Wednesday, February 5, 2025
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Ορφέας Χαραλαμπόπουλος: «Υπάρχει ο τρόπος να αλλάξει ένας άνθρωπος»

spot_img
spot_img
- Advertisement -

Ο Ορφέας Χαραλαμπόπουλος, συγγραφέας του βιβλίου «Ψυχορραγία» μιλά στην «ε»

 Ο Ορφέας Χαραλαμπόπουλος μας δίνει το δεύτερό του μυθιστόρημα, με τίτλο «Ψυχορραγία» και μας παίρνει μαζί του σε ένα αγωνιώδες ταξίδι ανελέητου κυνηγητού. Σήμερα μας μιλά στην «ε» γι’ αυτό, για τους βασικούς πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίχτηκε η ιστορία που διηγείται, για τα μηνύματα που θέλει να περάσει, το ρατσισμό και την αστυνομική βία, για την ανάγκη της συγγραφής, αλλά και για τον πήχη που σε κάθε βιβλίο μπαίνει ακόμα πιο ψηλά.

 

Και μετά το πρώτο μυθιστόρημα «Ανθρώπων δέρμα», κρατάμε στα χέρια μας το δεύτερο με τίτλο «Ψυχορραγία». Η συγγραφή είναι μάλλον για σένα μια ανάγκη καταρχάς έμφυτη, η οποία στο χρόνο παραμένει αναλλοίωτη. Γράφεις για να…  πώς θα συμπλήρωνες την πρόταση;

Η συγγραφή είναι, πολύ σωστά, έμφυτη ανάγκη. Και νομίζω αυτό ισχύει για όλους τους συγγραφείς. Ή, τουλάχιστον, έτσι πρέπει να γίνεται, ειδικά για ένα μυθιστόρημα αγωνίας.

Ίσως ακουστεί κάπως βαρύγδουπο, αλλά πρέπει να προσθέσω ότι η συγγραφή είναι μια απόλαυση δίχως όρια. Ναι, δίχως όρια. Επειδή αν και στο μυαλό του συγγραφέα έχει καταρτιστεί ένα σενάριο με αρχή μέση και τέλος, πολύ συχνά μια καινούργια ριζοσπαστική ιδέα έρχεται να καταστρατηγήσει το σενάριο, να ανατρέψει την πορεία των πραγμάτων και να επιβάλει έναν άλλο δρόμο πιο συναρπαστικό. Και τότε η ιστορία είναι σε θέση να προσφέρει στον δημιουργό μια βαθιά ικανοποίηση και την αίσθηση ότι εντάσσεται κι ο ίδιος σε έναν ξεχωριστό κόσμο, στον οποίο θέτει τις δικές του σταθερές και αντιλήψεις. Με δύο λόγια, γράφοντας, επιλέγει να διαμορφώνει ένα νέο, ιδιαίτερο περιβάλλον, στο οποίο, ανάλογα με την αξία του βιβλίου, ο ίδιος αλλά και αρκετοί αναγνώστες θα ήθελαν να συμμετάσχουν.

Ίσως χρησιμοποίησα αρκετές λέξεις, για να εκφράσω αυτό που οι περισσότεροι ντρεπόμαστε να ομολογήσουμε, αλλά δεν είναι ψέμα: Κατά μία έννοια νιώθουμε ότι ζούμε μέσα από τη συγγραφή.

 

Περίγραψέ μας, ως μια μικρή εισαγωγή, τι θα συναντήσει κανείς στο νέο σου βιβλίο. Το σκηνικό σίγουρα παραμένει σκοτεινό, όπως στο πρώτο βιβλίο…

