Ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης, την ερχόμενη Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου, στις 21:00 το βράδυ θα βρίσκεται στην πόλη της Ναυπάκτου. Συγκεκριμένα θα είναι στο καφέ- βιβλιοπωλείο Adagio II όπου θα γίνει η παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου του «Ο Φοίνικας». Σήμερα, μιλά στην «Ε» για το κίνητρο συγγραφής του συγκεκριμένου έργου, για τη ζωή των πρωταγωνιστών του και το από πού την εμπνεύστηκε, αλλά και για τον Έλληνα που τείνει να «αφυδατωθεί», καθώς ζει χωρίς ζωή. Επίσης μας μιλά για το ρόλο της τέχνης και την επίδραση που έχει στην πορεία των χρόνων, αλλάζοντας τον κόσμο. Τέλος, μας μιλά και για το σημείο που προσκυνά κάθε φορά που επισκέπτεται τη Ναύπακτο.
πηγή Φωτό: Σπύρος Σιμωτας/ LIFO
Κύριε Χωμενίδη, ο Φοίνικας, κάνετε ξεκάθαρο σε όλες σας τις συζητήσεις πως είναι εμπνευσμένος από τη ζωή του Άγγελου Σικελιανού και της συζύγου του, της Εύας Πάλμερ. Και το τονίζετε, σημειώνοντας πως άλλο αυτό, κι άλλο να είναι μία ιστορία βασισμένη στη ζωή των δύο αυτών προσώπων. Ποια η διαφορά μεταξύ των δύο συνθηκών, αλλά και γιατί κάνατε αυτό το διαχωρισμό;
Είναι η διαφορά μεταξύ βιογραφίας και μυθοπλασίας. Εάν είχα πρόθεση να αποτυπώσω τη διαδρομή της Εύας και του Άγγελου -φωτίζοντάς την έστω από μια καινούργια σκοπιά- θα όφειλα να μείνω πιστός στα γεγονότα. Κάθε σελίδα, κάθε φράση ακόμα-ακόμα του βιβλίου μου να στηρίζεται σε αμάχητα τεκμήρια, σε διασταυρωμένες πηγές. Εγώ όμως δεν επεδίωκα κάτι τέτοιο.
Συνεπαρμένος από πρόσωπα που υπήρξαν, επεξέτεινα τις ζωές τους στον χώρο της τέχνης μου. Τις αξιοποίησα ως φυτίλια και ως τροχιοδεικτικά. Μού έδειξαν και μού άνοιξαν τον δρόμο ώστε να γράψω τον “Φοίνικα”…
Ο Πάρης Κερκινός θέλει να «ρουφήξει» όσο περισσότερη ζωή γίνεται στο διάβα του. Θεωρείτε ότι αυτό του το χαρακτηριστικό τον κάνει σήμερα, για το μέσο αναγνώστη, ίσως και έναν σούπερ ήρωα; Αν δούμε γύρω μας, πόσοι αντιμετωπίζουν τη ζωή με αυτό τον τρόπο και όχι ως μια συνεχή μάχη διεκπεραίωσης υποχρεώσεων;
Η ενήλικη ιδίως ζωή του καθενός μας κινδυνεύει να αφυδατωθεί. Να καταλήξει σκέτη ρουτίνα. Να τρέχουμε και να μην φτάνουμε. Να αγκομαχάμε νυχθημερόν πασχίζοντας να ανταποκριθούμε σε μύριες όσες υποχρεώσεις. Επαγγελματικές, οικογενειακές, ακόμα και ερωτικές… Πολύ συχνά οι άνθρωποι δένονται ισοβίως στο μαγκανοπήγαδο. Αφήνουν τα χρόνια να κυλήσουν μέσα από τα χέρια τους. Ώσπου αντικρίζουν στον καθρέφτη ένα πρωί το άδειο κέλυφος του εαυτού τους.
Καθένας μας όμως είναι εν δυνάμει σούπερ ήρωας. Καθένας έχει φτιαχτεί για τα μεγάλα και για τα ωραία. Και δεν μιλάω για εκτυφλωτικές καριέρες, για φήμη ή για πλούτο. Μιλάω για την απόλαυση που πάντα ελλοχεύει στη στιγμή. Ο Πάρης Κερκινός στον “Φοίνικα” δεν δοξάζεται επειδή γράφει σπουδαία ποιήματα ή επειδή κατάγει ηρωικά κατορθώματα. Αλλά διότι δεν σταματά να καταπλήσσεται, δεν παύει να υμνεί το θαύμα της ζωής. Μέσα σε ένα κόσμο μπαφιασμένων “μεγάλων” (έτσι ήταν, πάντα και παντού, ο κόσμος) ο Πάρης παραμένει παιδί. Μια διαρκής, δηλαδή, επιταγή ευτυχίας. Ένα ηλιοτρόπιο της χαράς. Πληρώνοντας βεβαίως και το κόστος της στάσης του…
Από το βιβλίο σας περνά μέσα σειρά ιστορικών προσώπων, που σημάδεψαν τη χώρα με το έργο τους. Κι εσείς, δεν λέτε όχι, στο να τους κάνετε «κοινούς ανθρώπους», με τα ελαττώματα και τα προτερήματα τους, όπως για παράδειγμα ο «κύριος γραμματεύς». Νισάφι πια με τις «αγιογραφίες», θα μπορούσαμε να πούμε, που σχετίζονται με τα πρόσωπα, κι όχι φυσικά με τα έργα τους;
Οι άνθρωποι αρέσκονται να ειδωλοποιούν κάποιους σύγχρονους τους, να τους ανεβάζουν σε ύψη δυσθεώρητα. Κι ακόμα περισσότερο απολαμβάνουν να τους βλέπουν να γκρεμίζονται από εκεί πάνω, να καταρρίπτεται ο μύθος τους, να σβήνεται το φωτοστέφανό τους. Πρόκειται για μια καθαρά κανιβαλική ηδονή. Κάθε αγιογραφία έχει στην πίσω όψη της ένα ανάθεμα.
