15.6 C
Nafpaktos
Tuesday, November 26, 2024
spot_img
spot_img

Κ. Αντωνόπουλος: Η Έξοδος του Μεσολογγίου-Το πέρασμα από τη Δωρίδα

spot_img

Αφανείς πτυχές της τοπικής μας ιστορίας

Του Κωνσταντίνου Αντωνόπουλου *

Μάιος 2020

Με αφορμή την επέτειο 194 χρόνων από την έξοδο του Μεσολογγίου, θέλω να παρουσιάσω μια αφανή, αλλά με έντονο συμβολισμό πτυχή της τοπικής μας ιστορίας, που συνδέεται με το πέρασμα των υπερασπιστών του Μεσολογγίου από τη Δωρίδα.

Οι Δωριείς, όπως είναι γνωστό, ενίσχυσαν την άμυνα του Μεσολογγίου με ένοπλα τμήματα και πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος, υπερασπιζόμενοι την ιδέα της Ελευθερίας.[1]

Στο Μεσολόγγι η κατάσταση ήταν τραγική. Η παντελής έλλειψη τροφής ανάγκασε τους πολιορκημένους να τρώνε άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, σκύλους, γάτες ποντίκια και όταν αυτά τελείωσαν, έτρωγαν πικρά αρμυρίκια. Οι οργανισμοί των ανδρών της φρουράς εξασθένησαν, οι άμαχοι πέθαιναν από την πείνα, οι ασθένειες απειλούσαν όλους, η τροφοδοσία από το ναυτικό ήταν πλέον αδύνατη και έτσι οι οπλαρχηγοί πήραν την απόφαση για έξοδο.

Την 10η Απριλίου 1826 η έξοδος έγινε με βάση σχεδιασμό που προηγήθηκε, όπως αποτυπώνεται στα απομνημονεύματα αγωνιστών που ήταν παρόντες και έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο όπως ο Κασομούλης, στα απομνημονεύματα άλλων αγωνιστών και από τους ιστορικούς.[2]

Για την έξοδο καθορίστηκαν οι ομάδες (κολώνες)[3] των ένοπλων, η ομάδα των γυναικόπαιδων και όσων άλλων μπορούσαν να ακολουθήσουν στις σκληρές αυτές συνθήκες, η κατεύθυνση, καθώς και το σημείο συνάντησης[4], ώστε να δράσουν όλοι, όσο πιο συντονισμένα μπορούσαν στο βαθμό που αυτό θα ήταν εφικτό, λόγω των εξαιρετικά δυσμενών συνθηκών.

Τα ένοπλα τμήματα μαζί με τα γυναικόπαιδα, μετά από σκληρή μάχη σώμα με σώμα στα πεδινά, προωθήθηκαν προς τα ορεινά, ελπίζοντας ότι  εκεί θα τελείωναν οι μάχες. Έπεσαν σε ενέδρες και υπέστησαν μεγάλες απώλειες.[5]

Όσοι επέζησαν, κατευθύνθηκαν στη Δερβέκιστα, σημερινή Ανάληψη, όπου έκαναν απολογισμό των μαχητών και των γυναικόπαιδων που χάθηκαν στις μάχες.

Εκεί ειδοποιήθηκαν ότι έπρεπε να συναντήσουν τον Καραϊσκάκη που ήταν ασθενής στον Πλάτανο. Οι οπλαρχηγοί τον ενημέρωσαν για την όλη κατάσταση και αυτός πρότεινε να μείνουν στο στρατόπεδό του.[6] Κάποιοι έμειναν, ενώ οι υπόλοιποι, με τους ελάχιστους διασωθέντες αμάχους, συνέχισαν την πορεία τους προς τη  Δωρίδα,[7] με στόχο να ενωθούν οι μαχητές Δωριείς με τους δικούς τους και οι υπόλοιποι να συνεχίσουν  προς Σάλωνα, Θεσπιές, Περαχώρα, με τελικό προορισμό το Ναύπλιο.

Όσοι γνωρίζουν τη μορφολογία του εδάφους που ακολούθησε η πορεία των μαχητών του Μεσολογγίου ή μπορούν να τη φανταστούν από τους χάρτες του διαδικτύου, μπορούν να κατανοήσουν την τεράστια προσπάθεια που κατέβαλαν για να διασχίσουν τα δύσβατα περάσματα των Κραββάρων και της ορεινής Δωρίδας.

