Μαρτυρίες καί ντοκουμέντα γιά τό χθές
Του Γεώργιου Α. Παραλίκα
(συνέχεια από το προηγούμενο)
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ
ΤΟ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ
Η ιστορία του μονοπωλίου στη Ναύπακτο αρχίζει από το 1833, όταν, όπως πληροφορούμαστε από το Φ.Ε.Κ. 15/1833, εκδόθηκε διάταγμα για τη σύσταση αλαταποθηκών σε 18 πόλεις της Ελλάδος, μία εκ των οποίων ήταν και η Ναύπακτος. Η πρώτη αλαταποθήκη στεγάσθηκε στο παλιό Τούρκικο Τέμενος109 στο λιμάνι, που ήταν πλέον Εθνικό κτίριο, όπως διαπιστώνεται άλλωστε από το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της πόλης του έτους 1838, στο υπόμνημα του οποίου αναφέρεται ύπαρξη αλαταποθήκης στη θέση που βρίσκεται το Τούρκικο Τέμενος. Το πρώτο μονοπωλιακό είδος ήταν το αλάτι. Πολύ αργότερα χαρακτηρίστηκαν ως μονοπωλιακά είδη το πετρέλαιο, τα πυρεία110 καθώς και τα παιγνιόχαρτα. Η λειτουργία της αλαταποθήκης γινόταν με κρατικό υπάλληλο και τα έσοδά της ήταν έσοδα του κράτους. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι το 1884 όταν δημιουργήθηκε η επιχείρηση «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑ» η οποία ήταν κρατική εταιρία διαχείρισης μονοπωλιακών ειδών και ο διαχειριστής ήταν κρατικός υπάλληλος, όπως προαναφέρθηκε.
Στο βιβλίο «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΥΤΩΝ» που εκδόθηκε το 1895 από την ίδια την εταιρία, υπάρχει πίνακας με τις αποθήκες μονοπωλιακών ειδών όλης της Ελλάδος, ως επίσης και τα αποθέματα των μονοπωλιακών ειδών στις 3/1/1888.
Για τα αποθέματα της αποθήκης της Ναυπάκτου έχουμε τα εξής στοιχεία:
- Αλάτι 12.000 οκάδες.
- Πετρέλαιο 30 κιβώτια.
- Πυρεία 2.000 κυτία.
- Παιγνιόχαρτα 20 δεσμίδες.
Από τα παραπάνω στοιχεία διαπιστώνουμε ότι το μονοπώλιο είχε αρκετή εμπορική κίνηση, αφού ήταν το μοναδικό στην περιοχή της Ναυπακτίας – πεδινής Δωρίδας εκείνη τη χρονική περίοδο.
Ποιος ήταν ο πρώτος διαχειριστής του μονοπωλίου και πού στεγάστηκε δεν μας είναι γνωστό. Όμως από συμβολαιογραφική πράξη111 μαθαίνουμε ότι το 1897 διαχειριστής ήταν ο Ευθύμιος Σεγδίτσας, από χωριό της Άμφισσας, και ο οποίος λόγω μετάθεσης άφησε αντικαταστάτη του τον Λάμπρο Ροντήρη, κτηματία, κάτοικο Ναυπάκτου. Από την ίδια συμβολαιογραφική πράξη διαπιστώνουμε ότι η αποθήκη μονοπωλίου δεν στεγαζόταν πλέον στο Τούρκικο Τέμενος, αλλά στην οικία του Λάμπρου Ροντήρη και μάλιστα με ενοίκιο 12 δραχμές ανά μήνα.
Μετά το Λάμπρο Ροντήρη, ως διαχειριστής μονοπωλίου αναφέρεται ο Νικόλαος Μπεκύρης κάτοικος Ναυπάκτου. Από συμβολαιογραφική πράξη112 μαθαίνουμε ότι ενοικιάζεται από το Νικόλαο Μπεκύρη για λογαριασμό της Εταιρίας Μονοπωλίων, η ισόγειος οικία του Αναγνώστη Λαούρδα, που βρίσκεται στο ανατολικό προάστιο της Ναυπάκτου, στη συνοικία Βαρναράχη.
Όπως πληροφορούμαστε από άλλη συμβολαιογραφική πράξη113, η οικία αυτή βρίσκεται απέναντι από το περιβόλι του Νόβα και συνορεύει ανατολικά με οικόπεδο Λαλαγιάννη, δυτικά με οικίσκο Ν. Καρακουλάκη, αρκτικώς και μεσημβρινώς με δημόσιο δρόμο. Σήμερα μεσημβρινώς με οδό Αθηνών, αρκτικώς με οδό Αλθέας. Η οικία ήταν κτισμένη προς την πλευρά του λόφου και είχε πρόσοψη προς την οδό Αθηνών. Η ενοικίαση έγινε για μία τριετία έναντι του ποσού των 1.620 δραχμών, ήτοι 45 δραχμών ανά μήνα.