Πρόκειται για μια ιστορία ανελέητης καταδίωξης που διαδραματίζεται στον Βόλο. Ανέκαθεν λάτρευα τα σενάρια καταδίωξης και ήθελα κάποια στιγμή να δοκιμάσω κι εγώ κάτι παρόμοιο. Εννοώ ένα διαρκές κυνηγητό, ένα παιχνίδι με τον χρόνο, μια ιστορία στην οποία η ένταση θα συντηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Υπάρχουν όμως ιδιαιτερότητες σ’ αυτή την ιστορία, όπως υπάρχουν και πλαίσια. Καταρχάς εδώ ο ήρωας δεν είναι ο συμπαθής τύπος του πρώτου βιβλίου. Κάθε άλλο… Επίσης η κορύφωση δεν συμβαίνει μόνο στο τέλος. Είπαμε, η δράση σ’ αυτό το εγχείρημα όφειλε να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πλοκής. Μπορώ ακόμα να προσθέσω ότι, πιθανόν επειδή με βασάνισε ο πειρασμός να χτυπήσω το θέμα του ρατσισμού και της αστυνομικής βίας, κάπου έπιασα τον εαυτό μου να αλλάζει ρότα και να υφαίνει διαφορετικές από τις προκαθορισμένες σκέψεις. Για κάποιους ίσως πιο ακραίες. Μπορεί. Δεν ξέρω σε ποιο βαθμό υπερέβην τα εσκαμμένα, όμως σίγουρα υπάρχουν σημαντικές καινοτομίες στην ιστορία. Τέλος, αφού εμπλούτισα το σενάριο με το στοιχείο του φανταστικού, πρόσθεσα λίγο ζόφο και φυσικά φρόντισα να μείνω συνεπής στο στοιχείο της δράσης σε όλη τη διάρκεια του έργου.

 

Από την αρχή έως το τέλος της μια ιστορία με φανταστικά γεγονότα ή υπάρχει και δόση αλήθειας σε πρόσωπα ή γεγονότα;

Η ιστορία είναι προφανώς προϊόν μυθοπλασίας και ως εκ τούτου τα γεγονότα είναι φανταστικά. Ούτε λίγο ούτε πολύ, το σενάριο μιλάει για τη συνύπαρξη δυο ανθρώπινων ψυχών σε ένα υλικό σώμα, πράγμα που δεν θα μπορούσε να ισχύσει ποτέ ή να στηριχθεί με κάποιο ρεαλιστικό τρόπο. Κάπου εδώ όμως τελειώνει το φανταστικό μέρος της υπόθεσης, η παραδοχή του αλλόκοτου δηλαδή, και ξεκινά ο ρεαλισμός.

Ένας άνθρωπος παλεύει να βρει την αλήθεια, διεκδικεί τη χαμένη ζωή του πίσω, ενώ ταυτόχρονα καταδιώκεται από ανθρώπους του Νόμου. Κι επειδή το χρώμα του δέρματός του είναι μαύρο, θα υποστεί ένα σωρό βασανισμούς από αυτούς τους ανθρώπους, σε μια κατά τα άλλα πολιτισμένη κοινωνία, θα περάσει τα πάνδεινα.

Πώς είπατε; Ότι αυτά συμβαίνουν συχνά στη χώρα μας, κοντά μας ή ακόμα και δίπλα μας; Ακριβώς.

Το βιβλίο λοιπόν, όπως έγραψα, μπορεί να είναι προϊόν μυθοπλασίας, αλλά οι χαρακτήρες, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, είναι πέρα για πέρα αληθινοί. Προσέξτε, οι χαρακτήρες, όχι τα πρόσωπα καθαυτά. Αληθινοί. Και περίπου έτσι είναι ο κόσμος και αυτή είναι η ζωή, είτε το θέλουμε είτε όχι.

 

Από τη Ναύπακτο, ως τόπο ιστορίας του πρώτου βιβλίου, μεταφερόμαστε αυτή τη φορά στον Βόλο. Κι αν η Ναύπακτος είναι λογική επιλογή, μιας και εδώ ζεις, ο Βόλος πώς προέκυψε;