Πρέπει να συνυπολογίσουμε, ότι οι μαχητές, τα γυναικόπαιδα και όσοι άλλοι άμαχοι απέμειναν, ήταν αδύναμοι από την έλλειψη τροφής, αφού την στερούνταν ήδη από το Μεσολόγγι. Ότι έδωσαν σκληρές μάχες κατά την έξοδο, έπεσαν σε ενέδρες, ανέβηκαν πολεμώντας ξιφήρεις τα βουνά μέχρι να σταματήσουν να μάχονται. Ότι στην πορεία έχαναν παιδιά, γυναίκες, φίλους και συντρόφους αγωνιστές.

Κάποιες ομάδες βρήκαν καταφύγιο στο Μοναστήρι Παναγίας της Βαρνάκοβας που λειτουργούσε και ως στρατόπεδο. Ο Καραϊσκάκης έστελνε  αποσπάσματα σε επίκαιρες θέσεις, για να επιβραδύνουν την προέλαση του Κιουταχή. Στo Μοναστήρι της Βαρνάκοβας[8] έστειλε για ενίσχυση του πολεμικού βαρνακοβίτικου σώματος, τον Κώστα Καλύβα και Ιωάννη Φραγκίστα[9] με 150 άνδρες. Οι οπλαρχηγοί Τριαντάφυλλος Αποκορίτης, Σκαλτσοδήμος και τμήματα του Σιαφάκα ενεργούσαν σε επίκαιρες θέσεις εκτός της Μονής.[10] Οι Τούρκοι πολιόρκησαν το Μοναστήρι και μετά την έξοδο των υπερασπιστών, το ανατίναξαν από οργή για τις μεγάλες τους απώλειες.

Το κύριο σώμα των οπλαρχηγών με ελάχιστα γυναικόπαιδα, σε άθλια κατάσταση, αποδεκατισμένο από τις κακουχίες και την πείνα έφτασε στους Πενταγιούς.

Ο Κασομούλης γράφει.

«Ξεκινήσαντες ἀπό τά Λουμπουτινά,[11], ἑφθάσαμε εἰς Πενταγιούς Λιδορικιοῦ. Μὅλον ὅποῦ καί τοῦτοι, τά πράγματά των τά εἶχαν σηκωμένα, ἦλθαν ὅμως ὅλοι οἱ οἰκοδεσπόται μέ ταίς φαμελλιαίς των, μας ἢφεραν ἀπὸ ὅ,τι εἶχεν ὁ καθείς, ψωμί, φαγί, κρασί και ὅλην τήν νύκταν συλλυποῦντο τήν κατάστασίν μας καί τά δεινά μας.

Ὁ (Δ.) Σκαλτσᾶς εὑρισκόμενος εἰς τό χωρίον…(Γρανίτσα), ἐπάνω ἀπὸ τοῦ Σκορδά τό Χάνι, εἶχε σφαχτά μαζωμένα ἀπὸ συνεισφοράν, καί ἀνθρώπους διωρισμένους νά μᾶς χορηγοῦν, ὅταν ζητήσωμεν· μᾶς ἔστειλεν (καί) 4 ἀρνιά (ψημένα), τυρί καί ψωμί.

Μή δυνάμενοι νά ἀνέβωμεν νά τόν ἰδοῦμεν, τόν ἐπέμψαμεν  τάς εὐχαριστήσεις μας ἐγγράφως.

Το ἑσπέρας, ἐκοιμήθημεν εἰς τό Λιδορίκι· ἐκεῖνο ἦτον ὅλως διόλου κενόν πρό χρόνων. Ηὕραμεν ἕνα βακάλικον, καί αὐτοῦ ἢπιαμεν καί κρασί.

Διαβάντες ἀπὸ τό χωρίον Καρούταις, ἐφθάσαμεν εἰς τόν Ἕλατον, διάσελλον , ὁποῦ κατηφορήσαντες ἐφθάσαμεν εἰς τά Σάλωνα».

Στις σημειώσεις των απομνημονευμάτων του Κασομούλη, ο Βλαχογιάννης αναφέρει:  «Η παράδοση λέει πως χόρεψαν κιόλα οι γενναίοι. Πρώτη φορά ήπιαν κρασί, ύστερα από την Έξοδο.[12]»

Στο πέρασμά τους από τα χωριά, όπως περιγράφουν οι ίδιοι, δε συναντούσαν πάντα καλή υποδοχή και φιλοξενία. Πλήρωναν, όσοι είχαν, για τα βασικά είδη διατροφής και ένδυσης, αλλού σε υπερβολικές και αλλού σε προσιτές τιμές. Αυτό ήταν αγκάθι στην ψυχή τους[13].

