Γράφει η Σπυριδούλα Πιά
Αποκριές λέγεται από την απαγόρευση της «Κρεατοφαγίας». Οι Αποκριές παντού στην Ελλάδα είναι περίοδος ευθυμίας και διασκεδάσεων. Είναι η εκτόνωση από το βαρύ χειμώνα. Τις αποκριές ο άνθρωπος εξωτερικεύει πίσω από τη μάσκα τα βαθύτερα συναισθήματά του, τις επιθυμίες του, τις απραγματοποίητες φιλοδοξίες του. Ο μεταμφιεσμένος γίνεται αυτό που υπάρχει στον εσωτερικό του παιδικό κόσμο, στην ψυχολογία του βάθους. Ο φτωχός γίνεται πλούσιος, γίνεται Βασιλιάς. Ο αδύναμος γενναίος, η άσχημη γίνεται πανέμορφη, νεράιδα. Θα χαρεί, θα ονειρευτεί, έστω για μια ημέρα, άλλωστε η ευτυχία δεν κρατάει περισσότερο. Υπάρχουν μεταμφιέσεις με πρωτογονικό χαρακτήρα, όπως οι Κουδουνάτοι, γενίτσαροι, κουκούγεροι, Αρκούδες, Γορίλες, κ.λπ., γέροι και κοπέλες και βλάχικος γάμος. Και επίκαιρες πολιτικές καταστάσεις, όπως δικαστήρια, Βουλή και Καρεκλοπόλεμος. Πειρατές, Καραγκιόζης, κ.λπ.. Στην Ναύπακτο γινόταν το Καρναβάλι, όπως και τώρα γίνεται. Έπαιρνε μέρος σχεδόν όλη η πόλη, και σε όλες τις πόλεις και χωριά της Ρούμελης γίνονταν και γίνονται «μεταμφιέσεις». Την τελευταία εβδομάδα, έκλεινε στις πλατείες. Χόρευαν και τραγουδούσαν. Μαζί με το Καρναβάλι έκλειναν όλα τα δρώμενα της Αποκριάς.
Πως γινόταν: Στην ορεινή Ναυπακτία (Κράβαρα). Την Κυριακή της Τυρινής ντύνονταν πολλοί, μπούλες, «Σκλαραίοι» (Σκυλαραίοι), φορούσαν δέρματα και παλιά ρούχα, οι άνδρες γυναίκες, οι γυναίκες άνδρες. Έβγαιναν στην αγορά και έκαναν διάφορα παιχνίδια. Αυτό ήταν η μοναδική ευκαιρία να βγουν και οι γυναίκες στην αγορά και να διασκεδάσουν, που δεν έβγαιναν ποτέ. Πολλές φορές τραγουδούσαν και χόρευαν. Όταν νύχτωνε μαζεύονταν σε σπίτια συγγενικά και έφερναν τα φαγητά τους κι έτρωγαν όλοι μαζί. Απαραίτητα για κάθε οικογένεια ήταν η τυρόπιτα. Τις τυρόπιτες έφτιαχναν με βούτυρο γιδίσιο που το φύλαγαν όλο το χρόνο για εξαιρετικές στιγμές. Μετά το φαγητό έκοβε τις πίτες, ο μεγαλύτερος της παρέας, τις δοκίμαζε όλες κι έβγαζε την καλύτερη κι έλεγε: «Γειά στα χέρια σου» τάδε Μαρία, Ουρανία … Έπειτα η πρωτονοικοκυρά τραβούσε από το παραγώνι της χωνεμένη θράκα που τη λέγανε (σπούρνη). Επάνω σ’ αυτήν έβαζε τόσα αβγά, όσα ήταν τα πρόσωπα. Αν τ’ αβγά ίδρωναν ήταν καλό γι’ αυτόν που του ανήκε, αν έσπαγε το αβγό ήταν κακό γι’ αυτόν που του ανήκε. (Σπούρνη είναι η σπονδή).
Την άλλη μέρα της Αποκριάς, την Καθαρή Δευτέρα, τα παιδιά του Σχολείου, το πρωί μόλις ξυπνούσαν, πριν βγουν στην αυλή, ή στο παράθυρο φρόντιζαν να έχουν φάει κάτι και τότε κυκλοφορούσαν, έπρεπε να είναι φαγωμένα για να ακούσουν τον κούκο, γιατί αν άκουγαν τον κούκο νηστικοί, τότε τους κούμπωνε ο κούκος, γι’ αυτό έτρωγαν για να κουμπώσουν αυτοί τον κούκο. Επίσης, όλα τα παιδιά, πήγαιναν την Καθαρή Δευτέρα και σκαρίζανε τα ζώα του σπιτιού, πηγαίνανε τα ζώα στη βοσκή, σμίγανε πολλές παρέες απ’ τα παιδιά που λέγονταν τότε «Βουκολούδια», δηλ. (Τσοπανούδια).
Στη βοσκή τα παιδιά καίγανε τον «Κάλαυρο». Καίγανε κλαδιά Κέδρου, τα κάνανε σωρό και βάζανε φωτιά. Τα πιο μεγάλα παιδιά πηδούσαν επάνω από τη φωτιά και φωνάζανε δυνατά: «Φεύγα Κάλαυρε απ’ τα αμπέλια και Καλαβρίνα απ’ τα χωράφια». Ο Κάλαυρος ήταν μια κάμπια που έτρωγε τα μικρά βλασταράκια από τα κλήματα, τα μπουμπούκια και δεν έκανε σταφύλια.