Ο “Φοίνικας” δεν είναι -ούτε και θα μπορούσε να’ ναι- αγιογραφία κανενός. Τα πρόσωπα που παρελαύνουν από τις σελίδες του παρουσιάζονται στο πλήρες μεγαλείο τους. Που σημαίνει με όλες -τις συγκινητικά ανθρώπινες- αδυναμίες τους.
Έχετε πει για το Φοίνικα, πως η βασική προβληματική του είναι το «κατά πόσον μπορεί η τέχνη να αλλάξει τον κόσμο». Τι λέτε μπορεί;
Ασφαλώς και μπορεί. Σπανιότατα όμως κατά τον αποκαλυπτικό, θριαμβικό, παλλαϊκό τρόπο που ονειρεύεται ο Πάρης Κερκινός και η Ήβη Σπρίνγκφιλντ. Η τέχνη μάς αλλάζει ανεπαισθήτως. Υπογείως. Κάθε άξιο λόγου έργο είναι ένα σημείωμα κλεισμένο σε μπουκάλι, ριγμένο σε έναν ωκεανό ασημαντολογίας και χαμέρπειας. Σπάμε το γυαλί, ξετυλίγουμε το χαρτάκι και μένουμε άναυδοι. Συχνά ούτε οι πιό κοντινοί μας δεν το παίρνουν χαμπάρι. Η τέχνη μάς βρίσκει πάντα μόνους, εκεί που δεν το περιμένουμε…
Περιορίζοντάς το λίγο στα της Ελλάδας, και για να γίνει πιο συγκεκριμένο, η εδώ παραγόμενη τέχνη, με τις «εισαγόμενες» επιρροές φυσικά όλων μας, έχει καταφέρει να μας αλλάξει καθόλου στο πέρασμα του χρόνου;
Εννοείται! Ας μιλήσουμε για τον 20ο αιώνα… Η ποίηση του Καβάφη, η μουσική του Τσιτσάνη και των αντάξιων επιγόνων του, ο τρόπος που αιχμαλώτιζε το ελληνικό φως ο χρωστήρας του Θεόφιλου, του Τσαρούχη, του Ακριθάκη, οι ταινίες του Γιώργου Τζαβέλλα και του Σταύρου Τσιώλη, το θέατρο του Χρηστομάνου και του Κουν … σταματάω να αραδιάζω σπουδαία ονόματα … έχουν καθορίσει την αισθητική, εν πολλοίς και την ηθική μας. Ο 21ος αιώνας βρίσκεται ακόμα στην αρχή του. Μας δίνει εντούτοις ήδη πολύ καλά δείγματα.
Λέτε ότι ο Φοίνικας είναι ένα έργο ζωής για εσάς. Άρα, μέσα σε αυτόν, βρίσκουμε «περισσότερο» Χωμενίδη, απ’ ότι σε άλλα βιβλία σας;
Μέσα στον “Φοίνικα” έκλεισα τη σκέψη και την καρδιά μου.
Η «Νίκη» υπήρξε κομβικό σημείο της συγγραφικής σας διαδρομής, αποτελώντας εκδοτικό γεγονός. Σας επηρέασε αυτό προσθέτοντας, ενδεχομένως, βάρος στις μετέπειτα συγγραφικές σας απόπειρες;
Τη “Νίκη” την έγραψα για να διηγηθώ στην κόρη μου τις ιστορίες των προγόνων της, κυρίως δε τής συνονόματης γιαγιάς της. Ο “Φοίνικας” στάθηκε η προσωπική μου μεγάλη χειρονομία απέναντι στο μέλλον το οποίο καθρεφτίζεται στο παρελθόν μας.
Ποτέ όσο γράφω δεν με βαραίνει ό,τι έχει προηγηθεί. Είμαι απόλυτα αφοσιωμένος στο κάθε φορά καινούργιο στοίχημά μου.
Και κλείνοντας, μιας και αφορμή της συζήτησής μας είναι ο ερχομός σας στη Ναύπακτο, όταν ακούτε το όνομα της πόλης μας, συνειρμικά τί είναι αυτό που σας έρχεται στο μυαλό;
Όποτε έρχομαι στην πανέμορφη πόλη σας, προσκυνάω το άγαλμα του Θερβάντες. Υποκλίνομαι και ζητάω την ευχή εκείνου που -ως μπαμπάς του Δον Κιχώτη- είναι πατέρας όλων μας.-
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Εμπρός”