Η Ναύπακτος δεν είναι απλώς το μέρος που γεννήθηκα και μεγάλωσα, αλλά ο τόπος που λατρεύω να ζω. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να μην αφιερώσω το πρώτο μου βιβλίο σ’ αυτή την πόλη. Όμως στο σημείο αυτό πρέπει να προβώ σε μια αποκάλυψη· το βιβλίο που αρχικά προκρίθηκε προς έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Πηγή, δεν ήταν το «Ανθρώπων δέρμα», αλλά κάποιο άλλο που αναφέρεται σε τεχνητή νοημοσύνη και διαδραματίζεται στην Αμερική. Προκρίθηκε λοιπόν απ’ αυτούς, αλλά… απορρίφθηκε από εμένα! Φαίνεται παράλογο; Συμφωνώ. Ίσως είναι. Όμως δεν μπορούσα να φανταστώ το πρώτο βιβλίο που θα εξέδιδα να μην αναφερόταν στη Ναύπακτο. Ζήτησα λοιπόν μια προθεσμία τριών μηνών για να δώσω σαν αντιπρόταση το «Ανθρώπων δέρμα», που είχα ήδη στα σκαριά. Η συγγραφική μου ικανότητα δεν αρκεί για να περιγράψει τα συναισθήματά μου, τη μέρα που με πήραν να μου πουν ότι πληρούσε τις προδιαγραφές τους κι ότι θα προχωρούσαν σε έκδοση.

Ο Βόλος, από την άλλη, είναι μια πανέμορφη πόλη την οποία είχα την ευκαιρία να ζήσω για πέντε χρόνια λόγω σπουδών. Μόνο ευχάριστες αναμνήσεις έχω από εκεί, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που επέλεξα την πόλη για τη δεύτερη ιστορία μου. Ήταν οι ανάγκες του σεναρίου που απαιτούσαν κάτι μεγαλύτερο από τη Ναύπακτο, κι ήταν φυσιολογικά το πρώτο μέρος που μου ήρθε στο μυαλό, λόγω εξοικείωσης με την περιοχή.

 

Επιλέγεις να θίξεις, μέσω της ιστορίας που διηγείσαι, σημαντικά κοινωνικά ζητήματα, όπως ο φυλετικός ρατσισμός και η αστυνομική βαρβαρότητα. Εν έτει 2023, έχουμε ακόμα τέτοιες ανοιχτές πληγές ως κοινωνία…

Ο φυλετικός ρατσισμός και η αστυνομική βαρβαρότητα δεν λογαριάζουν τόπους, χρόνους, ηλικίες. Πολλά έχουν γραφτεί για τις ανισότητες, για το δίκιο και το άδικο σε κάθε περίπτωση, κι όλα καταλήγουν στην καταδίκη του ρατσισμού και στον καυτηριασμό της αστυνομικής βαρβαρότητας. Και τι; Τίποτα. Επειδή δεν αρκούν τα λόγια. Θαρρείς πως τα νοήματα μένουν ημιτελή και δε φτάνουν στα αυτιά των αρμοδίων για να πάρουν τις αποφάσεις και το ζήτημα παραμένει υπαρκτό, μια ανοιχτή πληγή εν έτει 2023. Το χειρότερο είναι η προοπτική. Ότι τίποτα δεν σε πείθει πως η κατάσταση θα αλλάξει και το θέμα θα κλείσει οριστικά και αισιόδοξα. Καμία αισιοδοξία.

Κι όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα. Προσωπική μου επιδίωξη, μέσω του βιβλίου, ήταν να φωτίσω το ζήτημα από μια διαφορετική οπτική γωνία, και το προσπάθησα στο μέτρο του δυνατού. Το ενδιαφέρον για τον αναγνώστη δεν είναι το πώς βλέπει τα πράγματα ο ρατσιστής, αλλά τι πράττει όταν ο ίδιος περνάει απ’ την κατάσταση του θύτη στην κατάσταση του θύματος. Το δε εκπληκτικό για τον αναγνώστη είναι να ανακαλύπτει ότι υπάρχει ο τρόπος να αλλάξει ένας άνθρωπος.

Κι αυτό είναι ένα από τα μηνύματα του βιβλίου.

Ότι υπάρχουν ελπίδες για βελτίωση, ότι ακόμα και στο μυαλό ενός ρατσιστή υπάρχουν αντίθετες τάσεις, υπάρχει μια κρυφή ροπή προς το καλό. Το ζητούμενο είναι βέβαια με κάποιον τρόπο να ενεργοποιηθεί και να καρποφορήσει.