Η θερμή φιλοξενία στους μαχητές του Μεσολογγίου από τους Δωριείς χωρίς κανένα αντάλλαγμα, η αναγνώριση του αγώνα και της θυσίας τους, η παρηγοριά για τα βάσανά τους και η πίστη στη συνέχιση του αγώνα για ελευθερία, λειτούργησαν ως βάλσαμο στις ψυχές τους.

Για το λόγο αυτό εκτιμώ, χόρεψαν τον χορό των Οπλαρχηγών με τους Δωριείς. Όλα αυτά είχαν υψηλό συμβολισμό για το ηθικό των Ελλήνων.

Οι μαχητές τα διηγήθηκαν σε όλους όταν έφτασαν σε άθλια κατάσταση στο Ναύπλιο.[14] Τις  διηγήσεις των μαχητών προφανώς άκουσε και ο Γεώργιος Τερτσέτης και σε συνδυασμό με τον αντίκτυπο της εξόδου στην κοινή γνώμη της Ευρώπης και την αναζωπύρωση του φιλελληνικού ρεύματος, συμπεριέλαβε το χορό τους στο Λιδωρίκι,  στους στίχους του ποιήματός του «Ο χορός των Οπλαρχηγών και η νύχτα του Μαΐου».

Παραθέτω μερικούς στίχους του ποιήματος από το πρωτότυπο:

«…Ὦ χιονισµένε Παρνασσέ, σπηλιαῖς ’ς τό Λοιδορίκι,

Σεῖς ἴδετε καλόν χορόν ἀπ’ ἄνδραις καί γυναῖκες*,

Ὁµορφονιαῖς καί γέροντες κἱ ἀνδρειωµένοι νέοι

Στένουν ζωνάρι ἕνα χορό καί εὔµορφα τραγουδοῦνε,

Κ’ ἡ νιαῖς ὁποῦ χορεύουνε φοροῦν ἀνδρίκια ῥοῦχα,

Καί µ’ ἄρµατα πλακόνουνε τά τρυφερά βυζιά τους.

Εἶναι τά Ἑλληνόπαιδα ’ποῦ ἀπ’ τό Μισολόγγι

Μέ τά σπαθιά τους ’γλύτωσαν ’ς τῆς νύχτας τό φεγγάρι,

Καί τόρα σταίνουνε χορό, ’ψηλά ’ς τό Λοιδορίκι.

Χορεύουν να ἡμερώσουνε την λύπη της καρδιᾶς τους,

Πῶς πλιά δέν θέλει, μεταϊδοῦν τούς νιούς ‘πού ἑχαθῆκαν·

Χορεύουν διά νά δώσουνε θάῥῥος εις την πατρίδα,

Πῶς ὅσο κι ἄν ἑμείνανε ’λίγα τά παλληκάρια,

Τα Στήθη τους δέν ’δείλιασαν ’ς τούς φόνους καί ’ς τό ἄίμα,

Καί χαίρονται καί τραγουδοῦν σάν ’ς ταῖς καλαῖς ήμεραις.»

Το ποίημα δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά, στις 15 Ιουνίου 1832 στο Ναύπλιο, στο φύλλο με αριθμό 18, της «Εθνικής Εφημερίδας».[15]

Το γεγονός αυτό έχει από μόνο του ιδιαίτερη σημασία για την αξιοπιστία της ιστορικής πηγής. Επιπρόσθετα στις υποσημειώσεις της εφημερίδας αναφέρεται ρητά ότι: «Ὁ χορός αὐτός ἐγεινεν εἰς Λοιδορίκι ἀπαραλλάκτως, ὡς περιγράφεται». Στο ποίημά του ο Γεώργιος Τερτσέτης[16] τονίζει τον πατριωτισμό των Ελλήνων και απευθυνόμενος στους Ευρωπαίους και στον νεοεκλεγμένο Βασιλιά Όθωνα, εξυμνεί τις χορευτικές και τραγουδιστικές τους συνήθειες, τις συνδέει με τον Μάιο και την ανοιξιάτικη «έκρηξη της φύσης», αναδεικνύει τις ρίζες τους από την Αρχαία Ελλάδα και την αδιάλειπτη συνέχειά τους.

Εκατό χρόνια μετά τη δημοσίευση του ποιήματος του Τερτσέτη, ο επαχτίτης Γιάννης Βλαχογιάννης,[17] ποιητής και λογοτέχνης, έγραψε το ιστορικό αφήγημα «Αστραπόκαμα», αναφερόμενος στον χορό των Οπλαρχηγών στο Λιδωρίκι[18]. Ο Βλαχογιάννης ως επιμελητής και εκδότης των απομνημονευμάτων «Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833» του Κασομούλη, είχε άμεση πρόσβαση στις σημειώσεις και το αρχείο του και κατά συνέπεια στα πραγματικά ιστορικά περιστατικά.