Συνήθως οι μεταμφιεσμένοι στη Ναύπακτο, έχουν μορφή γαμήλιας τελετής. Στην οποία εκτός από το γαμπρό και τη νύφη συμμετέχουν η γριά προξενήτρα, ο γέρος νουνός και ο Σταχτιάρης, φουστανελοφόρος που ακολουθεί, για να υπερασπίζεται την νύφη και το γαμπρό. Η πομπή καταλήγει στο λιμάνι της Πόλης, όπου παρωδείται η τελετή του γάμου. Υπάρχουν και άλλοι τύποι, γιατροί – γιάτρισσες, γέρος και γριά κ.λπ.. Οι Αποκριές και οι διάφορες εθιμοτυπικές εκδηλώσεις είναι κατάλοιπα των Διονυσιακών τελετών (του Θεού του οίνου Διόνυσου). Αλλά αντιφατικό επίσης είναι ότι την Αποκριά της Διασκέδασης και εκτρόπων ήταν Ψυχοσάββατο, γίνεται και διακοπή όλων αυτών για να τιμηθούν οι νεκροί. Όπως στην Αρχαία Αθήνα, τιμούσαν τα λουλούδια με τ’ ανθεστήρια, αλλά τιμούσαν ταυτόχρονα και τους νεκρούς.
Εμείς τιμούμε τους νεκρούς τα Ψυχοσάββατα, οι ψυχές των πεθαμένων ανεβαίνουν στον επάνω κόσμο. Πηγαίνουμε κόλλυβα στην εκκλησία, την Τσικνοπέμπτη, αλλάζει το σκηνικό. Στις πόλεις διασκεδάζουν με μεζέδες, τραγούδια, χορό, στις ταβέρνες κυρίως.
Κατ’ εξοχήν αφιερωμένες στους νεκρούς ημέρες είναι τα Σάββατα της Κρεατινής και της Τυρινής, όπως και της πρώτης εβδομάδας της Σαρακοστής. Σε κάθε σπίτι φτιάχνουν κόλλυβα, χυλό χαλβά ή φαγητά για να συγχωρεθούν οι ψυχές των πεθαμένων τους.
Οι Αθηναίοι έκαναν διάφορες ανάλογες τιμές στους νεκρούς, μεταξύ αυτών ήταν η Πανσπερμία, που έφτιαχναν οι γυναίκες στις χύτρες (ότι κάνουμε σήμερα με τα πολυσπόρια), χωρίς να επιτρέπεται να φάει κανείς από αυτά.
Αυτήν τη γιορτή των ψυχών βρίσκουμε, την ίδια περίπου εποχή, και στα Βοιωτικά Αγριώνια, που ήταν γιορτή Διονυσιακή. Ίσως αν προσέξουμε καλύτερα, θα δούμε ότι οι Αποκριές και τα Ψυχοσάββατα είναι η ζωή και ο θάνατος. Συμβολίζουν την φύση και την βλάστησή της, δηλαδή πεθαίνει και ξαναγεννιέται. Η φύση νεκρώνεται το χειμώνα και ξαναγεννιέται την Άνοιξη. Ο γερασμένος άνθρωπος πεθαίνει και ξαναγεννιέται με κάτι νέο.
Τραγούδια της Αποκριάς
Ήρθαν οι Αποκριές εορτή μεγάλη
ήρθαν από μακριά, στην Αθήνα πάλι,
και μαζί τους έφεραν την τρελή χαρά
να ξεχνά καθένας μας κάθε συμφορά.
Τρα λα λα λα λα λα (δις)
Ας βαρέσουν τα βιολιά των παιδιών τα χέρια
γρήγορα ν’ ανάψουνε των παιδιών τα κέφια.
Κι αν θα είναι από δω μία Κολομπίνα
θα ’ναι όμως και από μία Μπαλαρίνα.
Τρα λα λα λα λα λα (δις)
Τραγούδι
Ήρθε το Καρναβάλι
με τους τρελούς χορούς.
Μασκαράδες θα ντυθούμε
και ζούμε παρα ρα ρα ρα (δις).
Γλέντι και χορό και γέλια
και τραγούδια βρε παιδιά
χαρτοπόλεμο κορδέλες.
Ζήτω η Αποκριά, Ζήτω η Αποκριά!
Την Σαρακοστή γίνονται και οι Χαιρετισμοί, κάθε Παρασκευή οι Χαιρετισμοί (αφιερωμένοι στην Θεοτόκο), έχουν την καταγωγή τους στην Βυζαντινή περίοδο, όταν οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες, επέστρεψαν Νικητές από τις μάχες, έκαναν ευχαριστήριους Ύμνους στην Παναγία. Κάθε Παρασκευή το δειλινό χτυπάει η καμπάνα και οι πιστοί πηγαίνουν στην Εκκλησία και ψάλλουν όλοι μαζί «Χαίρε καλή Κουροτρόφε Παρθένε» κ.λπ..
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Εμπρός”