6.6 C
Nafpaktos
Monday, November 25, 2024
spot_img
spot_img

Λαογραφικά & ιστορικά της Ρούμελης: Ο τρόπος ανακάλυψης του νερού

spot_img

Γράφει η Σπυριδούλα Πιά

Η αναζήτηση του νερού δεν ήταν εύκολο πράγμα. Η πείρα κάποιων ανθρώπων, «των υδροσκόπων» όπως λέγονταν, επειδή ζούσαν κοντά στη φύση είχαν τη δυνατότητα ν’ ανακαλύψουν διάφορους τρόπους ανεύρεσης νερού. Ένας τρόπος ήταν όταν εύρισκαν αρκετή χλωρίδα, αέρα και κάποια πετρώματα, εκεί ανακάλυπταν νερό. Ένας δεύτερος τρόπος των υδροσκόπων ήταν, ότι άκουγαν τη ροή του νερού υπόγεια (στη γη) είτε από κραδασμό του εδάφους, είτε από τη βοή του. Ένας τρίτος τρόπος ήταν όταν τα ζώα ήταν πολύ διψασμένα, τα παρακολουθούσαν που πήγαιναν να βρουν νερό. Τα τάιζαν με περισσότερο κριθάρι, ώστε να διψάσουν πολύ και να πάνε ν’ ανακαλύψουν νερό.

Στην αρχαιότητα ονομάζονταν «υδροφάντες». Οι υδροφάντες ανακάλυπταν νερό, με την οπλή του αλόγου, που χτυπούσε σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο κι από εκεί, ανακάλυπταν ότι ξεπηδούσε νερό. Άλλες φορές έβρισκαν νερό τυχαία μετά από βροχές. Όταν σταματούσαν οι βροχές, σε κάποια σημεία εξακολουθούσαν να τρέχουν νερά, έτσι ανακάλυπταν καινούριες πηγές. Το νερό σήμερα μας φαίνεται πολύ απλό, που το έχουμε μάλιστα και μέσα στο σπίτι μας. Την παλιά εποχή οι άνθρωποι δεν είχαν νερό στο σπίτι τους και έκαναν αρκετό δρόμο, πολλές φορές, να πάνε σε κάποια πηγή ή κάποια βρύση, αν δεν είχε βρύση το χωριό. Φορτώνονταν στην πλάτη ένα ξύλινο βαρελάκι ή με στάμνες έφερναν νερό στο σπίτι. Τις κουβέρτες, το ρουχισμό των σπιτιών τα έπλεναν αρχικά στα ρέματα, αργότερα έκαναν τη σκάφη από κορμούς δέντρων. Έσκαβαν ένα μέγεθος ενός κορμού και γινόταν η σκάφη, μετά ανακάλυψαν τη λαμαρένια σκάφη. Μέσα στη σκάφη πλένονταν, πρώτα τα παιδιά που τα έπλεναν οι γονείς, που ζέσταιναν νερό στη φωτιά και κατόπιν πλένονταν.

Το νερό είναι πηγή ζωής, το πιο πολύτιμο αγαθό και πολλές φορές κυρίως για το πότισμα των ζώων ή των χωραφιών, γίνονταν μεγάλοι καβγάδες, με ακραίες καταστάσεις. Πολλές φορές ο ισχυρός που ανακάλυπτε τη γη, το κρατούσε κρυφό μόνο για δική του χρήση. Δεν άφηνε κανέναν να πάρει νερό, αν βρισκόταν κάποιος το ίδιο ισχυρός, έπαιρνε το νερό και το έδινε και στους άλλους.,

Ακριβώς γιατί το νερό ήταν τόσο πολύτιμο. Το φύλαγαν Δράκοντες, Λάμιες, στα ρέματα λούζονταν οι Νεράιδες και κανένας δεν μπορούσε να πλησιάσει, οι Νεράιδες του ’παιρναν τη μιλιά. Ο Δράκος άλλοτε άφηνε το νερό να ποτίσουν και να πιουν για λίγες ημέρες και μόνον αν έτρωγε ανθρώπινο κρέας, που σημαίνει ότι προκειμένου να έχουν νερό, γίνονταν ακόμη και ανθρωποθυσίες, για να εξευμενίσουν το στοιχειό και να αφήσει το νερό. Μόνο ο δυνατός μπορούσε με το σπαθί του να εξουδετερώσει τον Δράκοντα και να πάρει το νερό.
Σε πολλά παραμύθια, ο Βασιλιάς για να δώσει την κό
ρη του στον γαμπρό, που ήταν όμορφη και καλή, έπρεπε να είναι δυνατός και να κάνει κάποιο μεγάλο κατόρθωμα με το νερό. Άλλες φορές για ν’ αφήσει ο Δράκος το νερό απ’ το πηγάδι, την πηγή ή την βρύση, έπρεπε να θυσιάσει ο Βασιλιάς την μοναχοκόρη του. Συχνά βλέπουμε ότι και μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, υπήρξαν ανθρωποθυσίες. Όπως είναι ο μύθος του Αη-Γιώργη και της Βασιλοπούλας.