Αναφέρω απόσπασμα από το «Αστραπόκαμα»:

«Της Έξοδος τ’ αντίβροντο γέμισε των βουνών τα κάρκαρα, λιάκουρες και κλεισούρες αντιβουίσαν , κι’ οι κρυμμένοι χωριανοί βγήκανε τέλος από τους κρυψώνες τους και τρέξαν από πίσω στο συμπεθερικό, σα διψασμένα αγρίμια,

να ρωτήσουν και να μάθουν.

Τους προφτάσανε πολλοί στο Λιδωρίκι. Εκεί, μπρος στ’ αχνισμένα λείψανα, που δείχνουν της ζωής τη φλόγα μεσ΄τα μάτια τους να θαμποσβήνει σα μακρυσμένο απόβραδο, οι χωριανοί λησμονήσαν και το ρώτημα και το άκουσμα. Άλλοι λειψό ψωμί ζυμώσαν, άλλοι ψήσαν αρνάκι τρυφερό, άλλοι ξετρυπώσαν τ’ αντιψύχι του παλιού κρασιού και στρώσαν το τραπέζι, όλο δαφνόμυρτα, και μοίρασαν το φαί,

λίγο από λίγο, κι’ ενώ τους βλέπουνε να τρώνε, μένουν αυτοί γονατιστοί και κλαίνε.

Δες όμως και τι θάμα ήταν αυτό. Όχι σαν ηλιοβασίλεμα που φεύγει, μα σαν κοντινή ανατολή η ζωή γυρίζει στη ματιά τους. Το χαμόγελό τους μοιάζει με του Αυγερινού το πρωτοχάραμα, και ξαφνικά λάμπει στο μέτωπό τους τ’ άγιο αστέρι το λαμπρό.

Είναι του Μεσολογγιού η θύμηση η γλυκειά που ξαναγύρισε κι’ έφεξε γύρω.

Σηκώνονται απ’ το τραπέζι το λιτό. Άντρες – γυναίκες σιάζουν τ’ αχτένιστα μαλλιά, σφίγγουν τη μέση, χεροπιάνονται όλοι νιάτα, από θείο πιοτό γεμάτη την καρδιά. Ένας σουλιώτης , που’ κρυβε στα στήθια τη σημαία του Μεσολογγιού, την ξετυλίγει, την κρεμάει απ’ ένα κλάδο.

Δεν είναι πια σημαία του πολέμου αυτή, φλάμπουρο είναι γάμου, και κάνει τη χαρά του το λυπημένο συμπεθερικό, και παίρνει τη λαχτάρα της ζωής για νύφη, νύφη μια και μόνη.

Ο λόγος ο στοματικός, που φύλαξε του θείου αυτού χορού το θάμα, λησμόνησε για το τραγούδι να μας πει, που είπαν οι χορευτάδες…»..

Στον χορό έλαβαν μέρος και οι αγωνίστριες γυναίκες του Μεσολογγίου, όπως περιγράφουν και οι δύο λογοτέχνες.

Ο Τερτσέτης στο ποίημά του λέει:

«…Κ’ ἡ νιαῖς ὁποῦ χορεύουνε φοροῦν ἀνδρίκια ῥοῦχα,

Καί µ’ ἄρµατα πλακόνουνε τά τρυφερά βυζιά τους.

Εἶναι τά Ἑλληνόπαιδα ’ποῦ ἀπ’ τό Μισολόγγι

Μέ τά σπαθιά τους ’γλύτωσαν ’ς τῆς νύχτας τό φεγγάρι…».

Ο Βλαχογιάννης στο ιστορικό του αφήγημα αναφέρει:

«…Άντρες – γυναίκες σιάζουν τ’ αχτένιστα μαλλιά, σφίγγουν τη μέση, χεροπιάνονται όλοι νιάτα, από θείο πιοτό γεμάτη την καρδιά…».

Από τον χορό αυτό υποθέτω, δε θα μπορούσε να λείπει η Μεσολογγίτισσα Χρυσηίδα Γ. Κοντσακάρη[19]και οι ανώνυμες συναγωνίστριές της. Αυτό το στοιχείο είναι ισχυρό τεκμήριο για την ορθότητα των γραφομένων από τους Τερτσέτη και Βλαχογιάννη.

