Γράφει η Σπυριδούλα Πιά
Ο χειμώνας αρχίζει το Δεκέμβριο και τελειώνει το Φεβρουάριο. Στα χωριά το χιόνι ήταν πολύ, οι αγροτικές δουλειές ήταν μόνο το καλοκαίρι. Καμιά φορά το χιόνι έπεφτε απ’ το Νοέμβρη και τα πάγωνε όλα. Τα παιδιά για να πάνε στο σχολείο φορούσαν μάλλινα ρούχα που ύφαιναν η μάνα και η γιαγιά τους, στα πόδια φορούσαν τσαρούχια που έδεναν με λουριά και τα ’φτιαχνε ο παππούς τους.
Ο αέρας τους πάγωνε τη μύτη και τ’ αυτιά που ήταν κατακόκκινα. Στον ώμο είχαν μια τσάντα (υφαντό ταγάρι), κεντημένο πολύ όμορφα απ’ τη μάνα, και μέσα εκτός από τα βιβλία έβαζαν και μήλα ή ψωμί με λάδι και ζάχαρη. Καθώς το χιόνι ήταν κάτω στρωμένο, έτρεχαν και γλιστρώντας έφθαναν με γέλια και φωνές ως το σχολείο.
Απ’ το καλοκαίρι είχαν μαζέψει γέρικα δέντρα πεσμένα αποξηραμένα για καυσόξυλα, τα έφερναν πότε με τα γαϊδουράκια πότε φορτωμένες απ’ το λόγγο οι γυναίκες στην πλάτη.
Άλλα τα έκαναν κάρβουνα στα καμίνια οι καρβουνιάρηδες. Τα ξύλα τα έκαιγαν στο τζάκι που τα βράδια οι φλόγες χόρευαν προς τα μαγεμένα μάτια των παιδιών.
Τα κάρβουνα τα έβαζαν στο μαγκάλι και τι υπέροχη ζεστασιά και θαλπωρή έδιναν τις κρύες νύχτες του χειμώνα! Οι γιαγιάδες και οι μανάδες έγνεθαν και ύφαιναν, άλλοτε κεντούσαν κοντά στο τζάκι. Η γιαγιά συνήθως έγνεθε κι έλεγε παραμύθια στα μικρότερα παιδιά. Έψηναν κάστανα στη χόβολη κι όταν έρχονταν παρέες έψηναν λουκάνικα, μεζέδες, έπιναν κρασί απ’ τα δικά τους βαρέλια, έλεγαν αστεία, πειράγματα και τραγουδούσαν.
Στα πεδινά μάζευαν τα πορτοκάλια και τις ελιές και πανηγύριζαν ειδικά στο μάζεμα της ελιάς.
Κατά τα μέσα του Γενάρη ερχόταν οι καλοκαιρινές ημέρες για λίγες ημέρες, που είναι οι Αλκυονίδες ημέρες.
Αλκυονίδες λέγονται από ένα πουλί, που ο κόσμος το λέει ψαροπούλι. Έρχεται στην Ελλάδα στις αρχές του Σεπτεμβρίου και φεύγει στο τέλος του Μαρτίου. Οι Αλκυονίδες ημέρες λέγονται και μέρες των πουλιών. Είναι οι καλές ημέρες που τα ψαροπούλια ετοιμάζουν τις φωλιές τους.
Μύθος
Ο Αίολος ήταν ο θεός των ανέμων και είχε μια κόρη που την έλεγαν Αλκυόνη. Επειδή κάποτε η Αλκυόνη έδειξε ασέβεια στον πατέρα των θεών Δία μεταμορφώθηκε σε πουλί και ο Δίας την τιμώρησε να μην κλωσά την Άνοιξη τ’ αυγά της, όπως όλα τα πουλιά, αλλά το χειμώνα. Επειδή, όμως, γεννάει τ’ αυγά της στις όχθες των ποταμών και στους βράχους της θάλασσας και οι χειμωνιάτικες παγωνιές και τ’ αγριεμένα κύματα εμποδίζουν το κλώσημα και το μεγάλωμα των πουλιών της, έκλαιγε για τη συμφορά της και παρακάλεσε το Δία να τη συγχωρήσει. Ο Δίας την άκουσε και λυπήθηκε και τα μικρά πουλάκια που βρισκόταν μέσα στ’ αυγουλάκια της και της χάρισε δεκατέσσερις καλές ημέρες στα μέσα του χειμώνα, για να κλωσάει τ’ αυγά της και να βγάζει τα πουλάκια της.
Παροιμίες
― «Το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι».
― «Χιόνι του Δεκέμβρη, χρυσάφι το καλοκαίρι».
― «Αγία Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας αποκρίθηκε:
– Μάζεψε ξύλα κι άχυρα και σύρτε και στο μύλο,
γιατί Αϊ Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος.
― «Το Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει».
Χειμώνας Δεκέμβρης
Χειμώνας Δεκέμβρης
γυμνά τα κλαδιά
τα φύλλα στο χώμα
ω! τι παγωνιά!
Μικρά μου πουλάκια
μην τρέμετε τόσο!
Ελάτε κοντά μου
τροφή να σας δώσω.
