Γράφει η Σπυριδούλα Πιά
Η οπτική του χωριού, η μορφή του δηλαδή, είναι ασύμμετρη και επιμήκης. Ο κυκλικός χώρος συγκεντρώνεται γύρω από την πλατεία, δηλαδή την Εκκλησία, την πηγή του νερού. Παλιά η πλατεία ήταν και η αγορά όπου είχε δύο παντοπωλεία του Αναγνόπουλου του Αντώνη και του Γιαννολόπουλου του Θεοφάνη. Οι δρόμοι ήταν χωματόδρομοι και βγαίνουν ακτινωτά. Επικοινωνούν με το επάνω χωριό που είναι κτισμένο επίσης ασύμμετρα και επάνω σε λόφο. Εδώ η μορφή είναι επίσης ασύμμετρη, από ψηλά τα χωριά των Κραβάρων άλλα είναι κυκλικά, ασύμμετρα και επιμήκη και άλλα συμμετρικά επάνω σε βράχους (Κρυονέρια, Τερψιθέα, Ελάτου, Λιμνίστα, κ.λπ.). Αυτά είναι αρκετά ορεινά με υψομετρική διαφορά από τη θάλασσα.
Οι καλλιέργειες παλιά ήταν σιτάρια, καλαμπόκια, τριφύλλια και πάρα πολύ αναπτυγμένη αμπελουργία. Νερά δεν έχει αρκετά, αλλά τόσα όσα να εξυπηρετούν τις καλλιέργειες. Κτηνοτροφία αρκετή, αλλά παραγωγικά θα λέγαμε ότι δεν ήταν τόσο γόνιμο, γιατί είναι μεγάλο ορεινό όγκο. Πράσινο έχει άφθονο, διότι περιβάλλεται από ελατοδάσος ολόγυρα. Τα σπίτια είναι στο σύνολό τους σχεδόν λιθόστρωτα από λίθους του χωριού, ποτάμια.
Η εσωτερική σύνθεση είναι: Κεντρικά η Εκκλησία, που παλιά ήταν στην άκρη του χωριού για στρατιωτικούς σκοπούς, να μπορούν το 1829 να επιτίθενται στους Τούρκους όταν έκαναν (Γιουρούσια) ξαφνικά και οι οπλαρχηγοί εκκλησιάζονταν. Σήμερα μεταφέρθηκαν στο κέντρο της πλατείας του χωριού.
Επίσης, έχει το Καφενείο του Αλέκου Αναγνόπουλου στην πλατεία κάτω και στο επάνω χωριό του Γιαννολόπουλου. Το Σχολείο που βρισκόταν κάτω από την Πλατεία ήταν λιθόκτιστο. Η βρύση ήταν πηγή που ονομαζόταν (Μεσοχώρι) και από εκεί έπαιρνε νερό το χωριό. Μια δεύτερη πηγή ήταν αριστερά της κεντρικής εκκλησίας, που υπάρχει ως και σήμερα, με λιγοστό νερό για τα ζώα.
Η πλατεία σήμερα είναι μεγάλη και λιθόκτιστη. Εκεί γίνονται το καλοκαίρι τα πανηγύρια. Το Νεκροταφείο ανανεωμένο σήμερα σε μεγάλο βαθμό, είναι το άκρο του χωριού γύρω από τον Άγιο Χαράλαμπο, ένα παρεκκλήσι στη θέση της παλιάς εκκλησίας της Αγίας Τριάδας.
Ιστορικά
Το χωριό πριν από το 1929 ονομαζόταν «Βοϊτσά», τοπωνύμιο αρχαίο όπου προέρχεται από την λέξη «Βοιωτία» και «Εύβοια», δηλαδή κατάλληλος τόπος τροφής βοοειδών. Είναι χωριά με ιστορία που ξεκινάει από την προϊστορία. Ανήκει στο Δήμο της αρχαίας Οφιονείας, όπου κατά τον Θουκυδίδη ήταν έθνος μέγα και πολεμικό! «Το έθνος των Οφιονών, μέγα εστί και μάχιμον» Γ΄94.
