Την είχα ξεχάσει πια και από χρόνια· και σαν σχήμα και στο χρώμα κι ας είχε κάποτε – και για καιρό πολύ και τότε – σημαδέψει και την δική μου ζωή, ώσπου ν’ απομείνει στο τέλος και για πενήντα τόσα χρόνια στην αφάνεια.
Και την είδα τώρα πια και αναπάντεχα ένα πρωί, πρόχειρα πολύ διπλωμένη, ίσως για να οδηγηθεί σε πλύσιμο. Ανέκοψα το βιαστικό και αδιάφορο βήμα και πριν κινήσω να την ξεδιπλώσω, άρχισαν να ξυπνούν, να συρρέουν και να συνωστίζονται απανωτές, ορμητικές και πληθωρικές οι μνήμες και να παίρνουν, πειθαρχημένες σιγά – σιγά, την χρονολογική τους σειρά.
Ήταν πράγματι «εκείνη» η στρατιωτική κουβέρτα εκστρατείας· στο σκούρο, μουντό σταχτί χρώμα, με τις τρεις παράλληλες στην μέση σε μουντό γαλάζιο κι’ αυτές πλατιές λωρίδες· έτσι όπως έχουν αποδώσει την εικόνα της και κάποιοι ζωγράφοι των Βαλκανικών Πολέμων και της 10ετίας που ακολούθησε, μέχρι το δράμα της Μικράς Ασίας.
Αδρή πια στην αφή, ύστερα από πολυχρόνια και πολύτροπη χρήση, φανέρωνε την ταυτότητα και τόσο το παρελθόν…
Ήταν η τελευταία κουβέρτα που σκέπασε τον Πατέρα μου, τον λοχαγό Πεζικού Γεώργιο (Τζώρτζη) Κοτίνη, Διοικητή τότε του 2ου Λόχου στο 26ο Σύνταγμα, στην Μικρασία, ως την τελευταία του εκεί νύχτα της 21 Αυγούστου 1921, πριν τραυματιστεί την επόμενη μέρα σ’ ένα από τα υψώματα του Μπαλ Μαχμούτ, κοντά στο Παλατλή.
(Από το τελευταίο του από εκεί προς την αδερφή του γράμμα το απόσπασμα που ακολουθεί: «… 16 Αυγούστου 1921. Εγώ την διττήν σας εορτήν την εόρτασα από το μεσημέρι ως την νύκτα με σφαίρες και γενναίο τρέξιμο – προς τα εμπρός. Ζώμεν κτηνωδώς, άυπνοι μέρες τώρα, ευρισκόμενοι νοτίως της Άγκυρας 60 χιλιόμετρα. Ελπίζομεν εντός 2 ημερών να την καταλάβωμεν»[1].
Το τραύμα ήταν σοβαρό, «διάτρησις του ήπατος με τρώσιν σπλήνος». Την άμεση μεταφορά του στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο του Εσκή – Σεχίρ και την πολυήμερη εκεί νοσηλεία του την συνόδευσαν και τα όσα ατομικά του είδη – μαζί φυσικά και η κουβέρτα του – και μ’ αυτά γύρισε στην Αθήνα, όπου και μετατάχτηκε στην – λόγω σοβαρού τραυματισμού – κατηγορία της «τιμητικής αποστρατείας» η – επί το απλούστερον – των σε «Πολεμική Διθεσιμότητα» αξιωματικών. Για να παλιννοστήσει τελικά στην γενέθλια γη, στον Έπαχτο και να ενταχθεί και η στρατιωτική του κουβέρτα στο νοικοκυριό και στην οικογένεια που στήθηκε, σκεπάζοντας κι’ αυτή κάθε που χρειάστηκε και τα τέσσερα παιδιά που αποχτήθηκαν.
Ώσπου ήρθε αργότερα η ώρα της ν’ αναλάβει πάλι τον παληό της βασικό ρόλο… Και από το «Πολεμικό Ημερολόγιο» του πρωτότοκου γυιου, Δεκανέα τότε – στα 18 του χρόνια – στον 8ο Λόχο του 2ου Τάγματος Ευζώνων Ναυπάκτου, στο από ξερολιθιά πολυβολείο του πόστου του, το τελευταίο εκεί στις εκβολές του χειμάρρου του Σκα η εγγραφή[2].
«… Ο Σεπτέμβρης (του 1944) μπήκε δίχως κάτι το αξιόλογο. Οι βραδυές άρχισαν να γίνωνται δροσερές, στα χαράματα το κρύο δυνάμωνε· στις ρίζες από τις λυγαριές ανέβηκαν στο φως τα πρώτα κυκλάμινα. Έφερα από το σπίτι την παληά στρατιωτική κουβέρτα του πατέρα».