Χειμώνας
Στη γη κατάλευκο απλωμένο χιόνι πολύ.
Στη γη τρέμει κουρνιασμένο κάθε πουλί.
Το ξυλιασμένο απλώνει χέρι σε μια γωνιά.
Το γεροντάκι που υποφέρει απ’ το χιονιά.
Μα εμείς κλειστά στο σπίτι τώρα και στη φωτιά
ονειρευόμαστε τα δώρα μεσ’ τα κουτιά.
Ο Βοριάς
Ο Βοριάς είναι γέρος βασιλιάς με άσπρα μαλλιά και άγριος πολύ. Το χειμώνα παλεύει με τ’ άλλα στοιχειά στις κορυφές της οξυάς (βουνό της Επίκτητης Αιτωλίας). Όταν παλεύουν οι καιροί η οξυά σείεται, μουγκρίζει, στενάζει και σκεπάζεται με χιόνια γιατί θυμώνει πάρα πολύ. Όταν παλεύει με τ’ άλλα στοιχειά τα νικάει, φεύγει και κλείνεται στο παλάτι του και ξεκουράζεται.
Το παλάτι του είναι κρυστάλλινο και όταν ανασαίνει, ο αέρας που βγάζει τα παγώνει όλα, ανθρώπους, ζώα, πουλιά. Κάποιος ήθελε οπωσδήποτε να δει το παλάτι του κατεβατού και τον κατεβατό να παλεύει με τα στοιχειά. Πήρε μαζί του ψωμί και ξύλα και ότι άλλο χρειαζόταν για ν’ ανεβεί στην οξυά τον Νοέμβρη μήνα.
Κλείστηκε σε μια σπηλιά που είναι στην ψηλότερη κορφή του βουνού. Κάθισε εκεί ως τα μισά του Μάρτη και είδε όλα όσα ήθελε να δει.
Δυστυχώς του τέλειωσαν το ψωμί και τα ξύλα, και άρχισε να φοβάται τη βουή των στοιχειών και τον χτύπο που έκαναν τα ποδοβολητά τους, οι βροντές και τ’ αστροπελέκια τ’ ουρανού και το μούγκρισμα του βουνού. Δεν είχε πια δυνάμεις και σαν ήρθε και το τέλος του Μαρτίου, τον έκανε σχεδόν ανήμπορο και του ρούφηξε το αίμα. Τότε είδε φανερά το Χάρο μπροστά του. Έπιασε μια μεριά της σπηλιάς κι έγραψε:
Είδα το πάλεμα των στοιχειών,
είδα το παλάτι του βοριά,
κι άλλο δεν φοβήθηκα
σαν του Μαρτίου τ’ απόγειο.
Ακόμα φαίνονται τα σημάδια απ’ τη σπηλιά του νικημένου ανθρώπου.
Ο Βοριάς κι ο Νοτιάς
Ο Βοριάς, ο πιο δυνατός απ’ όλους τους καιρούς βγήκε μια μέρα και ευχήθηκε μπροστά σε όλους τους καιρούς στο Νότο, στον Σορόκο και στον Μέγα, πως είχε το πιο πλούσιο, το πιο μεγαλόπρεπο και το πιο όμορφο παλάτι του κόσμου.
Ήταν ολόκληρο κρυστάλλινο και τόσο λαμπερό που ξεπερνούσε και αυτό του ήλιου. Μέσα στο δικό του παλάτι που ήταν χτισμένο στην πιο ψηλή κορφή του βουνού, στην Οξυά, κανείς δεν μπορούσε να τον απειλήσει, δεν φοβόταν κανένα απ’ τ’ άλλα στοιχειά. Ήταν φτιαγμένο πολύ γερό, γιατί τα κρύσταλλα ήταν θεόρατα, όλα από χαλάζι και χιόνια και τίποτε δεν άντεχε μόνον δύο λεύκες.
Μα σαν τον άκουσε ο Νότος, πήγε και φύσηξε απαλά, χαϊδευτικά, ζεστά και το παλάτι του έλιωσε και δεν απόμεινε τίποτα απ’ αυτό μόνον οι δύο λεύκες. Ο Βοριάς στενοχωρήθηκε τόσο πολύ που έκλαψε πικρά!!!
Τα δάκρυα του κύλησαν στις πλαγιές του βουνού και φύτρωσε μια οξυά κι ύστερα άλλες πολλές κάτω στο ρέμα. Ο Εύηνος που τρέχει … τρέχει… από τότε το χωριό λέγεται Λεύκα. Από δύο λεύκες που φύτρωσαν αργότερα, τα δύο χωριά ονομάστηκαν «Άνω Λεύκα» και «Κάτω Λεύκα».
Δήμος Αποδοτίας Κράβαρα Ρούμελη
Ορεινή Ναύπακτος
*η Σπυριδούλα Πιά, που έφυγε από κοντά μας πριν από λίγες ημέρες, είχε φροντίσει, ως μία από τις πλέον συνεπείς συνεργάτιδες της «ε» να μας αποστείλει κάποια κείμενα για τη δημοσίευσή τους. Χρέος μας να ολοκληρώσουμε την αποστολή μας, που δεν είναι από το να φτάσουν σε εσάς.