Η εξωτερική μορφή των σπιτιών ήταν συνήθως διώροφα. Επάνω η κατοικία, κάτω οι αποθήκες τροφίμων κρασιού (πατητήρια) ή ζώων. Μέτωπο προς την Ανατολή με ξύλινο μπαλκόνι, με γλάστρες από μολόχες, γεράνια, μαντζουράνες και βασιλικούς. Η σκεπή ήταν πλακόστρωτη με σχιστόλιθο επικλινής. Πολλά παράθυρα, δύο στην πρόσοψη και δύο στα πλάγια, με ξύλινα κουφώματα, σε πράσινα χρώματα ή γαλάζια. Το ίδιο και η ξύλινη πόρτα, η επάνω κεντρική είσοδος όσο και του κατωγιού. Στη μια του γωνιά δεξιά έγραφε χρόνος κτίσματος «1917», κτισμένο από ντόπια πέτρα και ντόπιους τεχνίτες στο θεμελίωμα γινόταν σφάξιμο κοκόρου και αγιασμός. Βοηθούσε όλο το χωριό, ο ένας τον άλλον, κουβαλούσαν πέτρες, λάσπη, ξύλα. Ο αρχιτεκτονικός τύπος, ήταν πανελληνίως ανάλογος με τις αγροτικές και κλιματικές ανάγκες.
Η εσωτερική διαίρεση. Υπήρχε σάλα όπου λειτουργούσε στις μεγάλες γιορτές και ως τραπεζαρία, αλλά και υπνοδωμάτιο για το ανδρόγυνο. Η Κουζίνα λειτουργούσε και ως υπνοδωμάτιο για τους γέροντες και τα παιδιά. Τραπέζι στρογγυλό (σοφράς), όπου έτρωγε η οικογένεια τις καθημερινές. Ένας μικρός χώρος μεταξύ κουζίνας και σάλας, όπου έμπαινε ο φανός για τη διατήρηση φαγητών.
Η πυροεστία (τζάκι). Ήταν στην κουζίνα και εκεί μαγείρευαν και ζεσταίνονταν. Επίσης, στην αριστερή μεριά, κοιμόντουσαν τα παιδιά κάτω στο ξύλινο πάτωμα όπου είχαν στρωμένες τραγοβελέντζες (χονδρές κουβέρτες) και η γιαγιά για να προσέχει τα παιδιά. Δεξιά στην παραστιά (πυροεστία) είχε το «μεντέρι» ξύλινο κρεβάτι με τάβλες ο παππούς και σκεπαζόταν με τραγοβελέντζες. Αν η κουζίνα – το καθημερινό δωμάτιο – ήταν μεγάλο, υπήρχε και ένα τραπέζι που έμπαινε οριζόντια στον τοίχο, απέναντι από την πυροεστία. Εκεί ζύμωναν, άνοιγαν φύλλα για πίτες κ.λπ.. Επίσης, είχαν τη βρυσούλα – νεροχύτη, όπου ήταν μεταλλικός, έριχναν μέσα νερό κι από κάτω είχαν ένα δοχείο και μέσα εκεί έπλεναν τα πιάτα. Το νερό το πετούσαν έξω. Κρεμούσαν, επίσης, λουκάνικα. Πάνω από αυτό το τραπέζι, η δεξιά και η αριστερή της πυροεστίας υπήρχε ράφι που κρεμούσαν τα οικιακά σκεύη: μεταλλικά χρηστικά, σίτες, ταψιά, καντηλέρια, σακούλια με αλεύρι, σιτάρι για κόλλυβα, για λειτουργίες. (Αυτά σε τακτά διαστήματα τα γάνωναν ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος δηλητηρίασης).
Το χειμώνα έψηναν κι έτρωγαν τα κάστανα που μάζευαν απ’ τις καστανιές το φθινόπωρο, άλλα τα έβραζαν και τα έκαναν πουρέ από κάστανα και τα έτρωγαν ως κανονικό φαγητό. Έσπαγαν και καρύδια, κυρίως για μπακλαβά που σερβίριζαν στις γιορτές τους επισκέπτες.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΑΤΟΒΡΥΣΗΣ ΑΠΟΔΟΤΙΑΣ
“ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΑΡΜΑΚΗΣ”
ΟΡΕΙΝΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΣ
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»