Η Ορεινή Ναυπακτία βρίσκεται στον χάρτη της χώρας σε μια ιδιαίτερη περιοχή καθώς είναι στην απόληξη της οροσειράς της Πίνδου στον Κορινθιακό, στο φυσικό όριο μεταξύ της Δυτικής Ελλάδος και της Ηπείρου με την υπόλοιπη σημερινή Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία και Κεντρική Μακεδονία. Καθορίζει σημαντικά τις κλιματολογικές συνθήκες της χώρας και μέχρι πρότινος καθιστούσε την βασική παράμετρος που καθόριζε την παλιά αναφορά «Ακόμη βρέχει στην Ναύπακτο…».
Από την αρχαιότητα η μορφολογία της την καθιστούσε ως απρόσιτο πέρασμα κάτι που της έδωσε την δυνατότητα να μην αισθάνεται τόσο έντονα τον ζυγό κατά την οθωμανοκρατία. Φυσιολογικά αναπτύχθηκαν οικισμοί στην περιοχή, που ακόμη και μετά την απελευθέρωση της περιοχής κρατήσανε την συνοχή τους για περίπου 100 χρόνια.
Ο δύσκολος αυτός τόπος δουλεύτηκε με κόπο μέσα στους αιώνες και η κτηνοτροφία και η ορεινή γεωργία κράτησε στο πρώτο διάστημα της απελευθέρωσης τους πληθυσμούς της. Προφανώς οι τεράστιες αλλαγές του 20ου αιώνα μετά την 2η βιομηχανική επανάσταση με την μαζική παραγωγή και χρήση ηλεκτρισμού και η δύσκολη περίοδο των πολέμων με αποκορύφωμα τον αδερφοκτόνο εμφύλιο έφερε την αντίστροφη μέτρηση για τον ορεινό πληθυσμό της χώρας και την επιτάχυνση της αστυφιλίας.
Η Ναύπακτος ως έδρα της επαρχίας βρέθηκε με την πολυετή πολιορκία και μετά την απελευθέρωση, κενή. Μέσω δωρεές εθνικών γαιών είδε τους πρώτους κατοίκους της στο νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος από το Σούλι, την Πάργα και λοιπές υποδουλωμένες ακόμη περιοχές. Σταδιακά η πόλη εξελίχθηκε και μια ματιά στις απογραφές του πληθυσμού της εποχής διακρίνει κανείς την σταδιακή κάθοδο των ορεινών προς την παραθαλάσσια Ναύπακτο.
Η κάθοδος αυτή των ορεινών θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως βορεινός άνεμος που δρόσισε την ρημαγμένη πόλη όπως χαρακτηριστικά εντοπίζανε οι περιηγητές στα τέλη του 19ου αιώνα. Η πληθυσμιακή εκτίναξη της πόλης στον 20 αιώνα συνδυάζεται με αντίστοιχη μείωση των κατοίκων του ορεινού όγκου.
Η τραμουντάνα της Ορεινής Ναυπακτίας έδωσε ανθρώπους του μόχθου που ρίζωσαν για τουλάχιστον 3 γενιές στην πόλη, ενώ όσοι υποχρεώθηκαν ή τόλμησαν να πάνε σε άλλα αστικά κέντρα της χώρας ή του εξωτερικού ως τα τέλη του 20ου αιώνα επιστρέψανε στον τόπο τους μεγάλο κομμάτι από τον κόπο τους.
Στην σημερινή πόλη η πλειοψηφία των κατοίκων της έχουν άμεση αναφορά στον ορεινό όγκο κυρίως από την Ορεινή Ναυπακτία και λιγότερο από την Ορεινή Δωρίδα.
Ωστόσο το πέρας των χρόνων, η σταδιακή ερήμωση και η κλιματική αλλαγή έχει φέρει τους οικισμούς της Ορεινής Ναυπακτίας σε οριακό σημείο. Η έλλειψη κατανόησης των ζητημάτων που διακυβεύονται αλλά και χάραξης ενός ολοκληρωμένου μοντέλου προστασίας και διατήρησης των οικισμών αυξάνει τον κίνδυνο.