 

«…έτσι είναι ο κόσμος. Άδικος. Κι όμως σ’ αυτόν τον κόσμο αξίζει κανείς να προσπαθεί, να αγωνίζεται μέχρι το τέλος και συχνά να πεθαίνει. Ή, μερικές φορές, να επιβραβεύεται», φράση από την πρώτη συζήτησή μας. Εν καιρώ όπου η ιδιώτευση έχει γίνει κανόνας, πόσο εύκολο είναι να συμβεί αυτό;

Σε έναν κόσμο άδικο, όπου το κέρδος και η εξουσία αποτελούν τις βασικές επιδιώξεις των ανθρώπων, είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για ήθος και ψυχική ανάταση και λαμπρά ιδανικά. Πιθανόν να θεωρηθεί γραφικός.

Εντάξει, συμφωνώ κι εγώ μ’ αυτή την αντίληψη, δε γίνεται να μη συμφωνήσω.

Αλλά μετά το ξανασκέφτομαι και το παιδεύω μέσα μου και καταλήγω στο ότι δε γίνεται να μείνω αμέτοχος σε έναν κόσμο άδικο και δε γίνεται να δεχτώ τα πάντα και, στην τελική, δε με νοιάζει, να πάρει η ευχή, ακόμα κι αν θεωρηθώ γραφικός. Επειδή δεν μπορώ να παραβλέψω τη δυνατότητα να αλλάζει ο άνθρωπος προς το καλύτερο. Θα ήταν καταδικαστικό. Δεν είναι ρομαντισμός και δεν νιώθω ντροπή να το υποστηρίξω. Ότι όπως μπορεί ένας χαρακτήρας να διαφθαρεί, με τον αντίστροφο τρόπο μπορεί και να βελτιωθεί, να σηκώσει κεφάλι, να παλέψει για μια σωστή αξία. Συμφωνώ, δεν είναι απλά δύσκολο, είναι βουνό. Αξίζει όμως να προσπαθούμε, δεν αξίζει; Να μοχθούμε για κάτι ευγενές και να έχουμε κατά νου ότι ακόμα κι αν αποτύχουμε, τα κέρδη της προσπάθειας είναι ανεκτίμητα. Επιτέλους, αν κάτι αξίζει στη ζωή είναι αυτή η προσπάθεια.

 

Λειτουργεί το κάθε βιβλίο σου ως πήχης που το επόμενο θα πρέπει να τον ξεπερνά, τουλάχιστον στα μάτια ενός αναγνώστη;

Κάθε βιβλίο πράγματι λειτουργεί ως ένα σκαλοπάτι ανόδου για την επόμενη συγγραφική προσπάθεια. Τουλάχιστον αυτό προσπαθώ εγώ για να μένω ικανοποιημένος με κάθε νέα ιστορία. Γι’ αυτό άλλωστε προσπαθώ να διαβάζω όσο περισσότερο μπορώ, αφού η ανάγνωση είναι η καλύτερη εξάσκηση για να βελτιώνομαι.

Η αλήθεια είναι ότι όταν γράφω δεν λαμβάνω υπόψη τα θέλω του αναγνώστη και το λέω με ειλικρίνεια. Δεν τα υπολογίζω καν. Το βασικό μέλημα είναι να εξελίσσω τις μεθόδους μου, να βρίσκω νέες τακτικές, να εφαρμόζω οτιδήποτε καινοτόμο μαθαίνω και τελικά να έχω κάνει ό,τι καλύτερο μπορώ για να διασφαλίσω την ποιότητα του έργου μου. Κατόπιν έχω την πεποίθηση, ή καλύτερα τη βεβαιότητα, ότι και ο αναγνώστης θα μείνει ικανοποιημένος από τη δική μου προσπάθεια. Κι αυτό νομίζω είναι και το τελικό ζητούμενο.

 

Και μοιραία, το τελευταίο ερώτημα δεν μπορεί να είναι άλλο… Η επόμενη ιστορία είναι ήδη στο μυαλό σου; Για να μην πούμε αν έχεις ήδη αρχίσει να τη γράφεις…

Η επόμενη ιστορία έχει ήδη ξεκινήσει να αποτυπώνεται στο χαρτί και μπορώ να πω ότι η διαδικασία συγγραφής του συγκεκριμένου σεναρίου είναι για μένα πολύ διασκεδαστική!

