατριανταφυλλόπουλου βοήθησαν να κλείσει το κενό που είχε δημιουργήσει η αποτυχία των εξετάσεων.
Με το που ολοκληρώνεις τις σπουδές επόμενη στάση ποια είναι στη διαδρομή σου; Φαντάζονται πολλοί δρόμοι, όχι προφανώς εύκολοι, αλλά θα υπήρχαν. Ποιον διάλεξες;
Όταν τελείωσα τη σχολή και γύρισα στη Ναύπακτο να ανασυνταχτώ και να σκεφτώ αν θα ξαναδώσω στην καλών τεχνών βρέθηκε στο δρόμο μου ο πρώτος μου δάσκαλος ο Β. Λουκόπουλος, μου πρότεινε να αναλάβω τα παιδικά τμήματα στη “Σχολή Τέχνης” και αργότερα και τους μεγάλους μαθητές. Νομίζω πως ανήκω στους ανθρώπους που ο δρόμος τους διαλέγει και τους κρατά δεμένους σε τροχιά.
Και κάπου αργότερα έρχεται η ιδέα της σχολής στη Ναύπακτο. Μία μικρή πόλη, με ένα αντικείμενο εξειδικευμένο, που τολμώ να πω πως πριν από κάποια χρόνια δεν είχε διεισδύσει ακόμα στη λογική γονιών και παιδιών, παρά μόνο σε λίγες περιπτώσεις. Όμως εσύ το τόλμησες…
Το πραγματικό τόλμημα το είχε κάνει ο Βασίλης και εγώ απλά ήμουν εκεί. Περνάνε δύο χρόνια και ο Βασίλης μου ανακοινώνει πως ο κύκλος της σχολής είχε τελειώσει για αυτόν και αν ήθελα μπορούσα πλέον να συνεχίσω μονή μου. Εκεί ήταν πλέον που γεννήθηκε ένα μεγάλο όνειρο και η “Σχολή Τέχνης” άρχισε ένα νέο κύκλο τον δικό μου. Φέτος τον Ιούλιο αυτός ο κύκλος κλείνει τα είκοσι του χρόνια.
Ήταν εύκολο ή δύσκολο να στηθεί η σχολή στα πόδια της και να φτάσει στο επίπεδο που είναι σήμερα; Τι έπαιξε θεωρείς καθοριστικό ρόλο σε όλο αυτό;
Είκοσι χρόνια είναι σχεδόν η μισή μου ζωή, καταλαβαίνεις ότι συναισθηματικά για μένα η “Σχολή Τέχνης” είναι παιδί μου, είναι σπίτι μου είναι πολλά! Οι δυσκολίες αλλά κι οι ευκολίες δεν είναι παρά διαφορετικές αποχρώσεις της ίριδας. Όλες έχουν την μοναδικότητα τους και την αξία τους. Δεν μπορώ να τις εξηγήσω, όμως με βεβαιότητα σου λέω πως τις αγαπώ. Αυτό νομίζω είναι που πλέον με καθορίζει γενικότερα στη ζωή μου να μην αφήνω την δυσκολία να με καθηλώνει, αντίθετα, και αυτό είναι κάτι που συμβουλεύω και τους μαθητές μου να αγωνίζονται και να μετασχηματίζουν την δυσκολία σε μια γόνιμη εμπειρία.
Για να σταθούμε λίγο στα της σχολής τι περιλαμβάνει αυτή σήμερα;
Η “Σχολή Τέχνης” είναι ένα εικαστικό εργαστήρι που απευθύνετε σε όλες τις ηλικίες.
Για τα παιδιά του δημοτικού τα μαθήματα είναι χωρισμένα σε 4 ενότητες που εναλλάσσονται μέσα στη χρονιά. Τεχνικά ζητήματα σχεδίασης, εξερεύνηση χρώματος, καλλιτεχνικά κινήματα καλλιτέχνες και τέλος διεύρυνση του φαντασιακού φάσματος.
Για τα παιδιά γυμνασίου και λυκείου τα μαθήματα περιλαμβάνουν το γραμμικό και το ελεύθερο σχέδιο για όσους επιθυμούν σχολές με τα αντίστοιχα ειδικά μαθήματα ή σκίτσο, μελάνι , δημιουργία κόμιξ, χρώμα, για όσους αναζητούν την έκφρασή τους με τα σχεδιαστικά και ζωγραφικά μέσα.
Για τους ενήλικες το πλάνο ξεκινά από την μελέτη του μολυβιού και προχωρά στο χρώμα, με προσωπική συζήτηση πως επιθυμούν να δουλέψουν με βάση το χρόνο και τη διάθεση που διαθέτουν.