Το γεγονός ότι ο Τερτσέτης και ο Βλαχογιάννης συμπίπτουν στις παρουσιάσεις τους, δεν σημαίνει απόλυτη τεκμηρίωση της ιστορικής πραγματικότητας, σημαίνει όμως πολλά για τον τρόπο που επέλεξαν και οι δύο, να μετουσιώσουν ένα ιστορικό γεγονός σε λογοτεχνικό λόγο.

Στο πλαίσιο του εορτασμού των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, η Ένωση Δωριέων Επιστημόνων έχει προγραμματίσει σειρά ερευνών και δράσεων, με γενικό τίτλο «Η συμβολή των Δωριέων στην Επανάσταση του 1821», με στόχο να στρέψει το φως της ιστορικής έρευνας και στη Δωρίδα. Για διάφορους λόγους, το φως αυτό έπεσε περισσότερο σε κάποιους τόπους ή σε κάποια γεγονότα, αφήνοντας κάποιους άλλους στη σκιά, μεταξύ αυτών και τη Δωρίδα.

Η παρουσίαση της αφανούς αυτής πτυχής της τοπικής μας ιστορίας, είναι ένα ερέθισμα για εμάς τους Δωριείς, προκειμένου να στραφούμε και σ’ αυτά τα παραμελημένα κεφάλαια του παρελθόντος μας, για την, όσο το δυνατόν, πιο ολοκληρωμένη εικόνα της συμβολής των Δωριέων στην Επανάσταση του 1821.

Ο εορτασμός των 200 χρόνων δεν πρέπει να αναλωθεί σε αμφίβολης ποιότητας εκδηλώσεις και ανούσιους λόγους. Πρέπει να αποτελέσει την απαρχή για εθνική αυτογνωσία, ουσιαστική έρευνα, σκάλισμα αρχείων, ανάδειξη γεγονότων, προσώπων γνωστών και άγνωστων μέχρι σήμερα που, με τις πράξεις τους, έδωσαν νόημα στον αγώνα για την Ελευθερία.

Ο Ιστορικός και βαθύς γνώστης των διεργασιών της Επανάστασης, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, αναφέρει σε πρόσφατο άρθρο του,[20] «το 1821 συγκροτήθηκε η σύγχρονη εθνική μας ταυτότητα και άρχισαν να συνειδητοποιούνται οι εθνικές διεκδικήσεις. Έτσι άρχισε να αποκρυσταλλώνεται το ελληνικό εθνικό όραμα, χωρίς το οποίο ούτε η Επανάσταση μπορούσε να «εκκολαφθεί» ούτε το εν επαναστάσει έθνος να αποδεχτεί και να αντέξει τις αλλεπάλληλες θυσίες που επέφερε η δυσαναλογία ισχύος των εξεγερμένων προς την Αυτοκρατορία».

* Ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος είναι Οικονομολόγος, Αντιπρόεδρος της  Ένωσης Δωριέων Επιστημόνων και του Ομίλου Προετοιμασίας Στελεχών Αυτοδιοίκησης,  π. Αντιδήμαρχος Δήμου Δωρίδος.

 

[1] Ευθύμιος Σταθόπουλος, Η Φωκίδα της Επανάστασης, η γενιά του Εικοσιένα και η τύχη όλων των αγωνιστών, κατάλογοι προσώπων, Αθήνα 1994.

[2] Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833, τόμος 2ος, σελ. 251-262,  Αθήνα 1940. Ο Κασομούλης αναφέρει  συναντήσεις των οπλαρχηγών για προετοιμασία της εξόδου με συμμετοχή του Προέδρου της Διοικούσας Επιτροπής Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου, του Επισκόπου Ρωγών Ιωσήφ και Δημογερόντων του Μεσολογγίου. Στη συνάντηση της προηγούμενης ημέρας από την  έξοδο, έγινε εκτίμηση της κατάστασης, ανταλλαγή  απόψεων, ορισμός σημείου συνάντησης, συντάχθηκε σχέδιο εξόδου, γράφτηκε μπροστά σε όλους  από τον Κασομούλη που επιφορτίστηκε να περιέλθει τα σώματα – θέσεις υπερασπιστών, για να το διαβάσει στους αξιωματικούς.

  Αρτέμιος Μίχος, Απομνημονεύματα 2ας πολιορκίας του Μεσολογγίου, Αθήνα 1883, σελ. 76-77.

-Σπυρομίλιος, Απομνημονεύματα 2ας πολιορκίας του Μεσολογγίου 1825-1826, Αθήνα 1926.