Ο Άγιος Γεώργιος σκότωσε το Δράκο και ελευθέρωσε την όμορφη Βασιλοπούλα.

― Άγιε Γιώργη αφέντη μου Καβαλάρη
Άγγελος είσαι στη θωριά και Άγιος στη Θεότη.
Παρακαλώ βοήθει μου άγιε στρατιώτη,
από το άγριο θεριό και Δράκοντα μεγάλο,
όπου τον πήγαιναν άνθρωπο κάθε πρωί και ώρα
κανένανε δεν άφηνε νερό να πιει στη Χώρα.

Στα μάρμαρα του πηγαδιού δέσαν’ την αλυσίδα
κι εδέσανε την όμορφη κι άτυχη κορασίδα.
Κι ο Άη Γιώργης εβουλήθηκε να πάει να την σώσει
κι απ’ το άγριο θεριό, να την ελευθερώσει.

Οι αρχαίοι Έλληνες τιμούσαν τους δυνατούς, αυτούς που κατάφερναν να εξολοθρεύσουν τις μολύνσεις στο νερό ή τους προστάτευαν από φίδια. Η ίδρυση πηγαδιού ή βρύσης από κάποιον ήταν ένα πολύ μεγάλο έργο. Στη βρύση έγραφαν τ’ όνομά του, τον κτήτορα και τον θεωρούσαν ευεργέτη τους. Υπάρχουν ακόμη βρύσες σε χωριά και πόλεις με ονόματα και επιγραφές. Στα Κράβαρα, όταν λούζονταν έκαιγαν ένα μάλλινο κομμάτι στη φωτιά, κι όταν γινόταν (σκρούμπος) σκληρό αποκαΐδι, το έδεναν στην άκρη στο μαντήλι τους, για να τις προστατεύει, (σαν είδος φυλαχτού μετά το λούσιμο).

Των Φώτων ο Ιερέας αγιάζει με τον Σταυρό τα νερά. Πετάει το Σταυρό στη θάλασσα ή σε πηγή ή στη λίμνη κ.λπ. και επιβραβεύεται όποιον πέσει στα νερά και πιάσει το Σταυρό. Ο Σταυρός διώχνει τα καλικαντζαράκια που έρχονται το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων απ’ τον Κάτω Κόσμο στον επάνω και μπαίνουν στα σπίτια και κάνουν πολλές ζημιές, πολλές σκανταλιές.

Στη Ναύπακτο τους λένε Παγανά (πιθανόν προέρχεται από το όνομα του θεού Πάνα, αρχαίου Θεού τραγοπόδαρου, Θεού της γονιμότητας). Λένε πως μπαίνουν στα σπίτια τους από το τζάκι κι από τις τρύπες και ρίχνουν νερό σε αλεύρι. Μα σκιάζονται τη φωτιά και κυνηγάνε τη στάχτη. Γι’ αυτό η στάχτη που μένει απ’ τα παγανά είναι οργισμένη και δεν πρέπει να την βάλει στην πλύση (πλύση στην πλύση που έκαναν στην σκάφη, έβαζαν στάχτη και έκαναν την αλισίβα νερό που έπλεναν και καθάριζε πολύ καλά τα ρούχα), αλλά έπρεπε να την πετάς μακριά, όσο καιρό είναι αυτά στον επάνω κόσμο, ώσπου να φύγουν να πάνε στον Κάτω Κόσμο στην οργή και στην κατάρα.

Και εκεί σαν κατεβαίνουν τα παγανά αρχίζουν να πελεκάνε με τα δόντια τους και με τα τσεκούρια τους, τρεις κολόνες που βαστάνε τον κόσμο, θέλουν να τις γκρεμίσουν και να χαλάσουν τον κόσμο. Τις πελεκάνε όλο το χρόνο, ώσπου κουρασμένα αφήνουν μια τρίχα μοναχά, να ανασάνουν, μα ο Θεός τους δίνει οργή και τους αποκαρώνει, και παίρνουν πάλι χόνδρο οι κολόνες και ξαναγεμίζουν κι έτσι ο κόσμος δεν χαλάει. Τα παγανά θυμώνουν κι απ’ το πείσμα τους πιάνονται και τρώγονται αναμεταξύ τους.

Όποιον πιάσει ο Καλικάντζαρος τον βάζει στον ώμο του και τρέχει και φωνάζει:
Δείξε μου επτά πηγάδια,
μη σε ρίξω στα Λανάρια.
Κι όταν ο άνθρωπος δείξει επτά πηγάδια, τον αφήνει ελεύθερο.

Στη Λιβαδειά, οι Καλικάντζαροι είναι ψηλοί, μαύροι και μαλλιαροί. Έρχονται το δωδεκαήμερο και κατεβαίνουν από το τζάκι και κάνουν πολλές ζημιές.