Για εκατοντάδες χρόνια στα χωριά αυτά οι εμπειρικοί κανόνες και ο σεβασμό στο περιβάλλον στην πράξη έφερε νερό στα πηγάδια, την βροχή στους φυσικούς αποδέκτες του και την γη με κόπο διαμορφωμένη σε πεζούλες και αλώνια για να φιλοξενήσει τόσο τους ίδιους όσο την τροφή και τον σπόρο τους.
Τα έρημα αυτά χωριά πλέον δεν έχουν τον ανθρώπινο δυναμικό για να διασφαλίσει την ομαλή συνύπαρξη με την φύση, ενώ η κλιματική αλλαγή εκδικείται πλέον έως άδικα. Οι καθιζήσεις οικισμών δεν θα είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας με την απότομη αύξηση των βροχοπτώσεων.
Δίπλα σε αυτά η μεγάλη προσπάθεια των ανθρώπων της να τολμήσουν ένα άλλο μέλλον για τα χωριά αυτά στα πλαίσια ενός τουριστικού μοντέλου πέρασε από πολλαπλά στάδια. Αρχικά με χλευασμό, στην συνέχεια ως δυνητικό μοντέλο πρότυπης ανάπτυξης και στην συνέχεια με αίσθηση αδιεξόδου ελέω και της οικονομικής κρίσης.
Η Ορεινή Ναυπακτία κατάφερε να γίνει brand name (wannabe) τουριστικός προορισμός και να τολμά να συναγωνιστεί με περιοχές (Πήλιο, Ζαγόρι) που λόγω πολλών συνθηκών αποτελούσαν πρότυπα ορεινής ανάπτυξης. Αυτό το brand name έγινε κυρίως από την υπερπροσπάθεια των ανθρώπων που επενδύσανε στον τόπο καταγωγής τους και δευτερευόντως από την στήριξη και καθοδήγηση της Αιτωλικής Αναπτυξιακής Α.Ε..
Την περίοδο των μεγάλων ευκαιριών οι τρεις Καποδιστριακοί Δήμοι (Αποδοττίας, Πλατάνου & Πυλλήνης) του ορεινού όγκου παρόλο την κοινή αντίληψη των βασικών θεμάτων της περιοχής δεν κατάφεραν να οργανώσουν ένα κοινό πλαίσιο για την διεκδίκηση έργων ανάπτυξης. Η έλλειψη προσωπικού και η εξάρτηση από τις υπηρεσίες της Νομαρχίας έδωσε χώρο στους πολιτικάντηδες να διαιρούν για να βασιλεύουν. Η Ναύπακτος εγκλωβισμένη στον εγωκεντρισμό της, ως φυσικής έδρα της Επαρχίας, φέρει και αυτή μεγάλη ευθύνη.
Η Ορεινή Ναυπακτία κινδυνεύει.-
Κινδυνεύει από την ερήμωση των οικισμών της, κινδυνεύει από την υπερπροσπάθεια χωρίς σχέδιο και μέτρο των ανθρώπων της με παρεμβάσεις που συχνά αλλοιώνουν τον τόπο των προγόνων τους, κινδυνεύει από την ελαφρά την καρδιά απαξίωση των συνδημοτών της καθώς δεν θέλουν ή δεν μπορούν να αναγνωρίσουν το πλούτο της, κινδυνεύει από την ίδια την φύση που ζητά πλέον τον λογαριασμό.
Πολλοί ορεινοί οικισμοί στην χώρα κατάφεραν να προστατέψουν την αρχιτεκτονική φυσιογνωμία και το μέτρο τους. Οι περισσότεροι εξ αυτών κατάφεραν να διαμορφώσουν προοπτικές ανάπτυξης μέσω του τουρισμού. Όλοι όμως οι παραπάνω τα κατάφεραν μέσα από τους ανθρώπους που είχαν αναφορά σε αυτά είτε από κληρονομικό δικαίωμα ή και από επιλογή.
