Γράφει η Σπυριδούλα Πιά
Στη Ναύπακτο. 26 Οκτωβρίου του Αγίου Δημητρίου, γινόταν μεγάλη ζωοπανήγυρις. Τα ετήσια πανηγύρια ήταν κι εδώ όμοια με όλης της Ρούμελης. Άρχιζαν πολλές ημέρες πριν, έβρισκαν τον αναγκαίο χώρο για την κατασκευή παράγκας. Η μεταφορά των εμπορευμάτων τότε δεν γινόταν με το αυτοκίνητο, γιατί δεν υπήρχε. Ερχόταν από απέναντι απ’ την Πάτρα κ.λπ., με πλοίο της γραμμής, που περνούσε δύο τρεις φορές την εβδομάδα, ακολουθούσε εκφόρτωση σε καΐκια και εν συνεχεία εκφόρτωση στην αποβάθρα. Τέλος, γινόταν η φόρτωση στα κάρα για να καταλήξουν στον προορισμό τους. Όλο το διάστημα του πανηγυριού, έπαιρνε μέρος όλη η πόλη, οι νέοι ιδιαίτερα, που δεν είχαν άλλη ψυχαγωγία, συνωστίζονταν στο χώρο του πανηγυριού όπου έκαναν σκοποβολή ή έπαιζαν λοταρία και έπαιρναν κάποια γλυκίσματα συνήθως μαλλί της γριάς και τα κοκοράκια, κόκκινα γλειφιτζούρια με γεύση κανέλας σε ξυλάκι. Μόλις άρχιζε το πανηγύρι δινόταν συνήθως γιορταστικό τόνο, το ίδιο βράδυ.
Φώτιζαν οι κρεμασμένες λάμπες και οι ασετιλίνες, όπως και το τετράστιχο του μπάρμπα Νικολάκη (γραφικού τύπου της πόλης) που διαφήμιζε:
Έλα κι εσύ Σωτήρη
μην κάνεις τον μπατίρη!
Να πάρεις το «μαλλάκι»
του μπάρμπα Νικολάκη.
Η εμποροπανήγυρη εκτός από τις εκδηλώσεις και τη γοητεία της, τους οικονομικούς, θρησκευτικούς και ψυχαγωγικούς λόγους που την περίμεναν, είχε κι έναν πρόσθετο: έρχονταν από την ξενιτιά να επισκεφθούν οι συγχωριανοί τους το πατρικό τους σπίτι. Η αναμονή αυτή ήταν το αναμμένο δαυλί που σκεπασμένο από τη στάχτη, συντηρεί τη ζεστασιά, τη θαλπωρή της αγίας επιστροφής. Είναι το ίδιο συναίσθημα της ομηρικής εποχής, που ο Οδυσσέας θέλει επίμονα ν’ αντικρύσει «καπνόν αναθρώσκοντα» αυτόν της πατρικής εστίας.
Μια άλλη επιθυμία ήταν να πάνε να προσκυνήσουν τον Άγιο Δημήτριο, να ακούσουν τις καμπάνες του, όπως έκανε όλα τα χρόνια που ήταν παιδί στη γιορτή του… Οι νοικοκυρές καθάριζαν τα σπίτια τους, γυάλιζαν τα χαλκώματα, άσπριζαν τις αυλές, έστρωναν τα σπίτια με όμορφα υφαντά «κιλίμια» και τους διαδρόμους και τις σκάλες με τις στενόμακρες πλουμιστές κουρελούδες που ύφαιναν. Κρεμούσαν στους τοίχους τις «πάντες», ετοίμαζαν τα γλυκά του κουταλιού, σταφύλι με αμπαρόριζα, κυδώνι, αμύγδαλο κομμένο, το ραβανί καθιερωμένο για τα παιδιά, χαλβά του κουταλιού, έβγαζαν απ’ τις ντουλάπες τα χειμωνιάτικα ενδύματα, γιατί σε λίγο θα άρχιζαν οι βροχές και τα κρύα. Κι οι μανάδες με λαχτάρα περίμεναν τον ταχυδρόμο μήπως και φέρει κάποιο γράμμα απ’ τους ξενιτεμένους.
