8.8 C
Nafpaktos
Sunday, November 24, 2024
spot_img
spot_img

Ναυπακτιακά αφηγήματα: Είπαμε…

spot_img

Γράφει η Μάρθα Ασημακοπούλου 
    
Η κοπέλα που ήρθε από την Αμερική, είχε φύγει μικρή από τη Ναύπακτο με την οικογένειά της και όπως λέγανε, κρατιόταν καλά. Ήρθε να βαπτίσει το παιδί του βαπτιστικού του πατέρα της αλλά στις αποσκευές της είχε νυφικό και μονόπετρο. Μαζί με τη σφραγίδα εισόδου στις Η. Π.Α. στο διαβατήριό της, έπρεπε να φέρει και «παπούτσι απ’ τον τόπο της κι ας είν’ και μπαλωμένο». Ο Νίκος από τον τόπο της ήταν αλλά παπούτσι μπαλωμένο δεν τον έλεγες… Πολύ εντάξει παιδί και του έκοβε. Καλίγωνε ψύλλο. Μόρφωση ασήμαντη. Υποχρεώσεις, αδερφάδες ανύπανδρες και τα τοιαύτα δεν είχε. Δουλειά πολλή, λεφτά λίγα. Το αφεντικό όλο έναντι, μετά από παρακάλια τον πλήρωνε. Διακονιάρης γινόταν για να εισπράξει σταγόνες του ιδρώτα του. «Πέρνα αύριο, πέρνα τ’ απόγευμα». Απηύδησε με την καθημερινότητα που του έκοβε τα φτερά και που μπορούσε να προκαλέσει πολλά. Από τον φόνο του αφεντικού έως να πάρει των ομματιών του και να φύγει στην ξενιτιά. Το δεύτερο προτιμότερο.
  
Του προξενέψανε το κορίτσι από την Αμερική. Αμερική σου λέει ο άλλος. Πλούσιο μέρος! Έχει ψωμί για όλους. Ο κόσμος δουλεύει και κονομάει. Φεγγαροπρόσωπη η νεαρά, που όλο γελούσε. «Άνθρωπος που γελάει, είναι καλόκαρδος. Να την πάρεις παιδάκι μου» είπε η μάνα. Χαριτωμένη ήταν καθώς ανακάτωνε τα ελληνικά με τα ξένα. Και ο Νίκος, λεβεντόπαιδο με τις καπέτες του και το λεπτό του μουστακάκι! Έτσι σκλάβωσε ο ένας τον άλλον και τα τακιμιάσανε με συνοπτικές διαδικασίες. Πίεσε το αφεντικό του με την απειλή πως θα του φέρει το Ι.Κ.Α. και πήρε κάποια δεδουλευμένα. Τα υπόλοιπα του τα χρωστάει ακόμα και περιμένει να του τα στείλει με επιταγή από τον Άγιο Πέτρο! Πακεταρισμένος ο Νίκος, μέσα σε κοστούμι παραγγελία στον μαέστρο- καλλιτέχνη ράφτη Σικ ( Παπαδημητρίου), στα μέτρα του και στα γράδα του στήθηκε γαμπρός. Οι κοπελιές που τον καλοβλέπανε και που η κάθε μια είχε τις δικές της προσδοκίες, ομονοήσανε για να πουν όλες μαζί «Χαντακώθηκε το παλικάρι» και να κόψουν την καλημέρα στη μάνα του! 
  
Σε όλα μαζί από ‘δω και πέρα. Έτσι ο μπέμπης βρέθηκα με δυο αναδόχους. Στηθήκανε στην είσοδο της Αγίας Παρασκευής. Η μια γιαγιά συγκινημένη, με δάκρυα στα μάτια που θα άκουγε το όνομα του συζύγου της και η άλλη αδιάφορη, τάχα μου πως έτσι ήταν το σωστό και δεν την πείραζε καθόλου. 