Όταν πολλοί οικισμοί κατάφεραν ως σύνολο να σχεδιάσουν και να διεκδικήσουν έργα και παρεμβάσεις για την συνισταμένη εξέλιξη τους τότε πραγματικά διαμορφώθηκαν πόλοι τουριστικοί και ανάπτυξης.
Μια τέτοια ευκαιρία για την Ναυπακτία & Δωρίδα δείχνει να χάνεται και από την απαξίωση της προοπτικής της Διαγώνιας Οδού καθώς δυστυχώς τα δύο μεγάλα κόμματα της εποχής επιμένουν στην προτεραιότητα του άξονα Πλατυγιάλι-Αγρίνιο-Καρπενήσι-Λαμία αντί της σύνδεσης Αντιρρίου-Λαμίας. Μια εναλλακτική πιο βορεινή χάραξη της Διαγώνιας, που θα απέφευγε και τυχόν απαλλοτριώσεις της πιο νότιας χάραξης, θα έδινε άμεση σύνδεση προς την Ρέρεση και το Λιδορίκι διαμορφώνοντας ένα άξονα ανάπτυξης για την Ορεινή Ναυπακτία, Δωρίδα και Φωκίδα ευρύτερα.
Σε μια περίοδο που η δικτύωση των οικισμών αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα των ορεινών προορισμών η Ορεινή Ναυπακτία αναζητά ακόμη υποδομές αυτονόητες όπως η σύνδεση των τριών εδρών των Δημοτικών της Ενοτήτων (Άνω Χώρα-Πλάτανο-Σίμου), την ώρα που στην Περιφέρεια μας έστω και τώρα προχωρούν αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί ιδεών για την αξιοποίηση της παρόχθιας ζώνης της Λίμνης Τριχωνίδας ή της Τεχνητής Λίμνης Αστεριού στο Φράγμα Πείρου – Παραπείρου η προσπάθεια διεκδίκησης των στοιχειωδών από τα Φράγματα Μόρνου & Ευήνου γίνεται για μας, χωρίς εμάς μη και θίξουμε το κομματικό ακροατήριο στην Ευρωβουλή.
Η Ορεινή Ναυπακτία σε έναν tour operator μπορεί να προσφέρει έναν απαράμιλλο φυσικό πάρκο με μονοπάτια, ορειβασία, ορεινή ποδηλασία, αναρρίχηση, διαδρομές off road για motor cross και οχήματα, κανόε – καγιάκ & ράφτινγκ, κολύμπι και ψάρεμα σε ποτάμι, ήπιες κυνηγητικές ζώνες, σημεία για παραπέντε, τοποθεσίες για airsoft και άλλα πολλά. Έχει οικισμούς που διατηρήθηκαν μέσα στα χρόνια, μοναστήρια, πέτρινα γεφύρια και παραδόσεις στην γαστρονομία και στα γλέντια της.
Στα πλαίσια ενός ολοκληρωμένου σχεδίου προστασίας, διατήρησης και ανάπτυξης του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος της ίσως υπάρχει μια ευκαιρία. Το σχέδιο αυτό θα πρέπει να ξεκινά από την κάθε κοινότητα, στην αντίστοιχη ενότητα ως τα όρια του συνόλου του Δήμου.
Η σύνδεση της παραθαλάσσιας, πεδινής και ορεινής Ναυπακτίας σε ένα ενιαίο στρατηγικό πλάνο που θα αφουγκράζεται και τις δυναμικές των γύρω σε αυτών περιοχών είναι απαραίτητο για να έχει η Ναυπακτία συνέχεια στην ιστορία.
Ας θυμηθούμε την Τραμουντάνα της Ορεινής Ναυπακτίας και τον κόπο των προγόνων μας και ας συστρατευτούμε για να βρούμε τον κατάλληλο τρόπο να διατηρηθεί η συνέχεια της πλούσιας ιστορίας του τόπου μας και για τους απογόνους μας.
*Ο Κ. Πατούχας είναι Διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός, Ειδικός Συνεργάτης Δημάρχου Ναυπακτίας 2011-2014
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»