  –Νικόλαος Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1851, τόμος 2ος, σελ. 561-562.

-Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα 1980, τόμος ΙΒ’, σελ.412.

-Γεώργιος Φίνλεϋ, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήνα, επιμέλεια Τάσος Βουρνάς, τόμος 2ος, σελ. 106-107.

[3] Νικόλαος Κασομούλης, ό.π, σελ. 260.

   Αρτέμιος Μίχος, ό.π, σελ. 80.

[4] Νικόλαος Κασομούλης, ό.π, σημείο συνάντησης το Μοναστήρι του Άη   Συμιού (Αγίου Συμεών), σελ. 261.

[5] Νικόλαος Κασομούλης, ό.π,  σελ. 277.

[6] Νικόλαος Κασομούλης, ό.π,  σελ. 289-290.

[7] -Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήνα 1887, τόμος 5ος, σελ. 892.

    – Δημήτριος Αινιάν, ιδιαίτερος γραμματέας Καραϊσκάκη, Βιογραφία Καραϊσκάκη, έκδοση  2η από Ι. Βλαχογιάννη, Αθήνα 1903, σελ. 31.

    -Απόστολος Βακαλόπουλος, ό.π, σελ.415.

    -Αρτέμιος Μίχος, ό.π, σελ. 90.

    -Σπυρομίλιος, ό.π,σελ. 144.

    -Νικόλαος Σπηλιάδης, ό.π, τόμος 2ος, σελ. 566.

    -Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Λονδίνο 1860, έκδοση 2η, τόμος 3ος, σελ. 340.

[8] Νικόλαος Σπηλιάδης, ό.π, τόμος 3ος, σελ. 12.

Πέτρος Καλονάρος, Βαρνάκοβα, Αθήνα 1957, σελ.108-110.

   Απόστολος Βακαλόπουλος, ό.π,  αναφέρει ότι τα στρατεύματα του Κιουταχή βρήκαν αντίσταση μόνο στο Μοναστήρι της Βαρνάκοβας και αναγκάστηκαν σε υποχώρηση. Εγκαταλείφθηκε από τις Ελληνικές δυνάμεις λόγω έλλειψης τροφίμων. σελ.416.

  Γεώργιος Κρέμος, Νεώτατη Γενική Ιστορία, Αθήνα 1890, τόμος 4ος, σελ. 906-907

[9] Ο Ιωάννης Φραγκίστας, στην αναφορά του προς τον Καποδίστρια στις 22 Απριλίου 1830, αναφέρει ότι έλαβε εντολή από τον αρχηγό του (Καραϊσκάκη), να αντισταθεί στη  Βαρνάκοβα, με 150 στρατιώτες, τον Κώστα Καλύβα και τους λοιπούς (σκαλζέους). Αναφέρεται στην έλλειψη πολεμοφοδίων και τροφίμων, στην έξοδό από το Μοναστήρι, τον τραυματισμό και τη μετάβασή του στο Ναύπλιο για να συνταχθεί με τους οπλαρχηγούς του Μεσολογγίου που είχαν φτάσει εκεί.

[10] Γιάννης Ηλιόπουλος, Παρθένιος Ζωγράφος ο από Καρυών. Ο Παπαφλέσσας της Δωρίδας, έκδοση Ένωσης Ευπαλιωτών, 2013, σελ. 84-87.

[11] Σημερινή Άνω Χώρα Ναυπακτίας.

[12] Βλαχογιάννης, σημειώσεις στα Απομνημονεύματα Ν. Κασομούλη,  σελ. 294.

[13] Σπυρομίλιος, Απομνημονεύματα 2ας πολιορκίας του Μεσολογγίου 1825-1826, αναφέρει ότι τα λείψανα της φρουράς του Μεσολογγίου, άνθρωποι  γυμνοί, πεινασμένοι και αδύναμοι από τον πολύ κόπο, δεν έτυχαν περίθαλψης και προσφοράς, αλλά αγόραζαν τα τρόφιμα, τις κάπες και τα άλογα σε υπερβολικές τιμές, σελ. 143.

-Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833, αναφέρει την προσφορά παξιμαδιών, την  αγορά όμως των «σφαχτών», καθώς και το υπερβολικό ποσό τους σε γρόσια από τους αγωνιστές  του Μεσολογγίου, αντί προσφοράς για τον αγώνα τους, σελ. 280-281.

-Νικόλαος Κασομούλης, ό.π, αναφέρει ότι δεν εύρισκαν πουθενά υποδοχή και πολλοί  πέθαναν στο δρόμο, σελ. 293.