Την παραμονή το πρωί έκαναν επισκέψεις, όλα τα σπίτια τις ημέρες του πανηγυριού, ήταν ανοιχτά με στρωμένο τον καναπέ και το γλυκό στην κούπα. Η ζωοπανήγυρη γινόταν στον παραλιακό δρόμο, λίγο έξω από το Γρίμποβο. Οι μικροπωλητές των απαραίτητων για τα νεοαγοραζόμενα ζώα, περίμεναν τους πελάτες, με σαμάρια, καπίστρια, γκέμια, παρωπίδες, σέλες κ.λπ.. Ξεκινούσαν συνήθως από τα γύρω χωριά με τα ζώα τους, για να είναι νωρίς στην ζωοπανήγυρη. Σέρνοντας τ’ άλογα, τα μουλάρια, τα γαϊδούρια, τα βόδια και οδηγώντας τα με λίγο χόρτο, τριφύλλι ή καλαμπόκι που κρατούσαν.
Έρχονταν ακόμη ζωέμποροι και κρεοπώλες που ακροβολίζονταν στις εισόδους της πόλης για να δουν το εμπόρευμα και να το καθορίσουν, με πλήθος προσφορές στις τιμές. Δεν έλειπαν ποτέ και οι έμποροι που καβάλα στο άλογο τους, έσερναν τ’ άλλα δεμένα στη σειρά. Αυτοί ήταν επαγγελματίες έμποροι κυρίως των αλόγων. Που περιποιημένα στη χαίτη και την ουρά, τα παρουσίαζαν για να πείσουν ή να παραπλανήσουν τον αγοραστή. Αυτοί λέγονταν και (Τσαμπάσηδες). Πολλές φορές η παραπλάνηση γινόταν και με ισχυρά ναρκωτικά που έδιναν στο ζώο που ήταν άγριο, ή καυτηρίαζαν τα δόντια του με νιτρικό άργυρο, για να κρύψουν την ηλικία τους.
Άλλες φορές με διάφορους τρόπους άλλαζαν τ’ άλογό τους μ’ αυτό του πωλητή κι ο πωλητής κατέβαλε πανωτίμι.
Δεν έλειπαν κι οι Τσασήδες, ανάλογο είδος εμπόρων για τ’ άλογα με ανάλογους τρόπους κατόρθωναν να αποκρύπτουν την ηλικία των αλόγων ή να εξακριβώνουν τα πραγματικά στοιχεία του ζώου, έναντι αμοιβής. Τα μικρά ζώα, αρνιά, κατσίκια, αγοράζονταν σε μεγάλο αριθμό από χονδρεμπόρους της Πάτρας και της Αθήνας.
Κατά τη μεταφορά τους φορτώνοντας τα καΐκια για να έρθουν στην Ναυπακτία τα ζώα δεν έμπαιναν εύκολα στα καΐκια και ο τρόπος ήταν τραγικός που αντιμετωπίζονταν.
Η ζωοπανήγυρη σιγά-σιγά περιοριζόταν, ώσπου καταργήθηκε.
Ο τρόπος ζωής, η αλλαγή του εμπορίου, η είσοδος μηχανικών μέσων στις καλλιέργειες, οι συγκοινωνίες, έδωσαν τη χαριστική βολή.
Λείπουν πια οι πρώτες γραφικές εικόνες, από τις κρεμασμένες πολύχρωμες φλοκάτες, τις βελέντζες και τα κιλίμια.
Η ανάπτυξη του βιομηχανικού εμπορίου έφερε την εμποροπανήγυρη σύμφωνα με τις σημερινές ανάγκες.