Δύσκολο να δουλεύεις με παιδιά; Το κάνεις πλέον σε καθημερινή βάση, καθώς εργάζεσαι και στα εκπαιδευτήρια Πάνου, εκτός της σχολής, ή θεωρείς πως οι μεγάλοι έχουν περισσότερες ιδιαιτερότητες;
Το να δουλεύεις με παιδιά είναι ένα μεγάλο δώρο. Έχουν μια καθαρή ανεξάντλητη ενέργεια και μια μεγάλη πόρτα ανοιχτή στη φαντασία και την τόλμη. Τους δίνεις ένα ερέθισμα και απογειώνονται, αυτό βέβαια σημαίνει και μια μεγάλη ευθύνη για το μήνυμα που εκπέμπεις είτε με τα λόγια είτε με τις πράξεις σου. Η δουλεία με τα παιδιά θέλει καθαρό μυαλό και αγάπη.
Από την άλλη οι μεγαλύτερες ηλικίες θέλουν κυρίως ενθάρρυνση επειδή φοβούνται να εκφραστούν ή δεν θυμούνται πως να το κάνουν. Πολλοί έρχονται και μου λένε “δεν μπορώ να τραβήξω ούτε μια ίσια γραμμή” και εγώ τους απαντώ ” ευτυχώς που υπάρχουν και οι χάρακες γιατί η ζωγραφική είναι άλλο πράγμα”, το συγκλονιστικό είναι όταν βλέπεις ανθρώπους 50 ή 60 ακόμα και 70 να τελειώνουν έναν πίνακα και να χαίρονται σαν μικρά παιδιά. Αυτό πίστεψε με μου δίνει τεράστια χαρά.
Όσο για τα εκπαιδευτήρια Πάνου έχουμε μια πολύ καλή συνεργασία αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού, φέτος μάλιστα κλείνουμε τα 6 χρόνια συνεργασίας, δηλαδή τα πρώτα μου πρωτάκια ετοιμάζονται να “αποφοιτήσουν”… Είναι συγκινητικό να παίρνεις ένα παιδάκι στη πρώτη δημοτικού και να το βλέπεις χρόνο με το χρόνο να αλλάζει και να φτάνει στην εφηβεία, και εσύ να είσαι συνέχεια δίπλα του και να του μιλάς για την ομορφιά της τέχνης και της δημιουργίας.
Και παράλληλα με όλα τα παραπάνω, συχνά η σχολή εκθέτει τα έργα των σπουδαστών της στο κοινό σε σειρά εκθέσεων. Πόσο εύκολο είναι για κάποιων να εκθέσει μία δουλειά του, αφήνοντάς την στην ουσία στο «έλεος» των όποιων κριτικών;
Καταρχήν θεωρώ πως είναι πολύ πιο εύκολο να κάνεις κριτική από το να δημιουργείς κάτι από το μηδέν, και μάλιστα να έχεις και το θάρρος να το δείξεις σε άλλους.
Όσο για τις εκθέσεις μας, ήταν, είναι και θα είναι μια μεγάλη γιορτή οπού παλιοί και νέοι μαθητές όλων των ηλικιών συναντιούνται γνωρίζονται και επικοινωνούν.
Όσο υπήρχε η αίθουσα “Ναυπακτία” κάναμε έκθεση κάθε δεύτερο χρόνο όλοι μαζί μικροί και μεγάλοι, ακολούθησαν εκθέσεις στο Φετιχέ τζαμί και στο Adagio cafe , όμορφοι χώροι και όμορφες αναμνήσεις.
Σε ένα γενικότερο πλαίσιο πόσο σημαντικό θεωρείς πως είναι για κάποιον να βρίσκει τρόπους έκφρασης μέσα από τις τέχνες, όποια μορφή κι αν έχουν αυτές. Είναι μία διέξοδος, ακόμα, από τη δύσκολη καθημερινότητα και ποια άλλα ένστικτα μπορεί να ακουμπά;
Πιστεύω πολύ στη επικοινωνία των ανθρώπων μέσα από τις τέχνες. Από τις σπηλαιογραφίες μέχρι τις σύγχρονες perfomances η ανάγκη είναι ίδια, επικοινωνία.
Η καθημερινότητα δεν μπορεί να γίνει πιο εύκολη , αντίθετα όσο πιο “ευαίσθητες” κεραίες έχεις τόσο πιο δύσκολη γίνεται, η τέχνη όμως, μπορεί να σου προσφέρει μια δυνατή και ελεύθερη φωνή.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εμπρός» στις 9/3/2018