Ασφαλώς και δεν επιτρέπεται να μαρτυρήσω πολλά, αλλά μπορώ να πώ ότι πρόκειται για ένα ρεαλιστικό θρίλερ που εξελίσσεται ξανά στην όμορφη Ναύπακτο (τελικά με τη Ναύπακτο δεν ξεμπερδεύεις έτσι εύκολα!) και στη Χιλιαδού Φωκίδας, καθώς και ότι οι βασικοί άξονες της ιστορίας είναι από τη μία οι δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μια έφηβη που ζει στην πόλη μας, κι από την άλλη οι φονικές επιθέσεις ενός λευκού καρχαρία (ναι, καλά διαβάσατε, ενός καρχαρία) που λυμαίνεται την ευρύτερη θαλάσσια περιοχή.

Ελπίζω να μπορέσει να φτάσει και αυτό το βιβλίο στη φάση της έκδοσης.

Σας ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη.

Εύχομαι να απολαύσετε το βιβλίο και αναμένω με ευχαρίστηση οποιαδήποτε παρατήρηση, ερώτηση ή σχόλιο στο email:   orfehara@gmail.com

 

Ένα πρωτότυπο αστυνομικό θρίλερ για τα ελληνικά δεδομένα, με στοιχεία φαντασίας και τρόμου!

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Μια αλλόκοτη ιστορία ταράζει την πόλη του Βόλου!

Είναι ένα βροχερό βράδυ. Μετά από έναν τυπικό καβγά µε τη σύζυγό του, ο αστυνοµικός Άρης Κολίγας φεύγει για τη δουλειά. Τίποτα δεν µοιάζει να διαφέρει από την καθηµερινότητά του. Όταν επιστρέφει, έχοντας πέσει θύµα µιας παράδοξης ενέδρας, η σύζυγός του τού επιτίθεται σε κατάσταση παράνοιας. Ένα κοίταγµα στον καθρέφτη αρκεί για να εξηγηθεί η επίθεση… και να καταρρεύσει ο κόσµος του Άρη. Το είδωλο που αντικρίζει δεν είναι το δικό του, αλλά εκείνο ενός µετανάστη από το Μπαγκλαντές. Περιφέρεται αθόρυβα σε δρόµους σκοτεινούς, αγωνιά, υποµένει, παλεύει. Καθώς οι ώρες κυλούν, η επιβίωση εξαρτάται από ένα παλιό ξόρκι. Ο ουρανός σκοτεινιάζει, το φεγγάρι γεµίζει και η ζωή του Άρη δεν είναι απλώς µία φρίκη. Είναι ένας ζοφερός εφιάλτης πέρα από κάθε φαντασία.

Ένα συναρπαστικό αστυνοµικό θρίλερ που υπερβαίνει τα εσκαµµένα, θίγοντας µείζονα κοινωνικά ζητήµατα, όπως ο φυλετικός ρατσισµός και η αστυνοµική βαρβαρότητα.

Βιογραφικό Συγγραφέα:

Ο Ορφέας Χαραλαµπόπουλος γεννήθηκε το 1975 στη Ναύπακτο. Σπούδασε γεωπονική µε ειδίκευση ιχθυολογίας κι εργάζεται σε ιχθυογεννητικό σταθµό. Συγχρόνως εξασκεί το επάγγελµα του οικοδεσπότη βραχυχρόνιας µίσθωσης, ενώ έχει εργαστεί ως ασφαλιστικός σύµβουλος, ως γεωπόνος και τσαγκάρης. Λατρεύει την ανάγνωση βιβλίων επειδή τον οδήγησε στη συγγραφή. Ξεκίνησε από µικρή ηλικία να δηµοσιεύει ποιήµατα και άρθρα στην εφηµερίδα του Αγρινίου Νέοι Καιροί. Το διήγηµά του ‘Η απόρριψη’ διακρίθηκε σε διαγωνισµό και κυκλοφορεί σε συλλογή. Το πρώτο του µυθιστόρηµα ήταν το Ανθρώπων δέρµα, ένα θρίλερ µυστηρίου που κυκλοφόρησε το 2021.

Είναι παντρεµένος, έχει δυο παιδιά και ζει στον παραθαλάσσιο οικισµό Χιλιαδού Δωρίδας.