Οι καλεσμένοι συνομιλούσαν χαμηλόφωνα. Ο σεβάσμιος παπάς έκανε τις καθιερωμένες ερωτήσεις.
–Αποτάση το Σατανά… Συνετάξω τω Χριστώ… Και πιστεύεις αυτώ;
Sure (βεβαίως) είπε αυθόρμητα και δυνατά η «Αμερικάνα» νονά. Ακούστηκαν μεγάλα γέλια από όσους καταλάβανε την απάντηση και μικρά, δειλά γέλια από όσους κάναν πως καταλάβανε… Το sure όμως, δεν προβλέπετε στα ιερά βιβλία και δεν πιάνεται ως απάντηση. Αφού ο παπάς απέσπασε την ομολογία της αναδόχου «Πιστεύω αυτώ ως Βασιλεί και Θεώ» απευθύνθηκε στον έτερο νονό ρωτώντας τα ίδια.

–…Και πιστεύεις αυτώ;
— Ε, είπαμε παπούλη…Απάντησε με σέρικη και ολίγον βραχνή φωνή.
Εκείνη τη στιγμή, η πίεση του παπά θα έσπαγε το πιεσόμετρο από την προσπάθειά του να συγκρατήσει τα γέλια που τον πνίγανε. Είχε τη διάθεση να γελάσει, να γελάσει πολύ. Επιστράτευσε όμως την αυτοκυριαρχία του, ξερόβηξε και με την συντονισμένη βοήθεια όλων των Αγίων, μετά από ένα παρατεταμένο «Σουτ…» συνέχισε το μυστήριο.
  
Ερχόταν πάντα στην εκκλησία με τον χτύπο της τρίτης καμπάνας. Θα κόντευε τα εξήντα η κυρία Μαρία. Αρχοντογύναικα, στην καταγωγή και στο έχειν. Φαινόταν στις οκάδες της και στο ντύσιμό της. Κάλτσα μεταξωτή με ραφή. Ζακέτα αστραχάν με γούνινο μεγάλον γιακά και απαραιτήτως ίδιο καπέλο, χρώματος γκρι. Ήταν από τις λίγες που φορούσαν καπέλο στη Ναύπακτο. Τσαντικό και γάντια. Σοβαρή και αυστηρή! Καθόταν πάντα στην ίδια θέση μπροστά- μπροστά στην Αγία Παρασκευή. Κανένας δεν έπιανε το στασίδι της.
  
Με το θριαμβευτικό σάλπισμα της καμπάνας μπήκε στην εκκλησία και εκείνη την Κυριακή, σεινάμενη κουνάμενη η κυρία Μαρία. Καλημέρισε τους επιτρόπους, πήρε τα κεριά της και κατευθύνθηκε προς τα μανάλια, να μελετήσει και να ανάψει πρώτα τα ψυχοκέρια και μετά τα «υπέρ υγείας». Σαν έκανε μερικά βήματα από το μανάλι, ο επίτροπος Σπύρος πρόσεξε κάτι που τον παραξένεψε. Την πλησίασε γρήγορα για να προλάβει την μετακίνησή της προς τα εμπρός και χαμηλόφωνα της είπε.

–Ε, όχι και με το κομπινεζόν στην εκκλησία κυρία Μαρία… Εκείνη για μια στιγμή ξαφνιάστηκε. Είχε ξεχάσει να βάλει τη φούστα της! Κοιτάχτηκε αλλά δεν έχασε το ύφος της.
— Δε μου λες Σπύρο, εσείς εκεί στο παγκάρι, άλλη δουλειά δεν έχετε από το να σχολιάζετε ποιος μπαίνει και τι φοράει;
  
Ο επίτροπος έμεινε κάγκελο ενώ εκείνη βγήκε αγέρωχη από τον ναό! Επέστρεψε λίγο αργότερα, φορώντας την άψογη, βελούδινη μαύρη φούστα της για να παρακολουθήσει το υπόλοιπον της Θεία Λειτουργία!

Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»

spot_img
Newspaper WordPress Theme
spot_img
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme

Περισσότερα

Newspaper WordPress Theme