Σε διάφορες άλλες συμβολαιογραφικές πράξεις ο Νικόλαος Μπεκύρης αναφέρεται ως διαχειριστής του μονοπωλίου Ναυπάκτου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Μετά απ’αυτόν αναφέρονται και άλλοι διαχειριστές, όπως ο Νικόλαος Καρακουλάκης, στου οποίου το ιδιόκτητο κτίριο στεγάστηκε η αποθήκη του μονοπωλίου (στη θέση που βρίσκεται σήμερα το κτίριο του Ιατρικού Ινστιτούτου) και ακολουθούν ως διαχειριστές οι: Γεώργιος Τσάρας, Απόστολος Σεπεντζής, Ιωάννης Παραλίκας, Παναγιώτης Σταθάτος και τέλος η Λαμπρινή Δούρου – Σταθάτου.
Ποτέ δεν στεγάστηκε σε ιδιόκτητο κτίριο, αλλά πάντα στεγαζόταν σε ενοικιαζόμενα κτίρια κατάλληλα για τη λειτουργία του. Ως θεσμός λειτούργησε στην πόλη μας όπως και σε όλες τις άλλες πόλεις της Ελλάδος μέχρι τα μέσα της δεκαετίας το 1980, οπότε και τα είδη, που πωλούσε ως μονοπωλιακά, πωλούνταν πλέον στο ελεύθερο εμπόριο από όλους σχεδόν τους εμπόρους.
Η ΣΤΑΦΙΔΑ ΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ
Η περιοχή της Ναυπάκτου παρήγε αρκετή ποσότητα σταφίδας, αποξηραμένης κυρίως, αλλά και οινοποιημένης, που επαρκούσε όχι μόνο για τις ανάγκες της ντόπιας κοινωνίας, αλλά και για εξαγωγή. Όλη η περιοχή από τη Δάφνη μέχρι το Αντίρριο και το Ελαιοστάσιο είχε σταφιδαμπέλους, όπως μας γίνεται γνωστό από τις συμβολαιογραφικές πράξεις (αγορές, πωλήσεις, μεταβιβάσεις, ενοικιάσεις), που γίνονταν κατά τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού, χρονική περίοδο κατά την οποία το 80% των κτημάτων αναφέρονται ως σταφιδάμπελοι.
Από την εταιρική σύμπραξη των καραγωγέων, που έγινε το 1894 και που αναφέρονται λεπτομερώς τα προϊόντα, που μετέφεραν, πληροφορούμαστε ότι θα μετέφεραν και σταφίδα από τη Μαράγδω114, το Ξηροπήγαδο και το Λυγιά για τη Ναύπακτο (Λιμάνι), γεγονός που πιστοποιεί την ύπαρξη πολλών σταφιδαμπέλων σε αυτές τις περιοχές. Στην ίδια εταιρική σύμπραξη αναφέρονται και οι διαδρομές στο δυτικό τμήμα της πόλης, και ήταν οι ακόλουθες:
- Πλατάνια – Κτήμα Σινάνη – Παλαιοπαναγιά – Κτήμα Ζυγουράκη – Βαρειά για Ναύπακτο (Λιμάνι).
- Βαρειά – Κτήμα Σπύρου Κυρίτση – Γαλάνη – Κτήμα Κορίζη – Αλωνάκι για Ναύπακτο (Λιμάνι).
- Κοτινέϊκα – Σαϊτά – Πινακούλα – Αλωνάκι για Ναύπακτο (Λιμάνι).
Οι παραπάνω περιοχές καλύπτουν όλο το ανατολικό και όλο το δυτικό μέρος της πόλης.
Όπως αναφέραμε και παραπάνω, ένα μεγάλο ποσοστό της παραγόμενης σταφίδας εξαγόταν στο εξωτερικό, όχι φυσικά από το λιμάνι της Ναυπάκτου αλλά της Πάτρας, αφού πρώτα μεταφερόταν εκεί με καΐκια από το λιμάνι της πόλης μας.
Η σταφίδα, που προοριζόταν για εξαγωγή είχε ειδική τιμή, η οποία αφού οριζόταν δημοσιευόταν στο αντίστοιχο Φ.Ε.Κ. Τέτοιες δημοσιεύσεις σχετικές με την τιμή -η οποία ήταν και διαφορετική κάθε χρόνο- της σταφίδας της Ναυπάκτου, έχουμε αρκετές από το 1845 ως το 1857.
Στη διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής συμμετείχαν ο έπαρχος Ναυπακτίας, ο τελώνης Ναυπάκτου, ο οικονομικός έφορος Ναυπακτίας, αντιπροσωπείες εμπόρων και παραγωγών της σταφίδας.
Αφού αποφασιζόταν η τιμή και αναγράφονταν οι παράγοντες, που τη διαμόρφωσαν, το σχετικό έγγραφο αποστελλόταν για δημοσίευση στο ανάλογο Φ.Ε.Κ.