Και όταν – στις 19 Σ/βρίου – το Τάγμα Ευζώνων άφηκε την πόλη και καταστάλαξε στην Πάτρα, μέσα στον γυλιό και η κουβέρτα, ακολούθησε τον νέο της χρήστη. Ακολούθησε η – ομαλή – απόθεση του οπλισμού του όλου Συντάγματος Ευζώνων Πατρών (1/10/1944) στους Άγγλους και η μεταγωγή του Προσωπικού στο Στρατόπεδου Αράξου κι’ εκεί η κουβέρτα απόχτησε συντροφιά· μιαν ολοκαίνουργη αγγλική συνάδελφό της στον κάθε «φιλοξενούμενο». Τις οποίες όμως έσπευσαν να τις αποσύρουν οι εκεί … οικοδεσπότες μας, όταν στις 6 Δεκεμβρίου ήρθαν να καταργήσουν το «Στρατόπεδο» μέτρο όμως που προσωπικά με βρήκε απόλυτα και τελεσίδικα αρνητή του.
Και αποφασισμένος να μην στερηθώ το πολύτιμο πρόσφατο απόκτημα, πριν εγκαταλείψω το «γιατάκι» μου, κατάφερα και την ζώστηκα κατάσαρκα, κούμπωσα ως επάνω το χιτώνιο, έφθασα τελευταίος ως τον έλεγχο, άνοιξε ο Εγγλέζος τον γυλιό, δεν βρήκε τίποτα, με κύτταξε ερωτηματικά και αμήχανα στο τέλος μ’ έσπρωξε στο τελευταίο «Τζέιμς», που με περίμενε για να ξεκινήσει. Κι’ όπως έφευγα, πρόλαβα ν’ ακούσω κάποιους από τους πολλούς που απέμεναν, να το πετάει:
– Την κουβέρτα ρε, … πάει η κουβέρτα· Μωρέ καμπούρα ο μπαγάσας»[3].
Κι’ έτσι, για εκείνη την κουβέρτα, βρέθηκα κι’ εγώ … υπότροφος των Άγγλων στην Ιταλία και διαδοχικά στο Στρατόπεδο Αιχμαλώτων Πολέμου «Αγ. Ανδρέας» στον Τάραντα και στο άλλο του Grummo Appula κοντά στο Μπάρι, συντροφιά στο δεύτερο με κάπου 500 Σέρβους Αντάρτες του Μιχαήλοβιτς.
Πολλή στο δεύτερο η στέρηση και η υγρασία, τα πρωινά βγάζαμε τις κουβέρτες να στεγνώσουν και να λιαστούν· κι’ εκεί μου έκλεψαν την Ελληνική. Την βρήκα ύστερ’ από λίγες ημέρες ν’ αερίζεται, έξω απ’ άλλη σκηνή· ομοεθνής μας ο δράστης, ένας υπολοχαγός!…
Επέμενε πως ήταν δική του· «την είχε φέρει από το Μέτωπο». Έσκυψε το κεφάλι και σιώπησε, όταν του έδειξα σε μια γωνιά της τα «σημάδια» μου – ένα Στέμμα που είχα κεντήσει στον Άραξο.
Ώσπου, με την παλινόστησή μας, στις 15 Μαρτίου 1945 στην Πατρίδα, η κουβέρτα του Πατέρα εντάχθηκε πάλι στην – όση – οικογενειακή οικοσκευή.
Για ν’ αναλάβει νέον ενεργό ρόλο, ικανοποιώντας τις ανάγκες του πρωτότοκου γυιου στο νέο, το φοιτητικό του στάδιο που άρχισε στην Αθήνα· όπου και παρέμεινε το μοναδικό – αλλά και ικανοποιητικό – κλινοσκέπασμά του σ’ εκείνο το προσηλιακό και φιλόξενο φοιτητικό του δωμάτιο, στην Λαγκαδά 14 στον Βοτανικό.
Και να τον ακολουθήσει και να τον συντροφέψει στην πρώτη του επαγγελματική εξόρμηση – στο «Κτήμα Λεβίνι» – ν’ αναλάβει να ζεστάνει το αντρόγυνο που άρχισε από τα πρώτα του όνειρα.
Και να προσφέρει στην συνέχει την στοργική θαλπωρή της και στα δύο πρώτα που αποκτήθηκαν εγγόνια του Λοχαγού της Μικρασίας!… Εκείνη η – εκατόχρονη τώρα – στρατιωτική κουβέρτα.
Ναύπακτος 16/2/2020
Μπ. Κοτίνης
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»
[1] Μπ. Κοτίνη: «Οι Κοτιναίοι», σελ. 59.
[2] Μπ. Κοτίνη: «Τότε», σελ. 130.
[3] Μπ. Κοτίνη: «Τότε», σελ. 158.