Γράφει η Μάρθα Ασημακοπούλου
Μάθε τέχνη κι άστηνε κι όταν πεινάσεις πιάστηνε, του έλεγε η μάνα του. Υποδηματοποιός στα πρώτα του νιάτα. Είχαν μαγαζί με τον αδερφό του, στο κέντρο της Ναυπάκτου. Τούτα τα χρόνια που μιλάμε, είχε μπει το έτοιμο παπούτσι στην αγορά. Ποιός να κάνει πατούμενο παραγγελία πια! Μια πάθηση στα ματάκια του- από μικρός φορούσε χονδρά γυαλιά- τον ανάγκασε ν’ αφήσει την τέχνη και να κλειστεί ισόβια σ’ ένα περίπτερο, πουλώντας φουρκέτες και άλλα πολλά και διάφορα. Ιδέα δεν είχε από εμπόριο. Στο περίπτερο του λιμανιού- βορινές σκάλες- τον κατάκλεβαν οι πιτσιρικάδες. Φρόντισε ο πρώην συνάδελφος του, για να τον έχει υπό την εποπτεία του, να τον φέρει προς τα έξω. Έτσι λέγαν τότε το σημερινό κέντρο. Άλλωστε από τότε που άνοιξε η πορθμειακή γραμμή Ρίου- Αντιρρίου και σταμάτησε η συγκοινωνία των καϊκιών με την Πάτρα, το λιμάνι δεν είχε πια «ψωμί».
Νοίκιασε λοιπόν περίπτερο κοντά στο μαγαζί του Παύλου- καμιά πενηνταριά μέτρα μακριά- ο οποίος Παύλος τον αγαπούσε και τον νοιαζόταν, αλλά του σκάρωνε και πλάκες. Όχι πως άφηνε τους υπόλοιπους σε ησυχία. Μικρά εμείς, μας έστελνε να του ζητήσουμε νεροπίστολα. Μας έστελνε ένα- ένα. Κάθε μέρα πέντε- έξι παιδιά. Την επόμενη πάλι τα ίδια. Αφού είδε ότι υπάρχει ζήτηση, ο «έμπορος» προμηθεύτηκε μια σακούλα κόκκινα νεροπίστολα, μόνο που οι «πελάτες» δεν ξαναφάνηκαν και έτσι τα είχε εκεί σκονισμένα για πολλά χρόνια, ώσπου εμείς μεγαλώσαμε και εκείνος βγήκε στη σύνταξη. Τα κρέμαγε έξω το πρωί, τα μάζευε μέσα το βράδυ. Ζήτημα είναι αν πούλησε κανένα! Άλλη φορά μας έστειλε να του ζητήσουμε βελόνες για γραμμόφωνο. Παρωχημένο εργαλείο το γραμμόφωνο, που ούτε ξέραμε τι ήταν! Κατάλαβε ποιός έστηνε το κόλπο και μας πήρε στο κυνηγητό. «Ο παλιό- Παύλος σας έστειλε, ο παλιό- Παύλος…». Και ο Παύλος, μπαινόβγαζε το κεφάλι του στην πόρτα του μαγαζιού του, παρακολουθούσε και γελούσε. Και ο περιπτεράς γελούσε και ‘μείς γελούσαμε, τρέχοντας να κρυφτούμε!
Ο Παύλος, είχε και μια γειτόνισσα την Ασήμω- ένας τοίχος τους χώριζε- πολλά της έκανε και ‘κείνης, πολλά του έκανε κι αυτή! Νωρίς ένα πρωί η Ασήμω, πέρασε απέναντι να πάρει στον τσίγκινο κουβά της νερό από τη βρύση του δήμου, να σφουγγαρίσει το σκαλοπάτι της πριν πυκνώσουν οι διαβάτες. Η πόρτα του μαγαζιού μισάνοιχτη. Παραξενεύτηκε. Δεν ήταν ακόμα η ώρα του. Πλησίασε και είδε τον Παύλο καθισμένον μπρος τον πάγκο του, δε δούλευε! Είχε τους αγκώνες ακουμπισμένους στο «τραπεζάκι» με τα σύνεργα εργασίας και κρατούσε το κεφάλι με τα δυο του χέρια. Άκεφος και ντουχνισμένος φαινόταν, σα να τον τριγύριζαν επίμονες σκέψεις, όπως κάνουν τα φλετούρια γύρω απ’ τον γλόμπο! Δεν ήταν ο Παύλος που ήξερε. Ποιός ξέρει τι να ΄χε… Άμα είσαι φαμελίτης, είσαι και φτωχός, το οποιοδήποτε πρόβλημα δείχνει μεγαλύτερο. Πολλές οι αιτίες της κακοκεφιάς, πολλές και οι αφορμές. Ούτε που την κατάλαβε που μπήκε.
