Γράφει ο Πέτρος Πιτσιάκκας
Σε καιρούς δίσεκτους είναι απαραίτητο να γυρίζουμε πίσω στην ιστορία μας, να διδασκόμαστε απ’ αυτή και να αντλούμε δύναμη, θάρρος και καρτερία Η διατήρηση της ιστορικής συνείδησης είναι η έσχατη πράξη αντίστασης μέσα στην γενική παρακμή. Οι λαοί που δεν έχουν μνήμη δεν έχουν και μέλλον. Η 9η Ιουλίου 1821 είναι χαραγμένη, στις σελίδες της ελληνικής ιστορίας, με το αίμα της θυσίας του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, των επισκόπων και των προκρίτων της Κύπρου.
Ο Κύπρου Κυπριανός (1756-1821) είναι μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες της Εκκλησίας της Κύπρου και έχει γαλουχηθεί στα πνευματικά νάματα της ορθόδοξης πίστης και πνευματικότητας. Μία από τις πρώτες ενέργειες του Κυπριανού, ως αρχιεπίσκοπος, ήταν η ίδρυση σχολείου ελληνικών γραμμάτων (Ελληνική Σχολή, το σημερινό Παγκύπριο Γυμνάσιο), για να διδάσκονται οι νέοι «την πάτριον πίστιν», με στόχο «τη διάσωση του Ρωμιού, του ορθόδοξου ενχριστοποιημένου Έλληνα». Με εγκυκλίους προτρέπει το ποίμνιο του, το παρηγορεί, το συμβουλεύει και το κατευθύνει με στόχο τη σωματική και την πνευματική του υγεία. Μυείται στη Φιλική Εταιρεία και υποστηρίζει την επανάσταση στην Ελλάδα, με την προσφορά χρημάτων και τροφίμων.
Αποκορύφωμα της προσφοράς του, η θυσία του, την 9η Ιουλίου 1821. Οι Τούρκοι, στην κληρικολαϊκή συνέλευση, που συγκάλεσαν στη Λευκωσία, κάλεσαν τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, όπως διηγείται ο Άγγλος περιηγητής John Carne, να ασπαστεί το μωαμεθανισμό και να του χαρίσουν τη ζωή. O αρχιεπίσκοπος δείχνοντας την άσπρη γενειάδα του απάντησε: «Υπηρέτησα τον Ύψιστο ως επίσκοπος του ποιμνίου τούτου επί 50 έτη, δεν μπορώ να φανώ αγνώμων και να αρνηθώ το όνομα αυτού». Ζήτησε λίγο χρόνο να προσευχηθεί, έκανε το σταυρό του και αναφώνησε: «Τέκνα σας έδωκα παράδειγμα». Μέχρι να τελειώσει, οι Τούρκοι είχαν αποκεφαλίσει τους μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθο, Κιτίου Μελέτιο και Κυρηνείας Λαυρέντιο. Στη συνέχεια εκτέλεσαν και τον ίδιο διά απαγχονισμού. Ακολούθησαν σφαγές προκρίτων και λαϊκών.
Με τη θυσία του ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός ασφάλισε το γένος του στην πίστη του Χριστού, έγινε πρότυπο προς μίμηση και διαιώνισε, διαχρονικά, στο λαό το ρωμαίικο του ήθος. Ταυτόχρονα, διέσωσε την αξιοπρέπεια της Ρωμιοσύνης, της ελληνορθόδοξης ταυτότητας των Κυπρίων. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του, απευθυνόμενα, προς τον τούρκο διοικητή Κιουτσούκ Μεχμέτ, όταν ο τελευταίος ανακοίνωσε την καταδικαστική του απόφαση: «Η Ρωμιοσύνη εν (είναι) φυλή συνότζιαιρη (συνομήλικη) του κόσμου, κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ιξηλείψη (ξεκάνει), κανένας, γιατί σιέπει (σκεπάζει) την που τάψη (από ψηλά) ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη εν να (θα) χαθή όντας ο κόσμος λείψη» (Βασίλης Μιχαηλίδης: «Η 9η Ιουλίου εν Λευκωσία (Κύπρου)»).
Ο Κυπριανός ακολουθεί το δρόμο των προγενέστερων αυτού ηρώων, της πίστεως και της πατρίδας, και τους μιμείται επάξια. Στο πρόσωπο του, οι υπόδουλοι Έλληνες της Κύπρου έβλεπαν τον ανιδιοτελή ποιμενάρχη, το στοργικό τους πατέρα και, προπάντων, τον γνήσιο ορθόδοξο Έλληνα χριστιανό, που μαρτύρησε για το Χριστό. Το μαρτύριο και η μαρτυρία του έσπασαν το φράγμα του χώρου και του χρόνου και μεταλαμπαδεύονται, από γενιά σε γενιά, σε όλο τον ελληνισμό.