– Νικόλαος Σπηλιάδης, ό.π,  αναφέρει ότι δε βρήκαν τα αναγκαία για περίθαλψη, τόμος 2ος, σελ. 566.

-Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Λονδίνο 1860, έκδοση 2η, τόμος 3ος, σελ. 340.

-Αντώνης Διακάκης, Η πόλη του Μεσολογγίου κατά την Επανάσταση του 1821: πόλεμος, οικονομία,  

πολιτική, καθημερινή ζωή, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Κρήτης 2017, σελ. 403.

[14] Νικόλαος Κασομούλης, ό.π,  σημειώνει ότι, στο Ναύπλιο, «εβγήκεν όλος ο λαός εις υποδοχήν, τα κανονοστάσια πυροβόλησαν, και δάκρυα χαράς και θαυμασμός μέγας εκυρίευεν τον κόσμον, όταν παρατηρούσαν την μορφήν της Φρουράς και των σωθέντων γερόντων Στρατηγών», σελ. 300.

Αντώνης Διακάκης, ό.π,, ο Κ. Μεταξάς παρατήρησε ότι οι επιζώντες της εξόδου διακρίνονταν από εκείνους των έξω σωμάτων «ως ρακένδυτοι καθημαγμένοι, γυμνοί και φθειριώντες», αλλά και από τον οπλισμό τους, καθώς οι περισσότεροι είχαν «τα ξίφη και μαχαίρας των άνευ θήκης, την οποίαν είχον ρίψει εξερχόμενοι του Μεσολογγίου∙ αξιοσημείωτος ήτο και η φυσιογνωμία των άγριόν τι και θηριώδες έχουσα», σελ. 384.

Αντώνης Διακάκης, ό.π,  ο F. Marcet σημειώνει ότι μέχρι το Μάιο είχε συναντήσει σε διάφορα μέρη αρκετούς άνδρες και γυναικόπαιδα, επιζώντες της εξόδου, οι οποίοι αφηγούνταν τις περιπέτειές τους με μια θλιβερή ευθυμία και δήλωναν προετοιμασμένοι από καιρό για τη θυσία για την πατρίδα, για την οποία η γενιά τους ήταν προορισμένη. σελ. 403.

[15] Εθνική Εφημερίδα, «επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» την περίοδο εκείνη.

[16] Γεώργιος Τερτσέτης, (1800 – 1874), αγωνιστής μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Σπούδασε νομικά, στα Πανεπιστήμια της Πάδοβα και της Μπολόνια. Ήταν ιστορικός, πολιτικός, συγγραφέας, ποιητής, φιλόσοφος, απομνημονευματογράφος και νομικός.

Παιδικός φίλος του Διονυσίου Σολωμού, συμμετείχε στον φιλολογικό κύκλο της Ζακύνθου με κορυφαίους λογοτέχνες, ήταν ανάμεσα στους καλεσμένους του Σολωμού, που θα άκουγαν για πρώτη φορά από τον ίδιο, τον « Ύμνο εις την Ελευθερίαν», οι δύο πρώτες στροφές του οποίου αποτέλεσαν τον Εθνικό μας Ύμνο.

Ήταν μέλος του πενταμελούς δικαστηρίου, που το 1834 δίκασε στο Ναύπλιο, τον Κολοκοτρώνη, τον Πλαπούτα και άλλους αγωνιστές. Ο Τερτσέτης μαζί με τον Πρόεδρο του δικαστηρίου Αναστάσιο Πολυζωίδη, αρνήθηκαν να υπογράψουν την απόφαση καταδίκης τους σε θάνατο με  αποκεφαλισμό για εσχάτη προδοσία. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την οριστική τους παύση, τη φυλάκιση και την άγρια κακοποίησή τους από την Αντιβασιλεία.

Οι Γεώργιος Τερτσέτης και Αναστάσιος Πολυζωίδης έχουν καταχωρηθεί ως εθνικοί δικαστές και διαχρονικά σύμβολα του αγώνα για ανεξάρτητη δικαιοσύνη.