Η Μάρω κι ο Καλικάντζαρος
Με νερό κινούνταν και οι αλευρόμυλοι. Στην Καρδίτσα παραμονές Χριστουγέννων δεν έβγαιναν από τα σπίτια τους, γιατί έβγαινε ο Παγανάς ο μεγάλος ο Κουτσός (ο Καλικάντζαρος) με όλα τα φουσάτα του (τον στρατό του).

Μια φορά ένα κορίτσι που η μητριά του δεν το αγαπούσε καθόλου το έστελνε και έκανε όλες τις δουλειές. Τα Χριστούγεννα το έστελνε ν’ αλέσει στο Μύλο, ν’ αλέσει για να πάνε τα Παγανά να της κάνει κακό. Το κορίτσι πήγε στο μύλο και άλεθε μοναχή της. Εκεί που άλεθε έρχεται ο Παγανός και ήθελε να την πάρει γυναίκα του.

Η Μάρω, έτσι ήταν τ’ όνομα της, τί να κάνει; Φοβήθηκε και του λέει:
― Πολύ καλά, κι εγώ σε θέλω για άνδρα μου, αλλά για να γίνω νύφη θέλω να μου φέρεις σκουλαρίκια, βραχιόλια, φορέματα, αλλιώς δε γίνεται. «Ακούς;» και ο Παγανός της λέει: «Αμέσως να σου τα φέρω». Και φεύγει, πάει σ’ όλα τα εργαστήρια και τα σπίτια να μαζέψει λογιών-λογιών στολίδια, η Μάρω είχε αλέσει όλο το καλαμπόκι και το είχε έτοιμο. Ο Παγανός της έφερε όλα τα στολίδια και τότε εκείνη του λέει πάλι να πάει να της φέρει μια γούνα άραφη. Ώσπου να πάει να τη φέρει ο Παγανός, η Μάρω φόρτωσε το καλαμπόκι στο άλογο κι όλα τα στολίδια και κρύφτηκε ανάμεσα στα σακιά και πήγαινε σπίτι της. Γυρίζει ο Παγανός δε βρίσκει τη Μάρω στο μύλο, δεν κατάλαβε ότι ήταν ανάμεσα στα σακιά. Κοιτάζει στα καπούλια να τη βρει. Το άλογο τρόμαξε, του δίνει μια κλωτσιά και του τσάκισε το πόδι, κι από τότε τον έλεγαν Κουτσό, Μεγάλο ή Παγανό. Η Μάρω γλίτωσε και πήγε σπίτι της, πριν λαλήσει ο πετεινός με όλα τα χαρίσματα του Παγανού.

Οι Νεράιδες, οι αδελφάδες του Μέγα Αλεξάνδρου
Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κυρίευσε όλον τον κόσμο πήγε και εκεί που βγαίνει το αθάνατο νερό.
Πήρε δύο λαΐνια για να πιει και να λουστεί και να γίνει αθάνατος. Ήπιανε απ’ αυτό και λουστήκανε και οι δυο αδελφάδες του Μέγα Αλεξάνδρου και σηκώθηκαν αμέσως στον αγέρα, έγιναν αερικά και από τότε είναι Νεράιδες. Οι Νεράιδες οι αδελφές του Μέγα Αλεξάνδρου δεν πειράζουν κανέναν, αλλά κάθε χρόνο γυρίζουν στα χωριά και μαζεύουν καμιά κουτσή, καμιά κουφή και την κάνουν Νεράιδα. Αυτές οι Νεράιδες δουλεύουν γι’ αυτές, κι έτσι οι Νεράιδες φουσάτα μεγάλα. Αυτές οι Νεράιδες πειράζουν τους ανθρώπους. Αν κάποιος περάσει από εκεί που βρίσκονται το μεσημέρι ή τα μεσάνυχτα, αυτές οι Νεράιδες του κάνουν πολύ κακό, εκτός αν προλάβει και φωνάξει: «Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος. Ζει και βασιλεύει».

Στη Λιβαδειά την παραμονή των Φώτων το πρωί, οι άνθρωποι παίρνουν στάχτη και την σκορπίζουν τριγύρω στα σπίτια, για να φύγουν οι Καλικαντζαραίοι και να μην ξαναπατήσουν. Τους διώχνει ο παπάς που ’ρχεται να αγιάσει τα σπίτια και αυτοί λένε ο ένας στον άλλον:

Σηκωθείτε για να φύγουμε
κι έρχεται ο Παπάς
ο Παπάς με αγιασμό
και η Παπαδιά με τη βρεχτούρα!

Σπυριδούλα Πιά 

Λαογραφικό Μουσείο «Ιωάννης Φαρμάκης»
Αποδοτίας – Ορεινής Ναυπακτίας

spot_img
Newspaper WordPress Theme
spot_img
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme

Περισσότερα

Newspaper WordPress Theme