Από τη διαδικασία αυτή μας είναι γνωστά και τα ονόματα τόσο των υπηρεσιακών παραγόντων, που ήταν ξένοι προς τη Ναύπακτο, όσο και των ντόπιων εμπόρων και παραγωγών και έτσι έχουμε πλήρη εικόνα του τρόπου εμπορίας της. Τη βεβαίωση για την εξαγωγή της σταφίδας της πόλης μας μας την δίνει ένας συγκεντρωτικός πίνακας εξαγωγής της σταφίδας της Ελλάδας, ανά επαρχία της Ελληνικής Επικράτειας, για το έτος 1880 που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΣΤΙΑ121. Για την επαρχία Ναυπακτίας ο σχετικός πίνακας (ο οποίος και επισυνάπτεται) αναφέρει ότι έγινε εξαγωγή 405.546 λίτρων σταφίδας ήτοι 175.000 κιλών περίπου, ποσότητας αρκετά μεγάλης για την περιοχή μας. Από το βιβλίο του Γ. Παρασκευόπουλου «ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», έκδοση 1895 πληροφορούμαστε ότι: «…Η σταφιδοπαραγωγή στη Ναύπακτο ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο (1.000.000) ενετικές λίτρες και μάλιστα καλής ποιότητας, μετά του Αιγίου». Σύμφωνα με τον επισυναπτόμενο πίνακα του 1881 η παραγωγή μέσα σε 15 χρόνια από 400.000 λίτρες σχεδόν τριπλασιάστηκε αφού ξεπέρασε το 1.000.000 λίτρες.
Για την ανάπτυξη και βελτίωση της καλλιέργειας και εμπορίας της σταφίδας στη Ναύπακτο πολύ βοήθησε και η Σταφιδική Τράπεζα, που ήταν ο πρόδρομος της Αγροτικής. Η Σταφιδική Τράπεζα συστήθηκε το 1899 στην Πάτρα122. Ήταν μια ιδιωτική τράπεζα που είχε μεν έδρα την Πάτρα, όμως οι δραστηριότητές της επεκτείνονταν στην ευρύτερη περιοχή (Κορινθία, Αχαΐα, Ηλεία, Μεσσηνία, Αιτωλοακαρνανία, Ιόνια Νησιά) και είχε μέλη όλους τους σταφιδοπαραγωγούς των περιοχών αυτών. Εκτός από την προώθηση της σταφίδας είχε και άλλες δραστηριότητες, όπως η παροχή εφοδίων και δανείων στους καλλιεργητές. Όλες οι συναλλαγές γίνονταν από αντιπροσώπους της σε κάθε πόλη.
Στη Ναύπακτο αντιπρόσωπος ήταν ο Ανδρέας Δημολίτσας. Η Τράπεζα του είχε ενοικιάσει αποθήκη για να προμηθεύει στους παραγωγούς θειάφι και γαλαζόπετρα, απαραίτητα σκευάσματα, για την καλλιέργεια της σταφίδας. Όλα αυτά τα πληροφορούμαστε από συμβολαιογραφική πράξη123 σύμφωνα με την οποία ο Ανδρέας Δημολίτσας ήταν πράκτορας της Τράπεζας και είχε ενοικιάσει την αποθήκη του Χρήστου Τριανταφύλλου για την αποθήκευση χαλκού και θειαφιού, ώστε να εξυπηρετείται το πρακτορείο. Στο μισθωτήριο συμβόλαιο αναφέρονται η θέση της αποθήκης, οι όροι της ενοικίασης καθώς και το μίσθωμα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν πληρεξούσια, στα οποία οι σταφιδοπαραγωγοί της περιοχής Ναυπάκτου εξουσιοδοτούν μέλη της Σταφιδικής Τράπεζας, κατοίκους Πατρών, αφενός μεν για να τους εκπροσωπήσουν στη Γενική Συνέλευση της Τράπεζας, αφετέρου δε για να ψηφίσουν εκ μέρους των στις εκλογές για την ανάδειξη της Διοίκησης. Από τα πληρεξούσια αυτά μαθαίνουμε ονόματα των σταφιδοπαραγωγών της περιοχής, που υπήρχαν στις αρχές του 20ου αιώνα και που ξεπερνούσαν τους 80.
Όπως προαναφέραμε, η Σταφιδική Τράπεζα διαμέσου του πράκτορά της έδινε και δάνεια στους σταφιδοπαραγωγούς για την καλλιέργεια της σταφίδας. Για τη λήψη των δανείων υπογραφόταν ανάμεσα στον πράκτορα και τον δανειολήπτη συμβολαιογραφική πράξη, στην οποία αναφέρονταν όλα τα στοιχεία του δανείου. Ενδεικτικά επισυνάπτεται μία τέτοια στο τέλος της παρούσας ενότητας.
(συνεχίζεται)
*απόσπασμα από το βιβλίο «Εν Ναυπάκτῳ τῇ… Μαρτυρίες καί ντοκουμέντα γιά τό χθές», του Γεώργιου Παραλίκα που δημοσιεύεται σε συνέχειες στην εφημερίδα «εμπρός»