[17] Ο Γιάννης Βλαχογιάννης, γεννήθηκε στη Ναύπακτο το 1867. Εμφανίστηκε στα γράμματα δημοσιεύοντας με το ψευδώνυμο Γιάννης Επαχτίτης. Πραγματοποίησε  ιστοριοδιφικές έρευνες για τη διάσωση αρχείων, πολύτιμων απομνημονευμάτων αγωνιστών και εγγράφων για την επανάσταση του 1821. Ένα από τα σπουδαία επιτεύγματά του ήταν η εύρεση σε έναν τενεκέ στο υπόγειο του σπιτιού του Κίτσου Μακρυγιάννη των απομνημονευμάτων του Ιωάννη Μακρυγιάννη, που δημοσίευσε το 1907. Διέσωσε και ανέδειξε τα απομνημονεύματα του Νικολάου Κασομούλη που υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας πολλών σημαντικών γεγονότων της επανάστασης, τα οποία και περιέγραψε με αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια και λεπτομέρεια. Επίσης βοήθησε στις έρευνες για τη διάσωση και έκδοση του αρχείου του Κολοκοτρώνη,  του Καραϊσκάκη, του Σπυρομίλιου.  Το 1914 με δική του εισήγηση ιδρύθηκαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, των οποίων διετέλεσε και πρώτος διευθυντής ως το 1937.

[18]Μάριος Καζίκας, Το λογοτεχνικό έργο του Γιάννη Βλαχογιάννη-Επαχτίτη, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών Φιλοσοφική Σχολή 2017. Ο Μάριος Καζίκας αναφέρει ότι «Η λογοτεχνική δεινότητα του Βλαχογιάννη,…συνίσταται …  στην αξιοποίηση του ιστορικού υλικού ως διόδου για μια βαθύτερη αντίληψη των ηθικό – ιδεολογικών αξιών μιας άλλης εποχής. Η μεταφορά συνεπώς αυτούσιων ανώνυμων προσώπων της Ελληνικής Επανάστασης και το ζωντάνεμά τους μπροστά στα μάτια του αναγνώστη προϋποθέτουν μια εις βάθος γνώση, αλλά πολύ περισσότερο συναισθηματική ταύτιση του συγγραφέα με τα δεδομένα της εποχής.

Εξετάζοντας τα ιστορικά του αφηγήματα ως προς τις ιστορικές αφορμήσεις τους, φαίνεται ότι αυτά προκύπτουν ως ανασύνθεση γεγονότων που αντλούνται από τη μελέτη γραπτών ιστορικών πηγών και προφορικών αφηγήσεων αυτοπτών μαρτύρων, που βίωσαν την Ελληνική Επανάσταση».  

Το «Αστραπόκαμα», γράφτηκε στις 26/6/1929 και περιλαμβάνεται στη συλλογή «Μεγάλα Χρόνια» που εκδόθηκε το 1930. Ο Μάριος Καζίκας μελετητής του λογοτεχνικού έργου του Βλαχογιάννη, μου έδωσε ως πιθανή ερμηνεία της λέξης «Αστραπόκαμα», ντοπιολαλιά της εποχής που βγαίνει από την Αστραπή και το κάψιμο, δηλαδή το καμένο τοπίο που αφήνει το πέσιμο μιας αστραπής. Αυτό φαίνεται και στα νοηματικά συμφραζόμενα της δεύτερης παραγράφου, όπου αναφέρεται ότι, «απόμεινε μιας πιθαμής μαύρη καπνιά στρωμένη, δυο ζευγαριών καψαλισμένος τόπος…».

Ο Βλαχογιάννης στις σημειώσεις των απομνημονευμάτων του Κασομούλη «Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833», περιελάμβαναν 2.701 χειρόγραφες σελίδες, αναφέρει ότι: «Η παράδοση λέει πως χόρεψαν κόλας οι γενναίοι. Πρώτη φορά ήπιαν κρασί, ύστερα από την έξοδο».

[19] Εφημερίδα «Δυτική Ελλάς», Όπως διαβάζουμε σε επικήδειο λόγο, στο φύλλο της 22ας Ιουλίου 1884, έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών η  Χρυσηίδα Γ. Κοντσακάρη σύζυγος του αγωνιστή Καραγγελέ. Έλαβε μέρος στην έξοδο, στο πλευρό του πεσόντος συζύγου της, απέφυγε αγωνιζόμενη την αιχμαλωσία, «διωκομένη και ανδρικώτατα τους εχθρούς αποκρούουσα», έφτασε πολεμώντας μαζί με άλλες έξι γυναίκες στη Δερβέκιστα και ακολουθώντας την πορεία των υπόλοιπων μαχητών, πέρασε από τη Δωρίδα και έφτασε στο Ναύπλιο.

[20] Βασίλης Παναγιωτόπουλος, «Τι γιορτάζουμε το 2021» δημοσίευση στην εφημερίδα Τα Νέα, 1/3/2020.

spot_img
Newspaper WordPress Theme
spot_img
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme
Newspaper WordPress Theme

Περισσότερα

Newspaper WordPress Theme