-Τι έχεις μωρέ κατακαημένε σήμερα και είσαι σα Μεγάλη Παρασκευή; Εκείνος κακοξυπνημένος, άφησε έναν στεναγμό να ξεφύγει από το στήθος του.
-Άστα, δεν τα ‘μαθες, πάει η Μαριγώ. Την βρήκαν ξερή στην αυλή. Από ‘κεί έρχομαι. Μαζεύτηκαν οι γυναίκες, της βάλανε τη στερνή της φορεσιά, στόλισαν το φτωχικό της ξόδι με δενδρολίβανα, λουλούδια, ελιές και ένωσαν τα δάκρυά τους, μην πάει άκλαφτη στον άλλο κόσμο, πικραμένη και με παράπονο στην καρδιά! Και τ’ άκουγα εγώ το σκυλί του μπάρπα-Γιώργου που ούρλιαζε λυπητερά και το χαροπούλι τ’ άκουσα. Αμ και τα Κιρκινέζια στα προσφυγικά που πετάγανε χαμηλά…
Για τα Κιρκινάζια ως κακό οιωνό, η Ασήμω πρώτη φορά το άκουγε. Σα να της φάνηκε πως χαμογέλασε αλλά μπα, φαρμακωμένος ήταν. Ο Παύλος κούνησε με νόημα το κεφάλι του και συνέχισε.
– Και δεν υπάρχει φράγκο για την κάσα. Θα πάω πέρα στον Αγιό-Γιώργ’ να φέρω το κουτί… Σκούπισε τα μάτια του με το μανίκι. Στη σπηλιά του βράχου πίσω από τον Άγιο- Γεώργιο, υπήρχε ένα φέρετρο χωρίς καπάκι, που το χρησιμοποιούσαν για τους απόρους. Με το πέρας της νεκρώσιμης ακολουθίας, κατέβαζαν τον νεκρό στο μνήμα με το σεντόνι και βάζαν το κουτί πίσω στη θέση του για να το ‘βρει ο επόμενος που θα είχε την ανάγκη του!
Η Ασήμω έκανε τον σταυρό της με τον οφειλόμενο σεβασμό «Θεός σχωρέσ’ την» είπε και ένας κόμπος την έπνιξε στο λαιμό. Όχι τόσο για το φευγιό της- κανένας μας δε γλιτώνει, στο μόνο που υπάρχει ισότης- αλλά για την άχαρη, πικρή ζωή που πέρασε η συγχωρεμένη… Μια κάμαρη νοίκιαζε με την κατάκοιτη μάνα της. Υπηρέτησε όλα τα νοικοκυρόσπιτα της Ναυπάκτου και περάσαν από τα χεράκια της όλα τα άπλυτά τους. Σιδέρωσε στοίβες ρούχα και ντάνες ασπρικές για προίκες. Και να πεις πως ήταν μέσα σ’ αυτούς που είχαν υποχρέωση να πεθάνουν εδώ και μια δεκαετία…
Καλοστεκούμενη ήταν, ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που ο χάρος δεν αφήνει να γεράσουν! Όχι δεν έπρεπε να πάει στο ένα επί δύο υπόγειο σπίτι της, τυλιγμένη σ’ένα σεντόνι και να φαίνονται στην άκρη τα ποδάρια της.
– Άσε, θα το κανονίσω εγώ θα μαζέψω λεφτά. Ξέρω ποιές πόρτες θα χτυπήσω. Πάω από κει μια στιγμή να δω τι άλλο χρειάζεται.
Πήγε… Πήγε και βρήκε τη «πεθαμένη» να βγάζει νερό στην τρόμπα της κυρά- Λένης και να ποτίζει τους τενεκέδες της! Δεν της είπε τίποτα. Γύρισε πίσω η Ασήμω έτοιμη για φαγούρα. Την έπαθε άλλη μια φορά. Μα που να πάει ο νους της που ο άλλος μπατάρισε το βασανό του σε πλάκα! Και τα ‘λεγε τόσο θλιμμένα! Τώρα είχε κλειδωθεί μέσα στο μαγαζί, την περίμενε. Η Ασήμω φουρτουνιασμένη, με τα χέρια στη μέση.
– Άνοιξε μωρή άτιμη φάρα, άνοιξε κερατά, ε κερατά. Θα σου βγάλω τ’ αυτιά μωρέ και θα σ’ τα δώσω να τα φας…
Εκείνος από μέσα γέλαγε! Υδράργυρος ήταν ο Παύλος που δεν πιανόταν από πουθενά!
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «εμπρός»